Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Polaroid

Γρά­φει ο Σφυ­ρο­δρέ­πα­νος //

Κάθε βρά­δυ μαζευό­μα­στε με τα οικεία μας πρό­σω­πα, για να μοι­ρα­στού­με τις μονα­ξιές μας και την ανία μας. Θρη­νού­με μαζί το τέλος μιας άδειας κι αδιά­φο­ρης μέρας, που θα τη δια­δε­χτεί μια άλλη, πανο­μοιό­τυ­πη. Σκο­τώ­νου­με την ώρα μας και ένα κομ­μά­τι του εαυ­τού μας, μπρο­στά από οθό­νες, ξοδεύ­ο­ντας λίγη ζωή ακό­μα. Κάθε λεπτό φαί­νε­ται σαν ώρα, χωρίς να αφή­νει πίσω του όμως μέρες γεμά­τες, που θα μετρά­νε σα μήνας η καθε­μιά στον τελι­κό απο­λο­γι­σμό. Κι αυτή είναι η μεγά­λη αντί­φα­ση, που επι­βε­βαιώ­νει εμπει­ρι­κά τη σχε­τι­κό­τη­τα του χρό­νου, αλλά και της παρέ­ας που τη νοηματοδοτεί.

Η συλ­λο­γι­κό­τη­τα είναι μορ­φή ανα­ζή­τη­σης, μια προ­σπά­θεια να απο­κτή­σει νόη­μα η στιγ­μή που περ­νά­ει και χάνε­ται. Αυτό είναι το έντι­μο συμπέ­ρα­σμα στο οποίο φτά­νει η πρω­τα­γω­νί­στρια της ται­νί­ας «Polaroid», καθώς προ­σπα­θεί να ξετυ­λί­ξει το φιλμ της ζωής μας. Προη­γου­μέ­νως στρέ­φε­ται με την κάμε­ρά της στους συναν­θρώ­πους της και μαγνη­το­σκο­πεί τις αντι­δρά­σεις τους στο απλό ερώ­τη­μα: τι είναι συλ­λο­γι­κό­τη­τα; Συνα­ντά γιά­πη­δες, που την απο­φεύ­γουν έντρο­μοι στο άκου­σμα της απα­γο­ρευ­μέ­νης λέξης. Βρί­σκει δύο ιερό­δου­λες από την πρώ­ην ΕΣΣΔ, που της απαγ­γέλ­λουν ένα ποί­η­μα των σοβιε­τι­κών, παι­δι­κών τους χρό­νων και, μολο­νό­τι γελά­νε ειρω­νι­κά, δίνουν εν αγνοία τους την πιο εύστο­χη απά­ντη­ση απ’ όλους. Το πιο ψαγ­μέ­νο μέλος της παρέ­ας ακυ­ρώ­νει τελι­κά κάθε άλλη ανη­συ­χία του και κατα­λή­γει στο ότι συλ­λο­γι­κό­τη­τα είναι ο τελι­κός του Μου­ντιάλ (του 98’), το πάθος της στιγ­μής, η έκρη­ξη συναι­σθη­μά­των, η κορύ­φω­ση της αγω­νί­ας, τα εκα­τομ­μύ­ρια βλέμ­μα­τα που στρέ­φο­νται πάνω στους παί­κτες. Ενώ ο πιο ντρο­πα­λός και συνε­σταλ­μέ­νος ανα­κα­λύ­πτει τον εαυ­τό του στον εσω­τε­ρι­κό θεα­τρι­κό μονό­λο­γο που του ανα­θέ­τουν και την καλ­λι­τε­χνι­κή δημιουργία.

Η ται­νία προ­βάλ­λει εν μέρει ως πρό­δρο­μος ίσως του σύγ­χρο­νου χιπ­στε­ρι­σμού, του ρηχού απο­λι­τίκ εναλ­λα­κτι­σμού και της μετα­μο­ντέρ­νας νοσταλ­γί­ας του παρελ­θό­ντος· αλλά όχι απα­ραί­τη­τα στην πιο αντι­πα­θη­τι­κή εκδο­χή τους.
Ένας εκ των πρω­τα­γω­νι­στών προ­σπα­θεί μάταια να βρα­χυ­κυ­κλώ­σει το μιντια­κό σύστη­μα με τη μέθο­δο του Λού­θερ Μπλί­σετ και την πρό­κλη­ση ενός ψευ­δο­γε­γο­νό­τος, βρί­σκο­ντας τελι­κά μάλ­λον τα όρια του δικού του σχε­δί­ου, παρά αυτά του συστή­μα­τος. Μια σκη­νή σατι­ρί­ζει την ερμη­νεία του Μητρο­πά­νου, που τρέ­χει ενα­γώ­νια πίσω από τη μου­σι­κή του τρα­γου­διού, για να την προ­λά­βει, προ­ξε­νώ­ντας αυθόρ­μη­τα τη συμπά­θεια των ακρο­α­τών του. Άλλες σκη­νές επι­κρί­νουν τα «παλιά, σκου­ρια­σμέ­να μυα­λά» (παλια­τζή πάρ­τα όλα), σε αντί­θε­ση πάντως με τα τρα­γού­δια εκεί­νης της επο­χής (Αυτά είναι τρα­γού­δια. Για­τί; Αμφι­βάλ­λε­τε;) και… τον Πασχά­λη, που εμφα­νί­ζε­ται φευ­γα­λέα σε ένα πλάνο.

Κατά μία έννοια, το Polaroid θυμί­ζει συνειρ­μι­κά το άλμπουμ «Αδιέ­ξο­δα» του Αρκά και τις απο­τυ­χη­μέ­νες από­πει­ρες του Κόκο­ρα να δώσει λύση στα υπαρ­ξια­κά του προ­βλή­μα­τα. Και εν κατα­κλεί­δι, μπο­ρεί να μη δίνει διέ­ξο­δο και να μην προ­σεγ­γί­ζει εκεί­νες τις μορ­φές συλ­λο­γι­κό­τη­τας που γεμί­ζουν τον (πολι­τι­κό) χρό­νο, δίνο­ντας κάποιο νόη­μα στη ζωή μας, αλλά κατα­φέρ­νει του­λά­χι­στον να μην κλέ­βει άσκο­πα το δικό μας, απο­τε­λώ­ντας μια καλή επι­λο­γή για το θεα­τή και την παρέα που δεν ψάχνουν απλώς να σκο­τώ­σουν την ώρα τους.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο