
Πορφυρογέννητος, ‑η, ‑ο (Ερμηνεία, ετυμολογία)
πορφυρογέννητος, ‑η, ‑ο < μεσαιωνική ελληνική πορφυρογέννητος < αρχαία ελληνική πορφύρα + γεννάω / γεννῶ. Αυτοκρατορικό προσωνύμιο που δηλώνει αυτόν…
πορφυρογέννητος, ‑η, ‑ο < μεσαιωνική ελληνική πορφυρογέννητος < αρχαία ελληνική πορφύρα + γεννάω / γεννῶ. Αυτοκρατορικό προσωνύμιο που δηλώνει αυτόν…