Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πρωτάθλημα είναι, θα περάσει

Γρά­φει ο Βασί­λης Κρί­τσας //

Μετά από επει­σο­δια­κές ανα­βο­λές και σαρά­ντα κύμα­τα, αύριο ανοί­γει η αυλαία της ελλη­νι­κής “Σού­περ Λιγκ” με το ξενι­κό όνο­μα, που έχει πάντως πολύ πιο σοβα­ρά προ­βλή­μα­τα, ως προς τη χάρη και την ταυ­τό­τη­τά της.

Πριν από δυο βδο­μά­δες, η Πολι­τεία ανέ­βα­λε την πρε­μιέ­ρα για λόγους ασφα­λεί­ας, καθώς οτι­δή­πο­τε δια­φο­ρε­τι­κό θα είχε θεω­ρη­θεί παρα­βί­α­ση του αυτο­διοί­κη­του της ΕΠΟ και της ασυ­λί­ας που διεκ­δι­κεί για τα μέλη της η UEFA.

Στο ενδιά­με­σο είχα­με τα επει­σό­δια και τους βαν­δα­λι­σμούς 30 κου­κου­λο­φό­ρων στο χώρο που γινό­ταν η κλή­ρω­ση της Football League (που οι περισ­σό­τε­ροι την ξέρου­με ως Β’ Εθνι­κή), όπου παρευ­ρί­σκο­νταν και πολ­λά μικρά παι­διά. Αυτή τη φορά όμως δε συντρέ­χει κανείς λόγος ανα­βο­λής, εφό­σον ο Κοντο­νής έχει πάρει αυτά που θέλει σχε­τι­κά με την ΕΠΟ.

Η διοί­κη­ση του Γκιρ­τζί­κη μετρά­ει αντί­στρο­φα για το τέλος της, και μετά από το θεα­μα­τι­κό άδεια­σμα της UEFA, δεν πρό­κει­ται να ασχο­λη­θεί σοβα­ρά με τις εκλο­γές της Ομο­σπον­δί­ας, την 1η Οκτώ­βρη στα Χανιά, όπου ο Γκιρ­τζί­κης δε θα είναι καν υπο­ψή­φιος. Τα πρό­σω­πα θα αλλά­ξουν, μένει να δού­με αν θα γίνει το ίδιο με τα κόζια. Αλλά το έργο θα είναι ‑για πολ­λο­στή φορά το ίδιο- κι ούτε οι αθε­ρά­πευ­τα ρομα­ντι­κοί δεν ελπί­ζουν σε κάποια ριζι­κή αλλαγή.

Το σκη­νι­κό θυμί­ζει γου­έ­στερν και μονο­μα­χία στο Ελ Πάσο (όχι της Καλ­λι­θέ­ας), με δυο (παλιούς και νέους) κανα­λάρ­χες και τα αφε­ντι­κά των δύο δικε­φά­λων σε στά­ση ανα­μο­νής για να επω­φε­λη­θούν στην ανα­μπου­μπού­λα, σε άλλα επί­πε­δα. Κι η αγω­νι­στι­κή δρά­ση περ­νά­ει μοι­ραία σε δεύ­τε­ρο πλά­νο και δε φαί­νε­ται να απα­σχο­λεί κανέ­ναν ‑ή τέλος πάντων, κάθε χρό­νο, ολο­έ­να και λιγότερους.

Το ελλη­νι­κό πρω­τά­θλη­μα θυμί­ζει εκεί­νη την ιστο­ρία του Γκο­σι­νί από το Μικρό Νικό­λα, όπου η παρέα μαζεύ­ε­ται στην αλά­να για να παί­ξει, χωρί­ζε­ται σε δύο ομά­δες, πλα­κώ­νε­ται με διά­φο­ρες αφορ­μές (από το ποιος θα κάνει το διαι­τη­τή, μέχρι τις θέσεις των παι­κτών) κι όταν όλα είναι έτοι­μα για να αρχί­σουν, συνει­δη­το­ποιούν πως έχουν ξεχά­σει την μπά­λα στο σπί­τι του Αλσέστ (που θα μπο­ρού­σε να είναι ο Μαρι­νά­κης, με τόση όρε­ξη που έχει). Με τη δια­φο­ρά πως στο ελλη­νι­κό (κι όχι μόνο) ποδό­σφαι­ρο, υπάρ­χει βασι­κά οργα­νω­μέ­νο έγκλη­μα κι όχι μια παι­δι­κή “συμ­μο­ρία των εκδι­κη­τών”, όπως λέγε­ται η παρέα του Νικόλα.

Στο αγω­νι­στι­κό κομ­μά­τι (αν έχει καμιά σημα­σία), ο Ολυ­μπια­κός έκα­νε διά­φο­ρες αγο­ρα­πω­λη­σί­ες, όπως κάθε χρό­νο, δυσκο­λεύ­ο­ντας και τους πιο φανα­τι­κούς οπα­δούς του να θυμη­θούν το ρόστερ της ομά­δας. Μες στο καλο­καί­ρι έδει­ξε κάποια ανη­συ­χη­τι­κά σημά­δια, που βάρε­σαν καμπα­νά­κι κιν­δύ­νου, αλλά μπο­ρεί να βγει και φέτος πρω­τα­θλη­τής, με τη δύνα­μη της συνή­θειας και της αδρά­νειας των υπό­λοι­πων μνη­στή­ρων. Οι οποί­οι έκα­ναν τις δικές τους κινή­σεις και φαί­νο­νται ενι­σχυ­μέ­νοι, αλλά πρέ­πει πρώ­τα να απο­δεί­ξουν ότι δεν έχουν ξεχά­σει να κάνουν πρω­τα­θλη­τι­σμό και πως έχουν ενι­σχυ­θεί και σε άλλα επί­πε­δα, για να καλύ­ψουν τα αγω­νι­στι­κά τους μειονεκτήματα.

Όσο για το θέα­μα, αυτό ακο­λου­θεί τη φθί­νου­σα πορεία του άρτου τα τελευ­ταία χρό­νια, κι όσοι νιώ­θουν φίλα­θλοι, ανα­γκά­ζο­νται να το ανα­ζη­τή­σουν στο εξω­τε­ρι­κό και τις διε­θνείς διορ­γα­νώ­σεις. Αλλά υπάρ­χει πάντα ο τζό­γος για να δώσει “ενδια­φέ­ρον” και στον πιο ανια­ρό αγώ­να. Θα έρθει άσος, δύο, χι; Άντερ ή όβερ;

Το βασι­κό πρό­βλη­μα από τη δική μας πλευ­ρά δεν είναι ότι παρα­μέ­νου­με από μικροί (όταν δεν είχα­με ακό­μα αρκε­τά αντι­σώ­μα­τα στη συνεί­δη­σή μας) κολ­λη­μέ­νοι με μια ομά­δα. Αλλά ότι κάποιοι από εμάς δυσκο­λεύ­ο­νται να ξεχω­ρί­σουν την παι­δι­κή καψού­ρα τους για τη φανέ­λα από τους χορη­γούς που τη μολύ­νουν και τα συμ­φέ­ρο­ντα του “πρό­ε­δρα”. Και τη χαρά του αθλη­τι­σμού (έστω κι από την παθη­τι­κή θέση του φιλά­θλου) από τη στοι­χη­μα­τι­κή αρρώ­στια, που κλεί­νει μυα­λά και σπίτια.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο