Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Θεοφάνης Παναγιωτόπουλος: «Ζωές σε συρματόπλεγμα»

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Η μετα­νά­στευ­ση, τα σύνο­ρα και τα συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα που δεν μπο­ρούν να εμπο­δί­ζουν τη φυγή προς μία καλύ­τε­ρη ζωή, οι θυσί­ες μας ως απλών ανθρώ­πων κι εργα­ζο­μέ­νων, ο αγώ­νας για το μερο­κά­μα­το, ο ιδρώ­τας που ξοδεύ­ου­με για την καθη­με­ρι­νή επι­βί­ω­ση, αυτά είναι κάποια από τα θέμα­τα των ποι­η­μά­των του Θεο­φά­νη Πανα­γιω­τό­που­λου που δημο­σιεύ­ου­με σήμερα.

Η γλώσ­σα του δημιουρ­γού, απλή, ξεκά­θα­ρη, χωρίς περιτ­τά στο­λί­δια, χωρίς να φλυα­ρεί, ακρι­βώς δηλα­δή η ποί­η­ση που μας αρέ­σει, σηκώ­νει φωνή απέ­να­ντι σε μια ζωή που παρα­δέρ­νει μέσα σε κάθε λογής συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα, γνω­ρί­ζο­ντας με βεβαιό­τη­τα πως οι κατα­στά­σεις μπο­ρούν να αλλά­ξουν και πως θα αλλάξουν.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ζωές σε συρματόπλεγμα

Ημέ­ρες βομβαρδισμένες

καπνός χορεύ­ει και σκορπίζει

σ όλη την ατμόσφαιρα

το πόλε­μο

ερεί­πια θάνα­τος θρήνος

γει­το­νιές σακατεμένες

σκο­τει­νές

γει­το­νιές νεκρών

έφυ­γαν οι ένοικοι

οι νοι­κο­κυ­ραί­οι

πλη­σί­α­σαν ‚εγκα­τα­στά­θη­καν

δίχως ερώ­τη­ση

του θανά­του οι κόρες

μέσα στα στε­νά γκρε­μι­σμέ­νοι τοίχοι

αυλές άδειες

σημαί­ες μαύ­ρες με αρα­βι­κά γράμ­μα­τα ‚κυμα­τί­ζουν

μόνο κάτι ποδη­λα­τά­κια κόκ­κι­να πρά­σι­να κίτρινα

έμει­ναν να θυμί­ζουν το πέρα­σμα ζωής

γλι­στρούν οι κυνη­γη­μέ­νοι σε θάλασ­σες, πλοία, τρένα

παντού διωγ­μός

από την πατρί­δα τους

μέχρι τις άλλες πατρίδες

έφτα­σαν με τα μωρά τους στις αγκαλιές

με μεγά­λες μάλ­λι­νες κουβέρτες

να κρέ­μο­νται από τα σακί­δια και τα βαλι­τσά­κια τους

γυναί­κες με ξέπλε­κα μαλ­λιά και πολύ­χρω­μες μαντίλες

άντρες, γυναί­κες, παιδιά

με ένα άδειο βλέμμα

χωρίς καμία ελπίδα

ατε­νί­ζουν τα σύνορα

τα γεμά­τα συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα — σαν ικα­νά αυτά -

να στα­μα­τή­σουν τις προσπάθειες

τη θέλη­ση τους για ένα καλύ­τε­ρο αύριο

 

Μαντρω­μέ­νος δεν ζει ο άνθρω­πος, ο άνθρωπος!

Όνει­ρα τα συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα, δεν σταματούν.

Ότι δεν δώσα­με, αυτό χρειαζόταν

και ότι δώσα­με, περίσσευε.

Όσο υπάρ­χει

το χρή­μα

κανέ­να μεροκάματο

δεν είναι τίμιο

κοστο­λο­γούν

τα χέρια σου

την υπο­μο­νή σου

τον ιδρώ­τα σου

 

Όσο υπάρ­χει

το χρή­μα

κανέ­να μεροκάματο 

δεν είναι τίμιο 

κοστο­λο­γούν

τα χέρια σου 

την υπο­μο­νή σου 

τον ιδρώ­τα σου

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο