Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πώς (το) είπατε;

Γρά­φει ο Σφυ­ρο­δρέ­πα­νος //

Η τρέ­χου­σα καπι­τα­λι­στι­κή κρί­ση δημιούρ­γη­σε μερι­κά κενά. Κι επει­δή η φύση ή μάλ­λον η ιστο­ρία τα απε­χθά­νε­ται, έσπευ­σε να τα καλύψει.

Για παρά­δειγ­μα, η Ελευ­θε­ρο­τυ­πία, η ναυαρ­χί­δα του τύπου της εναλ­λα­κτι­κής και ευαί­σθη­της Κεντρο­α­ρι­στε­ράς, βού­λια­ξε στα χρέη της, κι έτσι ξεκί­νη­σε μια κούρ­σα για τη διά­δο­χη κατά­στα­ση, όπου συμ­με­τεί­χε ένα νεκρα­να­στη­μέ­νο κακέ­κτυ­πό της με το ίδιο όνο­μα, που έψα­χνε τη χάρη, κι οι “Έξι μέρες” του Δελα­τόλ­λα, για να κερ­δί­σει τελι­κά η Εφη­με­ρί­δα των Συντα­κτών (ΕφΣυν), που έχει μετα­τρα­πεί σε άτυ­πη εφη­με­ρί­δα της κυβερ­νή­σε­ως της πρω­το­δεύ­τε­ρης φοράς Αριστερά.

Μια μάχη που κινή­θη­κε παράλ­λη­λα με την ευγε­νή άμιλ­λα για τη δια­δο­χή του ανα­τέλ­λο­ντος ηλί­ου του ΠαΣοΚ, που έδυ­σε, στο ρευ­στό χυλό της σοσιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας. Το ΠαΣοΚ πέθα­νε (ή τέλος πάντων ψυχορ­ρα­γεί), ζήτω το νέο ΠαΣοΚ. Μια κούρ­σα όπου έτρε­ξαν τα ρετά­λια-υπο­λείμ­μα­τα του ΠαΣοΚ και ‑σα λαγός περισ­σό­τε­ρο- η αλή­στου μνή­μης ΔημΑρ, για να κερ­δί­σει εύκο­λα ο Σύρι­ζα, με τη γνω­στή κατά­λη­ξη και την πρό­σκρου­ση του αντι­μνη­μο­νια­κού του λόγου στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Έτσι όμως δημιουρ­γή­θη­κε ένα κενό στη δική του θέση, που ανα­ζη­τά διά­δο­χο φορέα. Κι εδώ μπαί­νει να “ταρά­ξει τα λιμνά­ζο­ντα νερά” (του βάλ­του, όπου πλα­κώ­νο­νται τα βου­βά­λια κι οι βάτρα­χοι περι­μέ­νουν να μετα­μορ­φω­θούν σε πρί­γκι­πες) το καρα­βά­κι της Πλεύ­σης Ελευθερίας.

-Πώς (το) είπατε;

Πλεύ­ση ελευ­θε­ρί­ας. Μόνο που η ελευ­θε­ρία για εμάς είναι μια ωραία γυναί­κα. Η Ζωή πάλι όχι. Κι ας προ­κα­λού­σε σε κάποιους ονει­ρώ­ξεις με το αυστη­ρό της βλέμ­μα στη Βου­λή, την τυπο­λα­τρία της και τις δικη­γο­ρί­στι­κες φρά­σεις της. Κι ας φαντα­σιω­νό­ταν ναρ­κισ­σι­στι­κά η ίδια πως φεύ­γο­ντας από τη Βου­λή, μπο­ρεί να σηκώ­νο­νταν οι βου­λευ­τές στα έδρα­νά τους και να την απο­χαι­ρε­τού­σαν κινη­μα­το­γρα­φι­κά: oh Captain, my Captain…

Πλεύ­ση ελευ­θε­ρί­ας, με σήμα το καρά­βι. Απο­λι­τίκ και κενό, στα πλαί­σια του σύγ­χρο­νου μάνα­τζμεντ, ίματζ-μέι­κινγκ, ντι­ζάιν (και τρία αυγά Τουρ­κί­ας, που έλε­γε κι ο Χάρ­ρυ Κλυνν), για να ψαρεύ­ει σε θολά, αντι­μνη­μο­νια­κά νερά και να προ­σκρού­σει σύντο­μα σε κάποια ξέρα, με το ρηχό, αντι­μνη­μο­νια­κό του λόγο. Και με προ­τει­νό­με­νο σύν­θη­μα: “η Ζωή σέρ­νει καρά­βι”, για να πιά­σει το ευρύ κοι­νό, όπως τα ατα­κα­δό­ρι­κα σπο­τά­κια της ΛαΕ, με το λάστιχο.

Με σήμα το καρά­βι, για να παρα­πέ­μπει ευθέ­ως σε ταξι­κά ναυά­για. Αν και η Κων­στα­ντο­πού­λου δεν είναι ούτε φύσει ούτε θέσει κομ­μά­τι της δικής μας τάξης, για να την προ­δώ­σει. Ήταν εξ αρχής στην απέ­να­ντι όχθη (με τις επεν­δύ­σεις κι όχι με το Μαρξ, όπως θα έλε­γε κι ο Σαβ­βί­δης), μεγα­λο­δι­κη­γό­ρος του Κολω­να­κί­ου, σαν τον πατέ­ρα της, που τελι­κά βολεύ­τη­κε με μια προ­σω­ρι­νή προ­ε­δρι­κή θέση στο ΔΣ της ομά­δας του Βαρ­δι­νο­γιάν­νη, αφού δεν κατά­φε­ρε να γίνει ΠτΔ.

Ένα καρά­βι, παλιό σαπιο­κά­ρα­βο, με μπα­γιά­τι­κα υλι­κά και χρε­ο­κο­πη­μέ­νες συντα­γές, που έρχε­ται λου­στρα­ρι­σμέ­νο να πλα­σα­ρι­στεί σαν και­νού­ριο, σαν τα σαπά­κια των εφο­πλι­στών. (Εδώ συνειρ­μι­κά μπο­ρού­με να επε­κτα­θού­με στην ομοιό­τη­τα του σήμα­τος με ένα κοπά­δι μεγα­λο­καρ­χα­ρί­ες, καθώς και στο… μυστη­ριώ­δες μυστή­ριο που καλύ­πτει τους  αλλε­πάλ­λη­λους θανά­τους και τον απο­δε­κα­τι­σμό του πλη­ρώ­μα­τος του Noor‑1, αλλά θα ξεφεύ­γα­με από το αρχι­κό θέμα).

Ένα καρά­βι που θα πάει μάλ­λον ατα­ξί­δευ­το, για να αρχί­σουν οι φαγω­μά­ρες μετα­ξύ των στε­λε­χών: να δού­με ποιος-ποιος-ποιος θα φαγω­θεί. Αλλά δε θα πάει αύταν­δρο, για­τί οι πολι­τι­κοί καριε­ρί­στες ξέρουν να επι­βιώ­νουν και να εγκα­τα­λεί­πουν εγκαί­ρως ένα καρά­βι που βου­λιά­ζει, για να συνε­χί­σουν το ταξί­δι τους στην Ιθά­κη της εξουσίας.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο