Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Περί διαβάσματος

Γρά­φει ο Βασί­λης Κρί­τσας //

Λένε πως οι απο­τυ­χη­μέ­νοι σκη­νο­θέ­τες γίνο­νται σκη­νο­θέ­τες. Οι απο­τυ­χη­μέ­νοι αθλη­τές γίνο­νται προ­πο­νη­τές, για να πετύ­χουν δια των αθλη­τών τους, ό,τι δεν κατά­φε­ραν οι ίδιοι. Οι απο­τυ­χη­μέ­νοι πολι­τι­κοί γίνο­νται συνή­θως πολι­τι­κοί συντά­κτες σε κάποια εφη­με­ρί­δα, για να είναι δίπλα στο μέλι της εξου­σί­ας. Κι ότι οι συγ­γρα­φείς είναι όσοι απέ­τυ­χαν κάπου, κάπως, κάπο­τε, στη ζωή τους, για­τί αν έχεις μια έντο­νη, συναρ­πα­στι­κή ζωή, δεν έχεις κανέ­να λόγο να δια­κό­ψεις ό,τι κάνεις και να το ρίξεις στο γράψιμο.
Κι οι ανα­γνώ­στες; Ποιοι είναι αυτοί που δια­βά­ζουν βιβλία; Ίσως αυτοί που απο­τυγ­χά­νουν να ακού­σουν τους άλλους και τους πάει καλύ­τε­ρα ο γρα­πτός λόγος κι η πιο απρό­σω­πη επα­φή με τις ιδέ­ες του άλλου.

Αλλά το πρό­βλη­μα δεν είναι αυτοί. Το πρό­βλη­μα είναι βασι­κά αυτοί που δε δια­βά­ζουν. Και δεν εννοώ προ­φα­νώς όσους δεν είχαν ποτέ την ευκαι­ρία να μάθουν, και την επι­λο­γή να δια­λέ­ξουν, οπό­τε διά­βα­ζαν φλι­τζά­νια καφέ και εντό­σθια ζώων ως υπο­κα­τά­στα­τα, ή περ­νού­σαν από το πανε­πι­στή­μιο της ζωής, που κάθε άλλο παρά αγράμ­μα­τους τους άφη­νε. Εννοώ αυτούς που βαριού­νται το διά­βα­σμα, όσους δε δια­βά­ζουν από άπο­ψη κι επι­λο­γή τους.

Το πρό­βλη­μα είναι επί­σης αυτοί που καθο­ρί­ζουν τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά του δια­βά­σμα­τος, το ρυθ­μό, τη μορ­φή, το μέγε­θος του κει­μέ­νου. Τα κεί­με­να στο δια­δί­κτυο πχ είναι σχε­δόν υπο­χρε­ω­τι­κά σύντο­μα (για αυτό κι εγώ πρέ­πει να προ­σέ­ξω να μην ξεχει­λώ­σει το δικό μου σε έκτα­ση), για να τα δια­βά­σει το ευρύ κοι­νό ως το τέλος. Ενώ υπάρ­χουν άτο­μα που έχουν ξεχά­σει να πιά­νουν βιβλία στα χέρια τους και μπο­ρούν να δια­βά­σουν κάτι μόνο σε ηλε­κτρο­νι­κή μορ­φή, αλλιώς δεν ασχο­λού­νται καν.

Το πρό­βλη­μα είναι αυτοί που σου παρου­σιά­ζουν ένα βιβλίο και σου λένε πως το τελειώ­νεις σε τόσες ώρες. Που δεν είναι δια­φή­μι­ση του βιβλί­ου που διά­βα­σαν, ότι είναι συναρ­πα­στι­κό, καθη­λω­τι­κό και φεύ­γει μονο­ρού­φι, αλλά του εαυ­τού τους, πόσο γρή­γο­ρα μπο­ρούν να δια­βά­σουν. Λες και απο­τε­λούν το γενι­κό, κοι­νό μέτρο. Λες και το διά­βα­σμα είναι αγώ­νας ταχύ­τη­τας κι όχι ένα ένα προ­σω­πι­κό ταξί­δι, όπου στη δια­δρο­μή μπο­ρεί να καθί­σεις να ξαπο­στά­σεις, να σκε­φτείς όσα έχεις δει μέχρι τώρα, να σκο­ντά­ψεις σε συνειρ­μούς και ωραί­ες σκέ­ψεις. Για­τί το ‘δια­βά­ζω’ ως λέξη είναι ηχη­τι­κά συγ­γε­νής με το δια­βά­τη. Και περιέ­χει μέσα της το ρήμα ζω. Κι αλί­μο­νο αν μας έλε­γαν οι άλλοι πώς και με τι ρυθ­μούς θα ζήσουμε…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο