Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σοφοκλής ‑8 «υπό το μηδέν» — Μια παράσταση για τους αντάρτες του ΔΣΕ

Σοφο­κλής  ‑8 «υπό το μηδέν»
(σελί­δα ημερολογίου)
ή
παρά­στα­ση αρχαί­ας ελλη­νι­κής τρα­γω­δί­ας στο ύψω­μα 2026

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Του Γιαν­νί­δη του ’χαν δώσει άλο­γο, αλλά δεν το ’θελε. Δοκί­μα­σε κι ένα μου­λά­ρι, κάπως δύστρο­πο. Και κατα­λή­ξα­με σ’ ένα καλο­θρεμ­μέ­νο γάϊδαρο.

Μπρο­στά πηγαί­νει ο γάϊ­δα­ρος. Φορ­τω­μέ­νος κάτι κου­βέρ­τες – οι αυλαί­ες μας – μερι­κά «παλού­κια» και ένα – δυο πανώ τα «σκη­νι­κά μας». Ο Γιαν­νί­δης, κου­κου­λω­μέ­νος με τη χλαί­νη του, το δίκω­χο με κατε­βα­σμέ­να «τ’ αυτιά», και τα χέρια χωμέ­να στις τσέ­πες, ως τον αγκώ­να, «επί κεφα­λής» του Καλ­λι­τε­χνι­κού Συγκροτήματος.

Πηγαί­νου­με στο ύψω­μα 2026. Παγω­νιά: 8 βαθ­μοί κάτω από το μηδέν. Ανε­βαί­νου­με συνέ­χεια. Πάνω μας μαύ­ρα μου­ντά σύννεφα.

- Προ­σέξ­τε, θα βρέ­ξει, λέει ο Γιαννίδης.

Και πραγ­μα­τι­κά βρέ­χει. Δεν κατε­βαί­νει η βρο­χή σε μας, αλλά εμείς ανε­βαί­νου­με στη βρο­χή. Τα κεφά­λια μας χώνο­νται μέσα στα σύν­νε­φα και γινό­μα­στε μούσκεμα.

- «Τρυ­πά­με τα σύν­νε­φα! Τώρα θα βγού­με στον ήλιο»! λέει ο Γιαννίδης.

Και βγή­κα­με στον ήλιο. Ένας ήλιος λαμπε­ρός, παγω­μέ­νος. Σπά­ει κόκκαλα.

Αργή­σα­με, όμως, και οι θεα­τές μάς περι­μέ­νουν. Όλη η παγω­μέ­νη πλα­γιά του βου­νού, γεμά­τη αντάρ­τες. Πάνω από δυο χιλιά­δες. Καθι­σμέ­νοι αμφι­θε­α­τρι­κά στα βρά­χια. Με τις χλαί­νες τους, κουκουλωμένοι.

Ο Γιαν­νί­δης χορο­πη­δά­ει για να ζεστα­θεί και…τού’ ρχε­ται μια έμπνευση.

- Θα παί­ξω τραγωδία.

Τον κοι­τά­με σαν χαζοί. Τι του’ ρθε; Η τρα­γω­δία δεν είναι στο «πρό­γραμ­μα». Τι θα παί­ξει; Πώς θα παί­ξει; Σε ποιους θα παίξει;

- Θα δοκι­μά­σω το Σοφο­κλή, λέει. Να δω αν αντέχει.

Οι αντάρ­τες τρα­γου­δά­νε, για να μας ζεστάνουνε.

Τουρ­του­ρί­ζου­με. Η λέξη δεν λέει τίπο­τα. Έχουν παγώ­σει οι μασέ­λες μας και είναι αδύ­να­το να τις κου­νή­σου­με. Σε κάθε κίνη­ση, θαρ­ρείς πως θα μεί­νουν εκεί – κόκ­κα­λο. Ο Γιαν­νί­δης λέει, να δώσου­με μερι­κά σκα­μπί­λια ο ένας στον άλλο να ζεστα­θού­με και, πριν αρχί­σου­με την παρά­στα­ση, ν΄ανακατευθούμε με τους αντάρ­τες να τρα­γου­δή­σου­με. Πρέ­πει να τους μάθου­με κι ένα και­νούρ­γιο τρα­γού­δι. Σκορ­πά­με εδώ κι εκεί, όσο να ετοι­μά­σει ο Αντώ­νης το Σοφο­κλή για την μεγα­λύ­τε­ρη δοκι­μα­σία της αιώ­νιας καριέ­ρας του.

Η ατμό­σφαι­ρα ζεσταί­νε­ται. Τα παγά­κια που είχε πιά­σει η μύτη μας, λύω­νουν. Αν δεν είμα­στε ξυρι­σμέ­νοι, δεν θα πάγω­νε το μού­τρο μας έτσι!

Η παρά­στα­ση αρχί­ζει. Τρα­γού­δια, τα «σκα­τά­κια», και σε λίγο ο Γιαν­νί­δης. Μιλά­ει πρώ­τα για το αρχαίο θέατρο.

Σε δυο χιλιά­δες υψό­με­τρο, με 8 βαθ­μούς υπό το μηδέν, μιλά­ει για τον Ευρι­πί­δη, για τον Σοφο­κλή ανα­λύ­ει την «Ηλέ­κτρα» το ρόλο του Παι­δα­γω­γού. Ησυ­χία. Τα δόντια του Γιαν­νί­δη χτυ­πά­νε. Δίνει μερι­κά σκα­μπί­λια στο μού­τρο του και ζητά­ει συγ­γνώ­μη προ­κα­ταρ­κτι­κά, για την ανα­γκα­στι­κά «κακή άρθρω­ση», λόγω ψύχους, και αρχίζει.

Νέκρα. Δεν ακού­γο­νται ούτε οι ανά­σες. Μόνο ο αχνός από τα στό­μα­τα, από τα σώμα­τα, ανε­βαί­νει ψηλά και δια­λύ­ε­ται στον παγω­μέ­νο ήλιο. Ο Αντώ­νης μας ζεσταί­νε­ται. Η άρθρω­ση σιγά – σιγά στρώ­νει. Δεν έχει πρό­βλη­μα. Λέει – τον παι­δα­γω­γό! Ο Ορέ­στης μάχε­ται! Πολε­μά­ει με ένα εχθρό! Τα άλο­γά του τρέ­χουν. Το άρμα του προ­πο­ρεύ­ε­ται! Θα νική­σει! Νικά­ει! Μα, να…εκεί…σε κάποια στροφή…κάποιος κάνει λάθος…Όλα μπερ­δεύ­ο­νται, άλο­γα, άρμα­τα, άξο­νες, ρόδες, σώματα.…Τον Ορέ­στη το σέρ­νουν τ’ άλο­γα, το χτυ­πά­νε στα βράχια…

Τέλειω­σε. Υπο­κλί­νε­ται. Με σεβα­σμό. Σα να ‘ ναι…Πού σαν να’ ναι; Πού θα ξανα­βρείς τέτοιο θέα­τρο, τέτοιο χώρο, τέτοιους θεατές;

Ησυ­χία. Δεν κου­νιέ­ται κανείς. Η «αυλαία’ κλεί­νει. Περ­νά­νε μερι­κά δευ­τε­ρό­λε­πτα, είκοσι…τριάντα…κοντεύει λεπτό. Και ξαφ­νι­κά, το βου­νό αντη­χά­ει από τα χει­ρο­κρο­τή­μα­τα και τις ζητωκραυγές.

Ο Γιαν­νί­δης παρα­με­ρί­ζει τις κου­βέρ­τες, βγαί­νει να υπο­κλι­θεί ξανά. Γέρ­νει το κεφά­λι του μπρο­στά, και μένει ακί­νη­τος για πολ­λή ώρα.

- Βλέ­πεις, λέει σε λίγο, όλες οι εικό­νες από τον «Παι­δα­γω­γό», τους είναι γνω­στές. Ποιος θα κατα­λά­βει τον παι­δα­γω­γό καλύ­τε­ρα από αυτούς τους ανθρώ­πους που αγω­νί­ζο­νται συνέ­χεια για τη δική τους νίκη, που σε κάποια στρο­φή τα άλο­γα τούς τρα­βά­νε και τους κοπα­νά­νε στα βρά­χια; Μπρά­βο σου Σοφο­κλή! Άντεξες!

Μια αντάρ­τισ­σα του προ­σφέ­ρει ανθο­δέ­σμη: τσάϊ του βου­νού και λουμίνια!

dimitris_ravanis_rentisΔημή­τρης  Ραβά­νης — Ρεντής 

Το  Ημε­ρο­λό­γιο της προ­σφυ­γιάς ενός αντάρτη 

Εκδό­σεις Ηριδανός 

Αθή­να 1981.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο