Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ρεπορτάζ από μια πορεία

poreia_patra_athina

Γρά­φει ο Cogito ergo sum //

Τώρα μπο­ρώ να το παρα­δε­χτώ. Από την πρώ­τη στιγ­μή που το εξήγ­γει­λε ο δήμαρ­χος, με είχα­νε ζώσει τα φίδια. Καλέ, τί είπε ο άνθρω­πος; Για να δια­τρα­νώ­σου­με την συμπα­ρά­στα­σή μας στους ανέρ­γους και για να υπο­γραμ­μί­σου­με την θέλη­σή μας να αγω­νι­στού­με μαζί μ’ αυτούς, να κάνου­με πορεία δια­μαρ­τυ­ρί­ας από την Πάτρα μέχρι την Πλα­τεία Συντάγ­μα­τος! Θέλει και τα λέει αυτά;

Σηκώ­θη­καν οι τρί­χες σ’ όλο μου το κορ­μί. Και ποιός θα έρθει σ’ αυτή την πορεία, δήμαρ­χε; Εκεί­νοι που έχουν μάθει να περ­πα­τά­νε με σκυμ­μέ­νο το κεφά­λι και δεν τολ­μούν να βγουν από το καβού­κι τους; Εκεί­νοι που λένε “πάλι καλά” όταν βρουν κανέ­να voucher ή καμ­μιά τρί­ω­ρη δου­λειά με δυό­μι­συ κατο­στά­ρι­κα μισθό και χωρίς ασφά­λι­ση; “Δική μας δου­λειά είναι να τους αφυ­πνί­σου­με”, επέ­μει­νε ο δήμαρ­χος. Μα θα γελά­ει ο κόσμος μαζί μας αν η πορεία κατα­ντή­σει σε μια χού­φτα ταλαί­πω­ρων που θα σέρ­νο­νται μέχρι να φτά­σουν στην Αθή­να για την τιμή των όπλων. “Και δυο άτο­μα να μεί­νου­με, η πορεία θα γίνει”, έδω­σε τέλος στην κου­βέ­ντα ο δήμαρχος.

Τί να κάνου­με κι εμείς; Υπο­χρε­ω­θή­κα­με να συμ­μορ­φω­θού­με. Ξαμο­λυ­θή­κα­με στις γει­το­νιές, στα καφε­νεία, στους δρό­μους… μιλή­σα­με με άνερ­γους κι εργα­ζό­με­νους… μιλή­σα­με με οιο­νεί άνερ­γους, όπως οι σημε­ρι­νοί φοι­τη­τές… με γονείς που συντη­ρούν άνερ­γα παι­διά… Και αμέ­σως αρχί­σα­με να δοκι­μά­ζου­με την μια ευχά­ρι­στη έκπλη­ξη μετά την άλλη. Δεν ήσαν μόνο τα συχα­ρί­κια για την πρω­το­βου­λία. Κυρί­ως ήσαν οι απα­νω­τές εκδη­λώ­σεις ενδια­φέ­ρο­ντος για συμ­με­το­χή στην πορεία. Κι όσο βλέ­πα­με πως η πρω­το­βου­λία είχε απή­χη­ση, τόσο περισ­σό­τε­ρο παλεύ­α­με για την επι­τυ­χία της. Όμως, κάπου μέσα μου ο σπό­ρος της ανη­συ­χί­ας παρέ­με­νε ζωντα­νός. Άλλο πράγ­μα το να δηλώ­νεις ότι θα πάρεις μέρος στην πορεία κι άλλο το να πάρεις μέρος πραγ­μα­τι­κά. Όσο κι αν τα μηνύ­μα­τα στή­ρι­ξης και συμπα­ρά­στα­σης έφτα­ναν από κάθε γωνιά της Ελλά­δας αλλά και από το εξω­τε­ρι­κό, το σαρά­κι με έτρω­γε. Κι αν…

Μα καθώς οι μέρες περ­νού­σαν, ανα­θαρ­ρού­σα­με όλο και περισ­σό­τε­ρο. Στην πορεία θα έρχο­νταν δια­δη­λω­τές κι από την Ικα­ρία… κι από την Θεσ­σα­λο­νί­κη… κι από την Κεφα­λο­νιά… κι από την Στοκ­χόλ­μη… κι από την Ισπα­νία… κι από… κι από… Κι όλοι οι δήμοι, απ’ όπου ήταν προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νο να περά­σει η πορεία, δήλω­ναν ότι και θα βοη­θή­σουν στην υλο­ποί­η­σή της και θα συμ­με­τέ­χουν, ανε­ξάρ­τη­τα από την πολι­τι­κή τοπο­θέ­τη­ση των δημάρ­χων τους. Ρε, για κοί­τα που είχε δίκιο ο δήμαρ­χος! Τώρα έπρε­πε να το παλέ­ψου­με περισ­σό­τε­ρο. Αυτό που φάντα­ζε στα μάτια μας ως φωνή δια­μαρ­τυ­ρί­ας, έδει­χνε πως μπο­ρού­σε να εξε­λι­χθεί σε σεισμό.

Οι τελευ­ταί­ες ανη­συ­χί­ες μου δια­λύ­θη­καν το βρά­δυ τού Σαβ­βά­του, στην προ­συ­γκέ­ντρω­ση της Πλα­τεί­ας Γεωρ­γί­ου. Όχι πως η πλα­τεία βού­λια­ξε από τον κόσμο αλλά γύρω μου έβλε­πα πρό­σω­πα που δεν είχα ξανα­δεί. Δεν βρι­σκό­μουν ανά­με­σα σε γνω­στούς, στους ίδιους που μαζευό­μα­στε κάθε φορά στα συλ­λα­λη­τή­ρια. Όχι. Εκεί­νο το πλή­θος ήταν κάτι άλλο. Προς απο­γο­ή­τευ­ση πολ­λών, δεν ήταν η “κομ­μα­τι­κή πελα­τεία του δημάρ­χου”, όπως έλε­γαν. Δεν ήταν “μια χού­φτα βαρε­μέ­νοι”. Ήσαν λαϊ­κοί άνθρω­ποι από παντού. Και ήσαν πολλοί.

Η προ­βο­κά­τσια από μέρους της προ­σκεί­με­νης στον ΣυΡι­ζΑ δημο­τι­κής ομά­δας είχε λυσ­σά­ξει. Στην αρχή μας ειρω­νεύ­τη­καν. “Για­τί να πάμε περ­πα­τώ­ντας στην Αθή­να και όχι στις Βρυ­ξέλ­λες;”, είπαν στο δημο­τι­κό συμ­βού­λιο. “Να πάμε”, τους απα­ντή­σα­με, “αλλά εσείς θα πάτε μπρο­στά”. Κώλω­σαν. Τις τελευ­ταί­ες μέρες άλλα­ξαν τρο­πά­ρι. “Ο Πελε­τί­δης θα πάει τους δια­δη­λω­τές στον Περισ­σό”, γρά­ψα­νε οι τοπι­κές εφη­με­ρί­δες. Γελά­σα­με. Δεν αντι­δρά­σα­με. Τους παρα­δώ­σα­με στην χλεύη των συμπο­λι­τών μας.

Ώσπου χτες το πρωί, λίγο πριν τις εννιά, δια­λύ­θη­κε και η τελευ­ταία μου ανη­συ­χία. Εκεί, στην ίδια πλα­τεία, που τώρα βού­λια­ζε από κάθε ηλι­κί­ας πρό­σω­πα γελα­στά κι απο­φα­σι­σμέ­να. Εκεί κι ο κυρ-Αντώ­νης, με την μετα­μο­σχευ­μέ­νη καρ­διά, που ήρθε να περ­πα­τή­σει εκα­τό μέτρα. Εκεί κι ο Βασί­λης, ο Κώστας, ο Αντρέ­ας… να στη­ρί­ζουν τα εβδο­μή­ντα-βάλε χρό­νια τους στα μπα­στού­νια τους και με το σακ­κί­διο στην πλά­τη να δια­λα­λεί πως ήσαν απο­φα­σι­σμέ­νοι να πάνε πολύ μακρύ­τε­ρα απ’ όσο θα νόμι­ζαν πολ­λοί. Εκεί και το Μαρά­κι, με το λευ­κό μπα­στού­νι των τυφλών… και δυο νέα παι­διά σε ανα­πη­ρι­κά αμα­ξί­δια… και πιο πέρα μια κοπέλ­λα με δεκα­νί­κια… Εκεί και νεο­λαία, πολ­λή νεο­λαία. Εκεί όλοι.

Κι όταν στις εννιά ακρι­βώς δόθη­κε το σύν­θη­μα να ξεκι­νή­σου­με, κοί­τα­ζα γύρω κι έτρι­βα τα μάτια μου. Καθώς το ποτά­μι ξεχυ­νό­ταν και προ­χω­ρού­σε, πίσω του η πλα­τεία έδει­χνε να το τρο­φο­δο­τεί αστεί­ρευ­τα. Την ώρα που έμπαι­να κι εγώ στο πλή­θος, το κεφά­λι της πορεί­ας είχε χαθεί στο βάθος. Πίσω μου άρχι­σαν το βιο­λί τους η ντου­ντού­κα και τα συν­θή­μα­τα. “Οι κνί­τες”, σκέ­φτη­κα και γύρι­σα να δω.  Ναι, αυτοί ήσαν. Μόνο που τού­τοι ήσαν πολύ λίγοι, σε σχέ­ση με την νεο­λαία που είχα δει λίγο πρω­τύ­τε­ρα στην πλα­τεία. Οι υπό­λοι­ποι; Νάτοι! Μπρο­στά. Δηλα­δή; Τι δηλα­δή, αγό­ρι μου; Για­τί πίστε­ψες πως όλοι οι νέοι που είδες ήσαν κνί­τες; Τόσες βδο­μά­δες δου­λειά και δεν πίστε­ψες πως τού­τη η προ­σπά­θεια είχε την δυνα­μι­κή να κινη­το­ποι­ή­σει τον κόσμο; Να βγά­λει τους σκυμ­μέ­νους από το καβού­κι τους, όπως έλε­γε ο δήμαρχος;

