Γράφει ο Νίκος Μόττας //
Οι τρέχουσες εξελίξεις με φόντο τους οξυμένους ενδοιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς στην Συρία είναι περισσότερο ανησυχητικές από ποτέ. Ο κίνδυνος ενός γενικευμένου πολέμου, που θα βάλει κυριολεκτικά φωτιά στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, είναι ορατός. Βρίσκεται στην «πόρτα μας».
Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση, προβάλλονται από αστικά επιτελεία και μέσα ενημέρωσης διάφορα παραπλανητικά ιδεολογήματα που σκοπό έχουν να οδηγήσουν τους εργαζόμενους να «στοιχηθούν» πίσω από τη μια, ή την άλλη πλευρά. Να διαλέξουν δηλαδή ποιά ιμπεριαλιστική δύναμη- η μπλοκ δυνάμεων- θα στηρίξουν. Να επιλέξουν κάτω από ποια ξένη- προς τα συμφέροντα τους- σημαία θα συνταχθούν.
Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με την «πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική» της, έχει καταστήσει τη χώρα έναν ευέλικτο γεωπολιτικό «μεντεσέ» και «βαποράκι» των σχεδίων ΗΠΑ-ΝΑΤΟ στην περιοχή. Ο πρέσβης των ΗΠΑ Τζ. Πάϊατ- ως σύγχρονος Πιουριφόϊ- μπαινοβγαίνει στα υπουργεία με άνεση «ανθύπατου», υπερθεματίζοντας σε δηλώσεις του την καθοριστική υποστήριξη της ελληνικής κυβέρνησης για την επίτευξη των Αμερικανονατοϊκών σχεδίων.
Με ευθύνη της συγκυβέρνησης Τσιπρα-Καμμένου – και την συνενοχή των υπόλοιπων αστικών κομμάτων- η Ελλάδα μετατρέπεται σε σημαιοφόρος των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην περιοχή, την στιγμή που νέες στρατιωτικές βάσεις ετοιμάζονται και οι υπάρχουσες αναβαθμίζονται. Χρησιμοποιώντας το κάλπικο και παραπλανητικό επιχείρημα περί δήθεν ενίσχυσης της άμυνας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, εμπλέκουν τη χώρα και το λαό μας ολοένα και βαθύτερα στους εγκληματικούς ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς των αμερικανονατοϊκών δυνάμεων στην Συρία.
Τις τελευταίες ημέρες ακούγονται και άλλες θεωρίες, οι οποίες επιχειρούν να παρουσιάσουν την άλλη πλευρά, τη Ρωσία και τους συμμάχους της, ως δυνάμεις που- τάχα- προασπίζονται «δίκαια συμφέροντα» απέναντι στους αμερικανονατοϊκούς. Επιχειρούν, με λίγα λόγια, να παρουσιάσουν την αντίπαλη ιμπεριαλιστική δύναμη, εν προκειμένω τη Ρωσία του Βλ. Πούτιν, ως τη «δημοκρατική δύναμη» που ορθώνει το ανάστημα της προκειμένου να προστατεύσει τα δίκαια του συριακού λαού απέναντι στην επιθετικότητα της «αυτοκρατορίας» ΗΠΑ-ΝΑΤΟ. Δε διστάζουν, μάλιστα, να χαρακτηρίσουν ως θετική συμβολή στην αντιιμπεριαλιστική πάλη την στάση της ρωσικής κυβέρνησης η οποία υπερασπίζεται μια νόμιμη κυβέρνηση (Άσαντ). Πρόκειται για επιχείρημα το οποίο, δυστυχώς, προβάλλεται και σήμερα από κομμουνιστικές δυνάμεις, οι οποίες ερμηνεύουν τις εξελίξεις- και το ίδιο το περιεχόμενο του ιμπεριαλιστικού πολέμου- με αταξικά κριτήρια.
Η Ρωσία δεν είναι «αντιμπεριαλιστική δύναμη». Μια καπιταλιστική χώρα όπως η Ρωσία, στην οποία κυριαρχούν οι μονοπωλιακοί όμιλοι, είναι αδύνατο να χαρακτηρίζεται «αντιιμπεριαλιστική δύναμη». Η σφοδρή διαπάλη της ρωσικής κυβέρνησης απέναντι σε ΗΠΑ-ΝΑΤΟ δε διεξάγεται για τα συμφέροντα του ρωσικού λαού, αλλά για τα συμφέροντα της ρωσικής αστικής τάξης, η οποία κατέχει τα μέσα παραγωγής και την εξουσία στη χώρα.
Όπως και οι παρεμβάσεις ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ (και των περιφερειακών συμμάχων τους), έτσι και η παρέμβαση της Ρωσίας στην Συρία στοχεύει στην υπεράσπιση ισχυρών γεωστρατηγικών και επιχειρηματικών συμφερόντων (πρόσβαση στη Μεσόγειο, συμφωνίες δισεκατομμυρίων, έλεγχος δρόμων μεταφοράς ενέργειας και αγαθών, κλπ). Στο πλαίσιο αυτό και με φόντο το μοίρασμα της «πίτας» ανάμεσα σε τεράστιους μονοπωλιακούς ομίλους, η Ρωσία υπερασπίζεται την αστική κυβέρνηση του Μπασάρ Αλ-Άσαντ.
Οι θεωρίες περί ενός «πολυπολικού κόσμου», όπου δίπλα στον αμερικανικό πόλο θα υπάρχουν και άλλοι (ρωσικός, ευρωπαϊκός, κινεζικός κλπ.) οδηγώντας έτσι- τάχα- στον «εκδημοκρατισμό» των διεθνών σχέσεων, καλλιεργούν επικίνδυνες αυταπάτες. Επιπλέον, παραγνωρίζουν τα βασικά χαρακτηριστικά του ιμπεριαλισμού, του καπιταλισμού στο μονοπωλιακό του στάδιο, εγκλωβίζοντας έτσι λαϊκές μάζες κάτω από την σημαία του ενός, ή του άλλου, ιμπεριαλιστή.
«Η εργατική τάξη», υπογράμμιζε ο Λένιν, «εάν είναι συνειδητή, δεν μπορεί να στηρίξει καμιά ομάδα ιμπεριαλιστικών αρπακτικών» (1). Τοποθετούσε δε το ζήτημα της στάσης του εργατικού κινήματος απέναντι στους ιμπεριαλιστές με το εξής χαρακτηριστικό παράδειγμα:
«Η πρώτη από τις κυρίαρχες χώρες κατέχει, ας υποθέσουμε, τα 3/4 της Αφρικής, ενώ η δεύτερη το 1/4. Το αντικειμενικό περιεχόμενο του πολέμου τους είναι το ξαναμοίρασμα της Αφρικής. Ποιας πλευράς την επιτυχία πρέπει να ευχόμαστε; Το πρόβλημα, όπως έμπαινε προηγούμενα, αποτελεί παραλογισμό, γιατί δεν ισχύουν σήμερα τα παλιά κριτήρια εκτίμησης: Δεν έχουμε ούτε μια πολύχρονη ανάπτυξη ενός αστικού απελευθερωτικού κινήματος, ούτε το πολύχρονο προτσές της κατάρρευσης της φεουδαρχίας. Δεν είναι δουλειά της σύγχρονης δημοκρατίας ούτε να βοηθήσει την πρώτη χώρα να κατοχυρώσει το «δικαίωμά» της στα 3/4 της Αφρικής, ούτε να βοηθήσει τη δεύτερη (έστω κι αν αυτή έχει αναπτυχθεί οικονομικά πιο γρήγορα από την πρώτη) να αποσπάσει αυτά τα 3/4.
Η σύγχρονη δημοκρατία θα παραμείνει πιστή στον εαυτό της μόνο στην περίπτωση που δε θα προσχωρήσει σε καμία ιμπεριαλιστική αστική τάξη, στην περίπτωση που θα πει ότι «και οι δυο τους είναι η μια χειρότερη από την άλλη», στην περίπτωση που σε κάθε χώρα θα εύχεται την αποτυχία της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης. Κάθε άλλη λύση θα είναι στην πράξη εθνικοφιλελεύθερη και δε θα έχει τίποτε το κοινό με τον αληθινό διεθνισμό.[…] Στην πραγματικότητα, όμως, σήμερα είναι αναμφισβήτητο ότι η σύγχρονη δημοκρατία δεν μπορεί να σέρνεται στην ουρά της αντιδραστικής, ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης –αδιάφορο τι “χρώμα” θα έχει αυτή η αστική τάξη…» (2).
Το εργατικό κίνημα μπορεί και οφείλει να αξιοποιεί τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, έχοντας καθαρή τη λενινιστική υποθήκη ότι ακλόνητος στρατηγικός προσανατολισμός της εργατικής τάξης και της επαναστατικής της πρωτοπορίας, του Κομμουνιστικού Κόμματος, πρέπει να είναι η ανατροπή της ντόπιας αστικής τάξης, τόσο σε περίοδο ιμπεριαλιστικού πολέμου, όσο και σε περίοδο ιμπεριαλιστικής ειρήνης.
Οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να μπουν κάτω από ξένες σημαίες, της όποιας αστικής τάξης, χύνοντας το αίμα τους για τα συμφέροντα αυτών που με των λαών το αίμα τη γη ξαναμοιράζουν. Αντίθετα, πρέπει να κρατήσει ψηλά την σημαία της εργατικής τάξης και της επαναστατικής της πρωτοπορίας, την σημαία του Κομμουνιστικού Κόμματος, διεξάγοντας ασίγαστο αγώνα ενάντια στο σάπιο εκμεταλλευτικό σύστημα που γεννά τους πολέμους, τη φτώχεια, τη δυστυχία, την προσφυγιά.
Επίκαιρα όσο ποτέ είναι τα λόγια του Λένιν, έναν σχεδόν αιώνα μετά: «Μόνο η προλεταριακή, η κομμουνιστική επανάσταση μπορεί να βγάλει την ανθρωπότητα από το αδιέξοδο που δημιούργησε ο ιμπεριαλισμός και οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι. Όποιες κι αν είναι οι δυσκολίες της επανάστασης και οι πιθανές προσωρινές αποτυχίες της, ή τα κύματα της αντεπανάστασης, η τελική νίκη του προλεταριάτου είναι αναπόφευκτη» (3).
- Β. Ι. Λένιν: «Άπαντα», τ. 32, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981, σελ. 335.
- Β. Ι. Λένιν: «Κάτω από ξένη σημαία», «Άπαντα», τ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 140, 141, 146.
- Β. Ι. Λένιν: «Πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσίας (μπ)», «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 38, σελ. 421.
__________________________________________________________________________________________________
Νίκος Μόττας Γεννήθηκε το 1984 στη Θεσσαλονίκη. Είναι υποψήφιος διδάκτορας (Phd) Πολιτικής Επιστήμης, Διεθνών Σχέσεων και Ιστορίας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες από το Πανεπιστήμιο Westminster του Λονδίνου και είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών τίτλων (Master of Arts) στις διπλωματικές σπουδές (Παρίσι) και στις διεθνείς διπλωματικές σχέσεις (Πανεπιστήμιο Τελ Αβίβ). Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε ελληνόφωνα και ξενόγλωσσα μέσα.