Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πίσω από τα παλλόμενα τσουτσούνια του Φαμπρ

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Περισ­σό­τε­ρο από τα παλ­λό­με­να τσου­τσού­νια του Βέλ­γου καλ­λι­τε­χνι­κού διευ­θυ­ντή του Φεστι­βάλ Αθη­νών Γιαν Φαμπρ (πρώ­ην  πια, αφού παραι­τή­θη­κε το Σάβ­βα­το 2/4), προ­κα­λεί ο στρου­θο­κα­μη­λι­σμός πολ­λών από αυτούς που δια­μαρ­τύ­ρο­νται για την επι­λο­γή  του η σκη­νή του Φεστι­βάλ να κατα­κλυ­στεί από βελ­γι­κές παρα­γω­γές, αφή­νο­ντας ουσια­στι­κά τους Έλλη­νες καλ­λι­τέ­χνες έξω από τον κορυ­φαίο πολι­τι­στι­κό θεσμό της χώρας τους. Πολ­λοί, λοι­πόν, καλ­λι­τέ­χνες ενώ βρί­σκουν εύκο­λα την αφορ­μή (και αυτή είναι μια σοβα­ρή αφορ­μή) για ν’ ανέ­βουν στα κάγκε­λα, δυσκο­λεύ­ο­νται τα μάλα ή δεν θέλουν να δια­κρί­νουν τις αιτί­ες για την αρρω­στη­μέ­νη κατά­στα­ση που επι­κρα­τεί στον πολι­τι­σμό και γενι­κό­τε­ρα στην κοι­νω­νία· την καλ­πά­ζου­σα  γάγ­γραι­να που μολύ­νει κάθε  δημιουρ­γι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα και σκέ­ψη και τεί­νει ν’ αλώ­σει και τις τελευ­ταί­ες εστί­ες υγιούς αντίστασης.

Σοκα­ρί­στη­καν από τις «πρω­το­πο­ριές» του Βέλ­γου, ένιω­σαν προ­σβε­βλη­μέ­νοι που θα ’βγα­ζε στη βιτρί­να του ελλη­νι­κού φεστι­βάλ Βέλ­γους  καλ­λι­τέ­χνες και βγή­καν στα κανά­λια και στο δια­δί­κτυο για να δια­μαρ­τυ­ρη­θούν. Καλά έκα­ναν. Απο­ρί­ας άξιον είναι αν και πόσο προ­σβάλ­λο­νται όταν πάνε στο σου­περ­μάρ­κετ και αγο­ρά­ζουν βελ­γι­κές ντο­μά­τες, λεμό­νια Τουρ­κί­ας, πατά­τες Αιγύ­πτου και σκόρ­δα απ’ την Κίνα. Για­τί κάνουν τους κινέ­ζους μπρο­στά στις πολι­τι­κές  που, προ­σχε­δια­σμέ­να, εδώ και δεκα­ε­τί­ες εκπο­ρεύ­ο­νται από τα επι­τε­λεία της Ευρω­παϊ­κής Ένω­σης στα­δια­κά, όλο και πιο βίαια και, μετα­ξύ άλλων, ανοί­γουν δρό­μους στην ελεύ­θε­ρη μετα­κί­νη­ση κάθε αγα­θού που δύνα­ται να προ­σφέ­ρει κέρ­δος στους βιο­μή­χα­νους και τους επι­χει­ρη­μα­τι­κούς ομί­λους, και μισούν  και κατα­στρέ­φουν κάθε τι που δεν συμ­φέ­ρει ή αντι­τάσ­σε­ται στην οικο­νο­μι­κή εξου­σία τους;

Οι πολι­τι­κές αυτές φέρουν τις υπο­γρα­φές και τη συνερ­γα­σία όλων των ελλη­νι­κών κυβερ­νή­σε­ων και τη συναί­νε­ση-συνε­νο­χή όλων των κομ­μά­των του ευρω­μο­νό­δρο­μου. Και δεν είναι λίγοι ανά­με­σα σ’ αυτούς που σήμε­ρα ―δικαί­ως― δια­μαρ­τύ­ρο­νται, που προ­σθέ­τουν κατά και­ρούς την ανα­γνω­ρι­σι­μό­τη­τά τους στις εκλο­γι­κές λίστες ή προ­σφέ­ρουν τη στή­ρι­ξή τους στις θέσεις αυτών των κομ­μά­των, τρέ­φο­ντας το τέρας που τώρα τρώ­ει και από τις δικές τους σάρκες.

Πού ήταν αυτοί οι καλ­λι­τέ­χνες (μετα­ξύ των οποί­ων «επώ­νυ­μοι» και «σελέ­μπρι­τις») πριν ανέ­βουν στα κάγκε­λα; Για­τί σώπαι­ναν; Μήπως για­τί οι επι­χο­ρη­γή­σεις, οι χορη­γί­ες και άλλες «εξυ­πη­ρε­τή­σεις» τους βού­λω­ναν το στό­μα; Μήπως για­τί η «πίτα» της τηλε-φού­σκας έφτα­νε για να ταΐ­ζει τα κασέ τους με ποσά άπια­στα για «κοι­νούς» καλ­λι­τέ­χνες και άλλους θνη­τούς; Φωνά­ζουν τώρα που πήρε φωτιά το σπί­τι τους, μα όταν λαμπά­δια­ζε το σπί­τι αυτών που τους χει­ρο­κρο­τούν (του ακρο­α­τη­ρί­ου τους, των ανα­γνω­στών τους, των θαυ­μα­στών τους,) οι ίδιοι ήταν… τόσο πολύ απορ­ρο­φη­μέ­νοι στην τέχνη τους για να τους νιώ­σουν. Έπρε­πε, λοι­πόν, να έρθει ένας Βέλ­γος για να σαλέ­ψουν οι  αισθη­τή­ρες του φιλό­τι­μου και της «αγω­νι­στι­κό­τη­τάς» τους. Διό­τι, εκτός των άλλων  ―διά­ο­λε!― είναι και ζήτη­μα εθνι­κής περη­φά­νιας. Άλλο να σε σπρώ­χνει στην απ’ έξω ο «δικός» σου διευ­θυ­ντής και άλλο ένας «ξένος»…

Ας μας διευ­κρι­νί­σουν, όμως, αυτοί οι κύριοι και κυρί­ες, ποια κεκτη­μέ­να υπε­ρα­σπί­ζο­νται και ποιον πολι­τι­σμό παρα­βάλ­λουν ένα­ντι του ―διο­ρι­σμέ­νου από την ελλη­νι­κή πολι­τεία και παραι­τη­θέ­ντα πια― επί­βου­λου Βέλγου;

Μήπως τον πολι­τι­σμό που ―με τις αφε­ντιές τους πρω­τα­γω­νι­στές ή κομπάρ­σους― απο­λάμ­βα­νε ο λαός μας τα περί­φη­μα χρό­νια της «ευη­με­ρί­ας»; Τα υπο­προ­ϊ­ό­ντα και σκου­πί­δια που κατα­κλύ­ζουν τα ραδιό­φω­να και τις τηλε­ο­ρά­σεις; Τα σιντί που κόστι­ζαν σχε­δόν όσο το μερο­κά­μα­το ενός ανει­δί­κευ­του εργά­τη; Τα βιβλία του τίπο­τα δίπλα στα ράφια με τις «απα­λές» μου­στάρ­δες; Τα ιλου­στραϊ­σιόν εξώ­φυλ­λα της φώτο­σοπ ματαιο­δο­ξί­ας; Μήπως τον πολι­τι­σμό της «και­νο­τό­μας επι­χει­ρη­μα­τι­κό­τη­τας»; Τις «ιν» και «μαστ» θεα­τρι­κές και μου­σι­κές σκη­νές; Τις τύπου ολυ­μπια­κών αγώ­νων «υπερ­πα­ρα­γω­γές»; Τα τηλε­ο­πτι­κά «τάλεντ-σόους» ως πυξί­δα στην εκπλή­ρω­ση των ονεί­ρων της νέας γενιάς; Τις σέξι ντί­βες και τους γκλό­σι γαρυ­φα­λο­φό­ρους αοι(η)δούς της νύχτας; Τις χρυ­σο­φό­ρες πένες των μπε­στσε­λε­ρά­δων «δια­νο­ού­με­νων»; Μήπως τους ψευ­το­κουλ­του­ριά­ρη­δες ιδο­κτή­τες μικρο­κό­σμων; Τα παγκό­σμια δίκτυα των μέσων κοι­νω­νι­κής απο­χαύ­νω­σης, όπου ο καθέ­νας χτί­ζει και περι­χα­ρα­κώ­νε­ται πίσω από το «προφίλ»-εγώ του; Μήπως, τέλος πάντων,  κάθε τι που που­σά­ρουν  τα επι­χει­ρη­μα­τι­κά συμ­φέ­ρο­ντα που κατέ­χουν ή ελέγ­χουν όλη την αλυ­σί­δα, από την παρα­γω­γή ως την κατα­νά­λω­ση: και εκδο­τι­κούς οίκους, και δια­φη­μι­στι­κές εται­ρεί­ες, και θεα­τρι­κούς οργα­νι­σμούς, και εται­ρεί­ες παρα­γω­γής, και νυχτε­ρι­νά κέντρα «δια­σκέ­δα­σης» και δισκο­γρα­φι­κές εται­ρεί­ες και ραδιο­φω­νι­κούς σταθ­μούς και τηλε­ο­πτι­κά κανά­λια και δημο­σιο­γρά­φους και εφη­με­ρί­δες και περιο­δι­κά και ιστο­σε­λί­δες, ακό­μα και «προ­σω­πι­κά» ιστολόγια;

Ή, μήπως, όλα τα παρα­πά­νω μαζί με αυτά που έρχο­νται να προ­στε­θούν στα χρό­νια της «κρί­σης» όπως  ―ας πού­με το πιο πρό­σφα­το― το να πρέ­πει μια τετρα­με­λής οικο­γέ­νεια να ξοδέ­ψει ένα βδο­μα­διά­τι­κο (4χ20=80 ευρώ ― ναι, είναι βδο­μα­διά­τι­κο αυτό το ποσό για πολ­λούς πια) για να επι­σκε­φτεί την Ακρόπολη;

Δεν μπαί­νουν βέβαια όλοι οι καλ­λι­τέ­χνες στο ίδιο τσου­βά­λι και δεν πρε­σβεύ­ουν όλοι τα ίδια. Ανά­με­σα σε όσους δια­μαρ­τύ­ρο­νται βρί­σκο­νται παλιοί και νεώ­τε­ροι αγω­νι­στές με αμέ­τρη­τα «κολ­λη­μέ­να ένση­μα» στον πολι­τι­σμό και τους κοι­νω­νι­κούς αγώνες.

Δια­βά­ζο­ντας την ανοι­χτή επι­στο­λή του Χρή­στου Λεο­ντή, ενός από τους σπου­δαιό­τε­ρους εν ζωή εκπρο­σώ­πους του πολι­τι­σμού μας, χαμο­γε­λάς πικρά (…αφού πρώ­τα έχεις δια­νύ­σει το στά­διο της οργής): «Μου­σείο Μπε­νά­κη: ΓΑΛΛΟΣ, Ελλη­νι­κό κέντρο κινη­μα­το­γρά­φου: ΓΕΡΜΑΝΟΣ, Φεστι­βάλ Θεσ­σα­λο­νί­κης: ΓΑΛΛΙΔΑ, Ελλη­νι­κό Φεστι­βάλ: ΒΕΛΓΟΣ…».

Για­τί; Δεν υπάρ­χουν κατα­ξιω­μέ­νοι Έλλη­νες  γι’ αυτές τις θέσεις; Είναι άρα­γε σωβι­νι­σμός να θέλεις στην πατρί­δα σου να κάνουν κου­μά­ντο τα παι­διά της και όχι ξένοι κηδε­μό­νες; Απο­τε­λεί εθνι­κή προ­κα­τά­λη­ψη να υπε­ρα­σπί­ζε­σαι τα κυριαρ­χι­κά δικαιώ­μα­τα της χώρας σου, στον πολι­τι­σμό και παντού; Όμως το κυρί­αρ­χο ζήτη­μα θα είναι πάντα: ποιον πολι­τι­σμό;

Από την ίδρυ­ση του νεο­ελ­λη­νι­κού κρά­τους μέχρι τις μέρες μας, οι εκπρό­σω­ποι της πολι­τι­κής εξου­σί­ας αυτού του τόπου συνα­γω­νί­ζο­νται στην υπο­τέ­λεια και την υπο­τα­γή απέ­να­ντι στις «μεγά­λες ―ενί­ο­τε… προ­στά­τι­δες― δυνά­μεις». Πιστοί και φανα­τι­κοί υπη­ρέ­τες της τάξης που κατέ­χει αδιά­λει­πτα την  οικο­νο­μι­κή εξου­σία, προ­σφέ­ρουν τη γη και το  ύδωρ αυτής της χώρας και εισπράτ­τουν δάνεια, «πακέ­τα» και «προ­γράμ­μα­τα», που νέμο­νται τ’ αφε­ντι­κά τους· που, δια­χρο­νι­κά, τις μετα­ξύ τους δια­φο­ρές καθο­ρί­ζει ο βαθ­μός βου­λι­μί­ας τους για περισ­σό­τε­ρα κέρ­δη και η ικα­νό­τη­τά τους να επι­βάλ­λο­νται στους αντα­γω­νι­σμούς για το μοί­ρα­σμα της κάθε «πίτας». Όλο αυτό το πολι­τι­κό προ­σω­πι­κό πότε ως εθνι­κό­φρο­νες, πότε ως δεξιοί πατριώ­τες, πότε ως κεντρώ­οι και σοσια­λι­στές και, εσχά­τως, ως αρι­στε­ροί  έπαι­ζαν στα ζάρια την εδα­φι­κή ακε­ραιό­τη­τα της χώρας, έκα­ναν βαθιές υπο­κλί­σεις στον κατα­χτη­τή, ξεπού­λα­γαν τον φυσι­κό πλού­το, «αξιο­ποιού­σαν» την δημό­σια περιου­σία, υπο­θή­κευαν το μέλ­λον της· για­τί, λοι­πόν, ο πολι­τι­σμός θα απο­τε­λού­σε εξαί­ρε­ση; Εδραιώ­νο­ντας παράλ­λη­λα την εξου­σία του αστι­κού κρά­τους απέ­να­ντι σε όσους το αμφι­σβη­τούν, αξιο­ποιώ­ντας τους μηχα­νι­σμούς του συστή­μα­τος που (ανα)παράγουν φοβι­σμέ­νους ραγιά­δες και πολί­τες-πελά­τες· για να φτά­σουν σήμε­ρα στο σημείο (οι πελά­τες) ν’ ανα­ζη­τούν την λύτρω­ση στο πότε θα «πιά­σουν πάτο» και όχι στο σπά­σι­μο του βαρελιού.

Θα πει κάποιος τώρα, το ακρι­βό εισι­τή­ριο της Ακρό­πο­λης σε μάρα­νε, είδα­με και τότε που ήταν φτη­νό­τε­ρο…  Δεν θα ’χει άδικο.

Τι διδά­σκε­ται ένα παι­δί για τον πολι­τι­σμό και τη θέση του μέσα σ’ αυτόν, από τη στιγ­μή που κατα­λα­βαί­νει τον κόσμο, στην οικο­γέ­νεια, στο σχο­λείο αργό­τε­ρα, και πιο μετά στο πανε­πι­στή­μιο, στο εργα­σια­κό του περι­βάλ­λον; Πώς καλ­λιερ­γεί­ται  μια χέρ­σα συνεί­δη­ση η οποία καλεί­ται από την εξέ­λι­ξη να συνει­σφέ­ρει τους καρ­πούς της στην πρό­ο­δο; Όταν σπο­ρέ­ας είναι το σύστη­μα που σου μαθαί­νει ότι επι­τυ­χία είναι να ξεχω­ρί­σεις με κάθε τρό­πο από τους άλλους και σε δια­παι­δα­γω­γεί να μην έχεις ανα­στο­λές, ακό­μα και αν «χρεια­στεί» να πατή­σεις στα πτώ­μα­τά τους, προ­κει­μέ­νου  να τα κατα­φέ­ρεις, είναι προ­φα­νές τι είδους πολι­τι­σμός βολεύ­ει και θα παρά­γει αυτό το σύστη­μα και ο πολί­της-πελά­της θα καταναλώνει.

Ανα­ρω­τιό­μα­στε, όλο και πιο συχνά τελευ­ταία, που είναι οι πνευ­μα­τι­κοί άνθρω­ποι της επο­χής μας; Υπάρ­χουν; Για­τί δεν μιλούν;

Η παρα­γω­γή πολι­τι­σμού είναι αναμ­φι­σβή­τη­τα συνυ­φα­σμέ­νη με την δοσμέ­νη κάθε φορά επο­χή και τις συν­θή­κες μέσα στις οποί­ες μια κοι­νω­νία ανα­πνέ­ει,  ονει­ρεύ­ε­ται, εμπνέ­ε­ται, παρά­γει, διεκ­δι­κεί. Το να χει­ρα­γω­γού­νται και να θυσιά­ζο­νται τα όνει­ρα, οι ελπί­δες και οι προσ­δο­κί­ες του λαού στην  κατεύ­θυν­ση εξυ­πη­ρέ­τη­σης των συμ­φε­ρό­ντων της εξου­σί­ας των πλου­το­κρα­τών, είναι καθο­ρι­στι­κός παρά­γο­ντας για να δια­τη­ρεί­ται ο φαύ­λος κύκλος της σαπί­λας, που θέλει την τέχνη εμπό­ρευ­μα και τον πολι­τι­σμό προ­ϊ­όν σαν αυτά που βρί­σκει κανείς στα ράφια του σούπερ-μάρκετ.

Μεγα­λύ­τε­ρη και πιο επι­κίν­δυ­νη από την οικο­νο­μι­κή κρί­ση είναι σήμε­ρα η κατά­πτω­ση των αξιών, η ηθι­κή ξεφτί­λα, η νοση­ρή ατμό­σφαι­ρα μιας κοι­νω­νί­ας που βρί­σκε­ται σε απο­σύν­θε­ση. Η κοι­νω­νία που ονει­ρευό­ταν να πιά­σει την καλή, να «τρου­πώ­σει» και να βολέ­ψει την πάρ­τη της, που μετα­θέ­τει τις ευθύ­νες της και ανα­θέ­τει τις ελπί­δες της, σάπι­σε μαζί με τους θεσμούς που την άντρω­σαν και στη ράχη της βγή­καν και σερ­για­νά­νε ρατσι­στι­κά, ξενο­φο­βι­κά, ομο­φο­βι­κά, φασι­στι­κά και άλλα σκουλήκια.

Και ο πολι­τι­σμός που έχτι­σαν οι δου­λευ­τά­ρη­δες αυτού του τόπου, της γης, της πέτρας, της πένας, του χρω­στή­ρα, των ρυθ­μών;  Ο πολι­τι­σμός που δημιούρ­γη­σε αυτός ο λαός όπο­τε περ­πά­τη­σε λεβέ­ντι­κα, όπο­τε δεν σκιά­χτη­κε εχθρούς και δεν λογά­ρια­σε θυσί­ες προ­κει­μέ­νου να υπε­ρα­σπι­στεί την τιμή και την αξιο­πρέ­πειά  του και να δια­φε­ντέ­ψει τις τύχες του; Ο πολι­τι­σμός που ρίζω­σε και άνθι­σε πλάι στις  ποτι­σμέ­νες με αίμα ρίζες των δέντρων της αντί­στα­σης και της λευ­τε­ριάς, ανά­με­σα στους σωρούς από κόκα­λα αγω­νι­στών-μαχη­τών που έπε­σαν για το δίκιο και την πρό­ο­δο; Η ελπί­δα; Μήπως πεθά­νει κι αυτή όταν φύγουν και οι τελευ­ταί­οι μεγά­λοι του λαϊ­κού μας πολι­τι­σμού; Είναι αυτή η κατά­στα­ση χωρίς επιστροφή;

Ο πολι­τι­σμός μας θα παρα­μέ­νει ζωντα­νός όσο τον σηκώ­νουν στις μνή­μες και στα μπρά­τσα τους οι περή­φα­νοι  ωραί­οι ―  «μοι­ραί­οι» κατά τους δει­λούς και άβου­λους καλ­λι­τέ­χνες και καλ­λι­τε­χνί­ζο­ντες  επι­πλέ­ο­ντες φελ­λούς. Η ανά­γκη για έκφρα­ση και καλ­λι­τε­χνι­κή δημιουρ­γία εκεί που χτυ­πά­ει η καρ­διά και στά­ζει ο ιδρώ­τας αυτών που παρά­γουν και δημιουρ­γούν όλα όσα υπάρ­χουν γύρω μας, θα ξεπη­δά σαν φλό­γα και θα παλεύ­ει με τα σκο­τά­δια.  Όσο θα υπάρ­χει και θα δυνα­μώ­νει η ταξι­κή πάλη θα ξεπη­δά­νε οι φλό­γες του λαϊ­κού μας πολι­τι­σμού και  της αντί­στα­σης και θα δια­μορ­φώ­νουν τις συν­θή­κες εκεί­νες της ανα­τρο­πής της σαπί­λας και του χτι­σί­μα­τος μιας κοι­νω­νί­ας όπου κάθε άνθρω­πος θα είναι κι ένας καλ­λι­τέ­χνης της ζωής.

Όσο θα βαδί­ζου­με στον δρό­μο που μας έχουν επι­βά­λει οι δυνά­στες του μόχθου και των ονεί­ρων μας, θα ερχό­μα­στε αντι­μέ­τω­ποι με σωρούς από  εγχώ­ρια και ξενό­φερ­τα σκου­πί­δια και, πότε Έλλη­νες, πότε Ευρω­παί­οι, πότε Αμε­ρι­κα­νοί, πότε Ρώσοι, θα μας τρα­βά­νε απ’ το αυτί και θα μας επι­βά­λουν τι θα φάμε και τι θα πιού­με, τι μου­σι­κή θ’ ακού­σου­με, ποια ται­νία θα δού­με και σε ποια γη θα σκο­τω­θού­με για τα συμ­φέ­ρο­ντα των εκμε­ταλ­λευ­τών μας.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο