Γράφει ο Παναγιώτης Μανιάτης //
Με τον Δημήτρη γνωριζόμαστε απ’ τα φοιτητικά χρόνια. Τότε που έβγαζε ποιητικούς λόγους σε συνελεύσεις και συντονιστικά. Την υπέροχη εκείνη εποχή του Φοιτητικού Κινήματος.
Στην είδηση ότι έβγαλε βιβλίο χάρηκα. Όσο τον θυμάμαι, γιατί έχουν χωρίσει οι δρόμοι μας, ήταν ένας χαρισματικός άνθρωπος που μπορούσε να γοητεύσει μάζες, έχοντας την ικανότητα αυτή και στο γραπτό του λόγο. Ίσως παραήταν λογοτεχνικός στην πολιτική του δράση αλλά αυτό είναι κάτι που δε με ενοχλεί. Από την άλλη η πραγματικότητα είναι σκληρή γι’ αυτό και αρκετές φορές απαιτεί πιο καίρια πράγματα.
Είμαι σίγουρος ότι το επόμενο διάστημα θα γραφτούν αρκετά. Κυρίως από συντρόφους του. Άλλα σωστά και άλλα λάθος. Το ίδιο ισχύει και για τους μετωπικούς του συνοδοιπόρους. Όταν ένα μέλος πολιτικού φορέα κυκλοφορεί μια δουλειά, η απόσταση ανάμεσα στο «καλό λένε ότι είναι» μέχρι το «μαλακία ήταν» μηδενίζεται. Δείγμα του ότι πολλοί παρασύρονται αστόχαστα από τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Γι’ αυτό η κριτική πρέπει να δείχνει δρόμους.
Διαβάζοντας το βιβλίο κράτησα τα εξής: ο Δημήτρης έχει διαβάσει αρκετά. Αυτό φαίνεται όπως φαίνονται και οι επιρροές του. Έχει καλή γραφή, ειδικά για πρώτο βιβλίο, γι’ αυτό πρέπει να συνεχίσει. Μένει πιστός στο σημείο της προγραμματικής διακήρυξης του ΝΑΡ περί σύγχρονου υιοθετώντας μοντέρνα μορφή. Το ζήτημα όμως είναι και τι περιεχόμενο δίνεις στη μορφή αυτή. Και η αλήθεια είναι ότι περίμενα ένα κινηματικό περιεχόμενο αντίστοιχο με τις ανάγκες του καιρού μας. Που μπορεί να δοθεί από ανθρώπους που ζυμώνονται στο δρόμο και κατέχουν τη λογοτεχνική τέχνη. Και ο Δημήτρης μπορεί να το κάνει αυτό και πρέπει να το κάνει. Καταλαβαίνω ότι θέλει να ξορκίσει τη μοίρα του θα πρέπει όμως να παίξει και το ρόλο του. Υπάρχουν άλλωστε τόσα όμορφα πράγματα που δεν έχουν ειπωθεί.
Σε λίγες μέρες κλείνουν δέκα χρόνια απ’ τον θρυλικό Μαηιούνη. Χρονική περίοδος που η Ζωή υψώθηκε σε Τέχνη. Τα υποκείμενα και οι αγώνες τους, με τα όποια λάθη, πέρασαν στην Ιστορία. Και όπως τότε κλείναμε τις συνελεύσεις με λόγια ποιητών, έτσι θα κλείσω τώρα, με ένα απόσπασμα απ’ το βιβλίο του συγγραφέα που αποτυπώνει το πνεύμα του:
Μια τέτοια υπόθεση θέλω να βρω κι εγώ. Να γυρέψω δρόμους που δεν έχουν ακόμα περπατηθεί. Κι από κει να ψάξω να βρω που στρίψαμε λάθος – εγώ, εσύ και τόσοι άλλοι. Να σκεφτώ σαν να ‘ναι τα πάντα αναστρέψιμα, σαν να μπορούν να ξεκινήσουν όλα και πάλι απ’ την αρχή.
Μα αν δεν τα καταφέρω και χαθώ, δεν θέλω να πιστέψεις ποτέ πως δεν έψαξα, πως είπα ψέματα.
Γιατί τίποτα τόσο ισχυρό δεν είναι ψεύτικο.
Το πρωινό της 21ης Σεπτεμβρίου έμοιαζε αρχικά συνηθισμένο. Το προηγούμενο βράδυ ο Χ. είχε μεθύσει, είχε τσακωθεί με την Κλαίρη και δεν έφυγε από το μπαρ «Το Τρένο» προτού αυτό κλείσει. Τετριμμένα στιγμιότυπα μιας ζωής σε μετάβαση. Της ζωής του.
Για αρκετή ώρα αφότου ξύπνησε, παρέμεινε ξαπλωμένος, προσπαθώντας να θυμηθεί πώς γύρισε στο σπίτι μετά απ’ όσα έγιναν – δίχως όμως να τα καταφέρει.
Αυτό, βέβαια, αποδείχθηκε το μικρότερο απ’ τα προβλήματά του. Πολύ σύντομα αντιλήφθηκε ότι το δωμάτιο όπου βρισκόταν δεν ήταν το δικό του, ούτε κάποιο δωμάτιο απ’ το οποίο θυμόταν έστω και κάτι. Το χρώμα των τοίχων, τα αντικείμενα, η διαρρύθμιση του χώρου, όλα τού φαίνονταν απολύτως άγνωστα.
Πριν προλάβει να βρει μια εξήγηση γι’ αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση, κάποιος έξω απ’ το δωμάτιο άναψε το φως.
Ο Χ. σηκώθηκε και μετά από λίγο προχώρησε προς την κλειστή πόρτα για να καταλάβει τι συνέβαινε. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι έπιασε το πόμολο. Έκλεισε τα μάτια, το γύρισε και τότε διαπίστωσε ότι τα πράγματα ήταν πολύ πιο σοβαρά.
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Δημήτρης Γράψας γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1984 στην Αθήνα, όπου και κατοικεί. Είναι φυσικός, απόφοιτος του τμήματος Φυσικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Η καταγωγή του είναι από τη Λευκάδα. Εκεί έγραψε το μεγαλύτερο μέρος από τη Λευκή κουρτίνα, που είναι το πρώτο του βιβλίο.