“Τι πορεία είναι αυτή;” ρώτη­σε μια για­γιά, που έστε­κε παρα­ξε­νε­μέ­νη στην γωνία. “Για την ανερ­γία”, της απά­ντη­σα, “αυτή που θα φτά­σει μέχρι την Αθή­να σε μια βδο­μά­δα”. Κού­νη­σε το κεφά­λι. “Αχ, να μη με κρα­τά­νε τα πόδια μου”, έκα­νε. “Θα ερχό­σουν;” ρώτη­σα χαμο­γε­λώ­ντας. Το βλέμ­μα της σκο­τεί­νια­σε. “Έτσι που μας κάνα­νε, στην άκρη του κόσμου θα πήγαι­να”, είπε με πείσμα…

Χαζεύω. Το πανώ που βρί­σκε­ται στην κεφα­λή της πορεί­ας έχει χαθεί στο βάθος. Έχει περά­σει την οδό Καρό­λου κι εμείς βρι­σκό­μα­στε ακό­μη στην Κολο­κο­τρώ­νη. Όσο αραιά κι αν περ­πα­τά­με, μπρο­στά μου βρί­σκο­νται σίγου­ρα πάνω από τέσ­σε­ρις χιλιά­δες άνθρω­ποι και πίσω μου έρχε­ται και η ΚΝΕ. Βλέ­πω έναν παπ­πού να στα­μα­τά­ει. “Το πνεύ­μα πρό­θυ­μον αλλά η σαρξ ασθε­νής” του λέω χαμο­γε­λώ­ντας. Με κοι­τά­ει σοβα­ρά. “Ήθε­λα να φτά­σω μέχρι τα διό­δια αλλά δεν μπο­ρώ”, μου απα­ντά­ει στε­νο­χω­ρη­μέ­νος, σφίγ­γο­ντας το μπα­στού­νι του. “Έχω κλει­σμέ­να τα ενε­νή­ντα”. Το βλέμ­μα του φωτί­ζε­ται ανα­πά­ντε­χα καθώς σηκώ­νει το χέρι και δεί­χνει στο βάθος. “Αλλά μπρο­στά πάνε οι εγγό­νες μου”. Του σφίγ­γω το χέρι.

Παρα­κά­τω άρχι­σαν οι πρώ­τες απο­χω­ρή­σεις. Οι ανά­πη­ροι, οι ηλι­κιω­μέ­νοι, οι γονείς με τα παι­διά… Ε, και; Για κάθε έναν που απο­χω­ρού­σε επει­δή τον εγκα­τέ­λει­παν οι δυνά­μεις του, και­νούρ­γιοι δια­δη­λω­τές έμπαι­ναν στην πορεία. Στο Πανε­πι­στή­μιο του Ρίου προ­στέ­θη­καν δεκά­δες φοι­τη­τών… στον Αη-Βασί­λη μπή­καν κάτοι­κοι της περιο­χής και μαζί τους ‑έκπλη­ξη- ο επί­σκο­πος Πατρών… και στα Αρα­χω­βί­τι­κα το ίδιο… και πιο πέρα…

Μόλις η πορεία πέρα­σε το μέσο της από­στα­σης από το Αίγιο, όλοι σκε­φτή­κα­με το ίδιο πράγ­μα: θα τα κατα­φέ­ρου­με! Έσπρω­χνε ο ένας τον άλλο δίχως να το κατα­λα­βαί­νου­με. Κι όλους μαζί μάς έσπρω­χναν εκεί­νοι που έμπαι­ναν στην πορεία από τον Λόγ­γο, από τις Καμά­ρες, από τα Σελια­νί­τι­κα… Πώς να λιπο­ψυ­χή­σεις; Κι όταν βλέ­πεις πως έρχο­νται να σε προ­ϋ­πα­ντή­σουν και να ενω­θούν μαζί σου δια­δη­λω­τές από το Αίγιο και τα γύρω χωριά, η κού­ρα­ση εξα­φα­νί­ζε­ται και στις 8 το βρά­δυ μπαί­νεις στην πόλη ως θριαμ­βευ­τής. Και προς μεγά­λη έκπλη­ξή σου, έχεις κου­ρά­γιο και δύνα­μη να συμ­με­τέ­χεις στην πανη­γυ­ρι­κή εκδή­λω­ση που ετοί­μα­σε ο δήμος στην Πλα­τεία Αγί­ας Λαύρας…

Τώρα ξέρεις. Όσο κι αν εσύ δεν έχεις πια τις δυνά­μεις να πας μέχρι το τέλος, το ποτά­μι θα συνε­χί­σει την πορεία του. Κι όταν το από­γευ­μα της Κυρια­κής θα εκβά­λει την ορμή του στο Σύνταγ­μα, θα είσαι κι εσύ εκεί. Όχι επει­δή κατά­λα­βες ότι μπο­ρείς αλλά για να κάνεις κάποιους να ανη­συ­χή­σουν βλέ­πο­ντας ότι τώρα ξέρεις ότι μπορείς.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο