Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Θύελλα» (Μένη Παπαηλιού), η πρωταντάρτισσα της Ρούμελης (Άγνωστη μαρτυρία και φωτογραφίες)

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Ανά­με­σα στις χιλιά­δες γυναί­κες και άντρες που υπη­ρέ­τη­σαν υψη­λά ιδα­νι­κά και πολέ­μη­σαν στην Εθνι­κή Αντί­στα­ση, κάποια πρό­σω­πα ξεχώ­ρι­σαν και έγι­ναν σύμ­βο­λα του αγώ­να του λαού μας και τα ονό­μα­τά τους ανα­γρά­φο­νται  στα κεφά­λαια της Ιστο­ρί­ας που δια­βά­ζουν οι  νεώ­τε­ρες γενιές. Το γεγο­νός αυτό δεν το επε­δί­ω­ξαν, βέβαια, οι ίδιοι (έζη­σαν και έδρα­σαν ηρω­ι­κά, όχι για να ξεχω­ρί­σουν από τους συνα­γω­νι­στές τους αλλά εκτε­λώ­ντας το χρέ­ος τους απέ­να­ντι στο λαό και τη συνεί­δη­σή τους), ούτε μειώ­νει την προ­σφο­ρά των χιλιά­δων ηρώ­ων της Αντί­στα­σης που ο πολύς κόσμος δεν θα μάθει ποτέ τα ονό­μα­τά τους. Μια τέτοια περί­πτω­ση ανά­με­σα στις γυναί­κες της Εθνι­κής μας Αντί­στα­σης που έδω­σαν τη ζωή τους για τη λευ­τε­ριά και την κοι­νω­νι­κή προ­κο­πή, απο­τε­λεί η Μένη Παπαη­λιού – Ψυχρά­μη που, με το αντάρ­τι­κο ψευ­δώ­νυ­μο «Θύελ­λα», η δρά­ση της πέρα­σε στο λαϊ­κό θρύλο.

thiella84

“Θύελ­λα” — Μένη Παπαη­λιού (1944) Φωτο­γρα­φία: Κώστας Κουβαράς

Η Θύελ­λα, πρω­τα­ντάρ­τισ­σα της 13ης Μεραρ­χί­ας του ΕΛΑΣ, ήταν στο Τάγ­μα Θανά­του με λοχα­γό τον Ντί­νο Γιαν­νό­που­λο και τον καπε­τάν Φώτη Παρ­να­σιώ­τη, ενώ πολέ­μη­σε και στο πλευ­ρό του Άρη Βελου­χιώ­τη. Έλα­βε μέρος στην ανα­τί­να­ξη της γέφυ­ρας του Γορ­γο­πό­τα­μου, σε μάχες στην Ευρυ­τα­νία, τα Άγρα­φα και αλλού.  Δεν ήξε­ρε τι πάει να πει φόβος και είχε απο­χτή­σει όλα εκεί­να τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά που έκα­ναν τους αντάρ­τες του ΕΛΑΣ να ξεχω­ρί­ζουν. Η κόρη της Κική Σιμι­το­πού­λου σημειώ­νει: Η Θύελ­λα «δεν δίστα­ζε να κου­βα­λά, να μετα­φέ­ρει τραυ­μα­τί­ες σε ασφα­λή μέρη αψη­φώ­ντας τους κιν­δύ­νους για τη ζωή της. Σε μια μάχη είχε μετα­φέ­ρει στους ώμους της, την ίδια μέρα, 24 τραυ­μα­τί­ες. Πάντα με το χαμό­γε­λο, καβά­λα στο άλο­γό της ήταν σε διαρ­κή δρά­ση, ένα πραγ­μα­τι­κό παλι­κά­ρι που πάντα τολ­μού­σε και έτσι της έδω­σαν το όνο­μα “Θύελ­λα”. Τον Δεκέμ­βρη του 1944, όταν κατέ­βη­κε η μεραρ­χία της στη Φυλή Αττι­κής για τη “μάχη της Ομό­νοιας”, στη “Θύελ­λα” δόθη­κε 24ωρη άδεια για νάρ­θει να δει τα τρία παι­διά της. Ήρθε, μας είδε, μας απο­χαι­ρέ­τη­σε. Εκεί­νη έφυ­γε για πάντα μακριά μας. Μα ξέρου­με πολύ καλά πως δεν μας εγκα­τέ­λει­ψε. Μεγά­λη η περη­φά­νια μας για σένα.» Η Θύελ­λα έδω­σε τη ζωή της για την Αντίσταση.

Στα λίγα που γνω­ρί­ζου­με για τη Θύελ­λα έρχε­ται να προ­στε­θεί η μαρ­τυ­ρία του Κώστα Κου­βα­ρά, αξιω­μα­τι­κού του στρα­τού των ΗΠΑ, απε­σταλ­μέ­νου της υπη­ρε­σί­ας  πλη­ρο­φο­ριών OSS στο βου­νό (περισ­σό­τε­ρα παρα­κά­τω). Ο Κ. Κου­βα­ράς θα γνω­ρί­σει τη Θύελ­λα στα πλαί­σια της απο­στο­λής του και θα προ­σπα­θή­σει να συν­δε­θεί ερω­τι­κά μαζί της, παρα­βλέ­πο­ντας τους αυστη­ρούς κανό­νες πει­θαρ­χί­ας του λαϊ­κού στρα­τού. Η Θύελ­λα θα αρνη­θεί με απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα και θα τον βάλει στη θέση του. Σύμ­φω­να με τον Κ. Κου­βα­ρά θα ακο­λου­θή­σουν αρκε­τές συνα­ντή­σεις στις οποί­ες η Θύελ­λα θα του διη­γη­θεί την ζωή της στο διά­στη­μα μέχρι να κατα­τα­γεί στον ΕΛΑΣ.

Για την πει­θαρ­χία και τις σχέ­σεις των δύο φύλων στον ΕΛΑΣ

«Η πει­θαρ­χία ανά­με­σα στους αντάρ­τες είναι θαυ­μά­σια. Για πρώ­τη φορά στην ιστο­ρία του ελλη­νι­κού στρα­τού η πει­θαρ­χία είναι ζήτη­μα συνεί­δη­σης! Όταν οι αντάρ­τες μπαί­νουν σ’ ένα χωριό δε ζητά­νε τίπο­τε και δεν αρπά­ζουν τίπο­τε. Δεν αγγί­ζουν ούτε φρού­τα από τα δέντρα. Πρό­βλη­μα γυναί­κας δεν υπάρ­χει επί­σης σε τού­το το στρα­τό! Ο βια­σμός και η κλε­ψιά τιμω­ρού­νται με θάνα­το, αλλά ελά­χι­στες είναι οι ευκαι­ρί­ες για τέτοια τιμω­ρία, για­τί οι αντάρ­τες κατα­λα­βαί­νουν πως οφεί­λουν να υπο­μέ­νουν τα πάντα για χάρη του μεγά­λου αγώ­να. Υπάρ­χει μια αξιο­θαύ­μα­στη προ­θυ­μία για δρά­ση από μέρους των νεα­ρό­τε­ρων ανταρ­τών. Θα ’λεγε κανείς ότι υπάρ­χει μια άμιλ­λα μετα­ξύ τους.

Όλη αυτή η καλή συμπε­ρι­φο­ρά είναι φυσι­κά το απο­τέ­λε­σμα της δια­φω­τι­στι­κής δου­λειάς από  τα πάνω, της τέλειας οργά­νω­σης που υπάρ­χει στην κάθε μονά­δα, καθώς επί­σης της εθε­λο­ντι­κής προ­σχώ­ρη­σης στο αντάρ­τι­κο και των υψη­λών ιδα­νι­κών που εμπνέ­ουν στους μαχη­τές του. Ο καθέ­νας που γίνε­ται αντάρ­της ξέρει με ακρί­βεια για­τί το έκα­νε και είναι πολύ σοβα­ρός στο χρέ­ος που ανέ­λα­βε. Οι τυχο­διώ­κτες και οι χαρα­μο­φά­η­δες δε δια­λέ­γουν συνή­θως μια τόσο δύσκο­λη ζωή.»

(Από­σπα­σμα από το βιβλίο του Κώστα Κου­βα­ρά «OSS: Με την κεντρι­κή του ΕΑΜ»).

Μέσα από τη μαρ­τυ­ρία του Κ. Κου­βα­ρά, που παρου­σιά­ζου­με σήμε­ρα, εκτός από τα βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία της Θύελ­λας, κατα­δει­κνύ­ε­ται με τη μορ­φή του «πριν» και του «μετά» η ποιο­τι­κή δια­φο­ρά στη ζωή των γυναι­κών (στην προ­κεί­με­νη περί­πτω­ση) που ενστερ­νί­στη­καν τα ιδα­νι­κά της εαμι­κής Αντί­στα­σης και πήραν μέρος σ’ αυτή. Η ζωή τους από­χτη­σε το νόη­μα που δεν είχε και, στην πλειο­νό­τη­τά τους, αγνο­ού­σαν την ύπαρ­ξή του. Εντασ­σό­με­νες στην εαμι­κή Αντί­στα­ση και πολε­μώ­ντας για τη λευ­τε­ριά, αλλά και για μια άλλη Ελλά­δα, οι γυναί­κες κατά­φερ­ναν να χει­ρα­φε­τη­θούν από τα δεσμά της παλιάς κοι­νω­νί­ας που τις ήθε­λε διπλά κατα­πιε­σμέ­νες (από το σύστη­μα της οικο­νο­μι­κής εκμε­τάλ­λευ­σης και από τον άντρα) και στις ελεύ­θε­ρες περιο­χές κατα­χτού­σαν για πρώ­τη φορά δικαιώ­μα­τα και την ισο­τι­μία. Παράλ­λη­λα, μέσα από τη μαρ­τυ­ρία του Κ. Κου­βα­ρά, ξεπη­δά η ηθι­κή υπε­ρο­χή των ανταρ­τών και ανταρ­τισ­σών του ΕΛΑΣ, που υπε­ρά­σπι­ζαν ιδα­νι­κά και αξί­ες με αυτα­πάρ­νη­ση και ανα­πτυγ­μέ­νο το  αίσθη­μα της προ­σφο­ράς και της θυσί­ας χωρίς να υπο­λο­γί­ζουν «κόστος», δια­μορ­φώ­νο­ντας στη συνεί­δη­σή τους (χωρίς να το γνω­ρί­ζουν εκεί­νη την περί­ο­δο) το μεγα­λείο που θα εκφρα­στεί γιγα­ντω­μέ­νο στα χρό­νια της ηρω­ι­κής επο­ποι­ί­ας του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας, στη σύγκρου­ση που θα ακο­λου­θή­σει με το αστι­κό πολι­τι­κό σύστη­μα και τον σύμ­μα­χό του αγγλο­α­με­ρι­κά­νι­κο ιμπεριαλισμό.

Το κεί­με­νο του Κώστα Κου­βα­ρά για τη Θύελ­λα που παρου­σιά­ζου­με δημο­σιεύ­τη­κε στο περιο­δι­κό ΑΝΤΙ τον Σεπτέμ­βρη του 1976 (από όπου η μετα­γρα­φή) και περι­λαμ­βά­νε­ται στο βιβλίο του. Γρά­φτη­κε στις αρχές του 1945, δηλα­δή λίγους μήνες μετά τη γνω­ρι­μία του με τη Θύελ­λα. Οι φωτο­γρα­φί­ες της ανάρ­τη­σης είναι επί­σης του Κώστα Κου­βα­ρά και δημο­σιεύ­τη­καν στο ίδιο τεύ­χος του ΑΝΤΙ. Όμως πριν προ­χω­ρή­σου­με στη μαρ­τυ­ρία ας δού­με πρώ­τα μερι­κά επι­πλέ­ον στοι­χεία για τον συντά­κτη της.

Ο Κώστας Κουβαράς στο βουνό (1944)

Ο Κώστας Κου­βα­ράς στο βου­νό (1944)

Ο Κώστας Κου­βα­ράς (1911–1979) αμε­ρι­κα­νός αξιω­μα­τι­κός ελλη­νι­κής κατα­γω­γής. με το ψευ­δώ­νυ­μο «Οδυσ­σέ­ας» ήταν επι­κε­φα­λής της αμε­ρι­κα­νι­κής απο­στο­λής ΠΕΡΙΚΛΗΣ  που συν­δέ­θη­κε με την Κεντρι­κή Επι­τρο­πή του ΕΑΜ, από τα τέλη του Απρί­λη 1944 μέχρι την απε­λευ­θέ­ρω­ση, ενώ παρέ­μει­νε στην Ελλά­δα για εννιά μήνες και μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση. Ανή­κε στο λεγό­με­νο Labour Desc, ένα παρα­κλά­δι της μονα­δι­κής εκεί­νη την επο­χή αμε­ρι­κα­νι­κής υπη­ρε­σί­ας πλη­ρο­φο­ριών OSS (Office of Strategic Services), που ήταν επι­φορ­τι­σμέ­νο με τη σύν­δε­ση και παρα­κο­λού­θη­ση των ευρω­παϊ­κών κινη­μά­των αντί­στα­σης με ευρύ­τε­ρη λαϊ­κή βάση. Σε αυτή την υπη­ρε­σία (το αρχη­γείο ήταν εγκα­τε­στη­μέ­νο στο Κάι­ρο) έστελ­νε απευ­θεί­ας τις εκθέ­σεις του ο Κ. Κουβαράς.

Ο Κ. Κου­βα­ράς ήταν ανη­ψιός του στο­χα­στή, αγω­νι­στή δημο­σιο­γρά­φου και ποι­η­τή Νίκου Καρ­βού­νη (1880–1947) στι­χουρ­γού μετα­ξύ άλλων και του  αντάρ­τι­κου ύμνου «Στ’ άρμα­τα, στ’ άρμα­τα» (Βρο­ντά­ει ο Όλυ­μπος), τον οποίο συνά­ντη­σε στο βουνό.

Τον Οκτώ­βρη του 1944 μπαί­νει με την Κεντρι­κή Επι­τρο­πή του ΕΑΜ στην απε­λευ­θε­ρω­μέ­νη Αθή­να, συν­δέ­ε­ται με την ανώ­τε­ρη αμε­ρι­κα­νι­κή απο­στο­λή και γίνε­ται αυτό­πτης μάρ­τυ­ρας των Δεκεμ­βρια­νών και της τρο­μο­κρα­τί­ας ενά­ντια στο εαμι­κό κίνη­μα, γεγο­νό­τα τα οποία ανα­φέ­ρει λεπτο­με­ρώς στις εκθέ­σεις του προς  την υπη­ρε­σία του.

Τι προ­κά­λε­σε τον εμφύ­λιο πόλεμο

«Την επο­χή που βρι­σκό­μουν στο Βου­νό, πίστευα — και δε νομί­ζω πως είχα λαθέ­ψει— ότι η πολι­τι­κή του ΕΑΜ ήταν να δεχτεί, μετά την Απε­λευ­θέ­ρω­ση, την ετυ­μη­γο­ρία του λαού, και ότι η ηγε­σία του ΕΑΜ είχε την πεποί­θη­ση ότι ο ελλη­νι­κός λαός θα τη δικαί­ω­νε. Το συμπέ­ρα­σμά μου ήταν ότι η πλειο­ψη­φία των Ελλή­νων αγα­πού­σε και υπο­στή­ρι­ζε το ΕΑΜ κι ότι, επι­πλέ­ον, το ΕΑΜ είχε κάθε λόγο και δικαί­ω­μα να προσ­δο­κά ότι αυτό θα ανα­λάμ­βα­νε μετα­πο­λε­μι­κά τη δια­κυ­βέρ­νη­ση της χώρας. Στο κάτω-κάτω, ποιο δικαί­ω­μα είχαν οι Βρε­τα­νοί να διευ­θύ­νουν τις υπο­θέ­σεις της Ελλά­δας; Έβλε­πα όμως, παράλ­λη­λα, την αντί­δρα­ση να δυνα­μώ­νει, τα παλιά κόμ­μα­τα να κινού­νται, τελι­κά, για την ανα­κα­τά­λη­ψη της εξουσίας.

Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ διέ­πρα­ξαν το μεγά­λο σφάλ­μα να πιστέ­ψουν ότι με τη δύνα­μη που διέ­θε­ταν μέσα στο λαό, θα ήταν ακα­τα­νί­κη­τα. Δε λογά­ρια­σαν πως είχαν να παλέ­ψουν με λύκους κι αλε­πού­δες. Όταν τα πράγ­μα­τα φτά­σα­νε στο αδιέ­ξο­δο, οι Βρε­τα­νοί και η Δεξιά δε δίστα­σαν να προ­κα­λέ­σουν τον εμφύ­λιο πόλε­μο για να επι­βά­λουν τη θέλη­σή τους. Έχυ­σαν άφθο­νο το αίμα του ελλη­νι­κού λαού κι έτσι δίχα­σαν το έθνος. Το επό­με­νο βήμα ήταν να χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν όλα τα μέσα προ­πα­γάν­δας για να κερ­δί­σουν με το μέρος τους τους ταλα­ντευό­με­νους. Με τον τρό­πο αυτό στή­θη­κε το Κρά­τος και το παρα­κρά­τος της Δεξιάς που κατόρ­θω­σε να διευ­θύ­νει τις τύχες της Ελλά­δας τα επό­με­να τριά­ντα χρό­νια. Η τρο­μο­κρα­τία της Δεξιάς άρχι­σε αμέ­σως μετά τα Δεκεμβριανά.»

(Από­σπα­σμα από το βιβλίο του Κώστα Κου­βα­ρά «OSS: Με την κεντρι­κή του ΕΑΜ»).

Ανα­κα­λεί­ται στις ΗΠΑ τον Ιού­νη του 1945 και απο­στρα­τεύ­ε­ται. Στη συνέ­χεια δρα­στη­ριο­ποιεί­ται πολι­τι­κά εκφρά­ζο­ντας την αλλη­λεγ­γύη του στον δοκι­μα­ζό­με­νο ελλη­νι­κό λαό. Τον Μάρ­τη του 1947 κατα­θέ­τει στην επι­τρο­πή Εξω­τε­ρι­κών Υπο­θέ­σε­ων της Αμε­ρι­κα­νι­κής Γερου­σί­ας για τον εμφύ­λιο πόλε­μο στην Ελλά­δα, απο­κα­λύ­πτο­ντας με ντο­κου­μέ­ντα τη συνερ­γα­σία του Ναπ.  Ζέρ­βα (ΕΔΕΣ) με τους Γερ­μα­νούς. Διώ­κε­ται από το καθε­στώς Μακάρ­θι («μαύ­ρη λίστα») με επι­πτώ­σεις στην επι­στη­μο­νι­κή-επαγ­γελ­μα­τι­κή του πορεία.

Ο Κώστας Κου­βα­ράς βαθιά δημο­κρά­της ανα­λαμ­βά­νει στις ΗΠΑ ενερ­γό αντι­δι­κτα­το­ρι­κή δρά­ση ενά­ντια στη χού­ντα των συνταγ­μα­ταρ­χών (1967), ενι­σχύ­ο­ντας τις αντι­στα­σια­κές οργα­νώ­σεις στην Ελλά­δα και εκφρά­ζει έμπρα­κτα την αλλη­λεγ­γύη και στή­ρι­ξή του υπέρ του δοκι­μα­ζό­με­νου κυπρια­κού λαού.

Στην Ελλά­δα έγι­νε γνω­στός από δημο­σιεύ­μα­τά του στον τύπο και από το βιβλίο του «OSS: Με την κεντρι­κή του ΕΑΜ» (μετά­φρα­ση: Γιάν­νης Κρη­τι­κός, εκδό­σεις Εξά­ντας, Αθή­να 1976) όπου, σε μορ­φή ημε­ρο­λο­γί­ου, κατα­θέ­τει την μαρ­τυ­ρία του για την Αντίσταση.

Η μαρ­τυ­ρία του Κώστα Κουβαρά:

Θύελ­λα, η πρω­τα­ντάρ­τισ­σα της Ρούμελης

Αντάρ­τισ­σες είδα­με για πρώ­τη φορά στο Καρ­πε­νή­σι, ένα μήνα μετά την είσο­δό μας στην Ελλά­δα. Ντυ­μέ­νες σαν άντρες πολε­μι­στές, με σοβα­ρά πρό­σω­πα, αυτές οι κοπέ­λες μοι­ρα­ζό­ντου­σαν ίσα με  τους άντρες τη σκλη­ρή αντάρ­τι­κη ζωή. Οι αντάρ­τες τις σεβό­ντου­σαν από κάθε άπο­ψη για­τί μερι­κές απ’ αυτές τις γυναί­κες είχαν ήδη απο­δεί­ξει την αξία τους στη μάχη. Όταν φτά­σα­με στο Καρ­πε­νή­σι τον Μάη του 1944, οργα­νω­νό­τα­νε μόλις μια γυναι­κεία μονά­δα σαν μέρος της XIII Αντάρ­τι­κης Μεραρ­χί­ας. Οι περισ­σό­τε­ρες κοπέ­λες ήταν και­νούρ­γιες στο αντάρ­τι­κο, αλλά ανά­με­σά τους υπήρ­χα­νε μερι­κές που ανή­κα­νε σε αντάρ­τι­κες μονά­δες αρκε­τό διά­στη­μα. Δεν χρεια­ζό­τα­νε να τις ξέρεις για να ξεχω­ρί­σεις αυτές τις «βετε­ρά­νες». Το παρου­σια­στι­κό κι η συμπε­ρι­φο­ρά τους ήταν πολύ δια­φο­ρε­τι­κή απ’ αυτή των νεο­φερ­μέ­νων. Είχαν αυτο­πε­ποί­θη­ση. Δρού­σαν σαν ώρι­μοι μαχη­τές με όλη την έννοια της λέξης. Μια απ’ τις κοπέ­λες τρά­βη­ξε την προ­σο­χή μου και σε λίγο ρώτη­σα τον αντάρ­τη συνο­δό μας γι’ αυτήν.

1944. Η Θύελλα (Μένη Παπαηλιού) φωτογραφημένη από τον Κώστα Κουβαρά

1944. Η Θύελ­λα (Μένη Παπαη­λιού) φωτο­γρα­φη­μέ­νη από τον Κώστα Κουβαρά

Το όνο­μά της ήταν Θύελ­λα! Ψευ­δώ­νυ­μο φυσι­κά. Το πραγ­μα­τι­κό της όνο­μα δεν ήταν γνω­στό στο συνο­δό μας. Έπει­τα, έμα­θα μέρος της ιστο­ρί­ας της. Δυο χρό­νια τώρα, είπε ο συνο­δός μας, η Θύελ­λα έπαιρ­νε μέρος σ’όλες τις αντάρ­τι­κες εκστρα­τεί­ες μαζί με τους άντρες.

Στην αρχή ήταν η μόνη κοπέ­λα, μετά ήλθε και μια άλλη. Οι δυο αυτές κοπέ­λες συμπε­ρι­φε­ρό­ντου­σαν και πολε­μού­σαν σαν άντρες και οι υπό­λοι­ποι αντάρ­τες τους φερό­ντου­σαν σαν ίσοι. «Τις σεβό­μα­στε σαν αδελ­φές μας», είπε ο Παύ­λος. Ποτέ δεν γεν­νή­θη­κε κανέ­να ζήτη­μα στη μονά­δα, παρό­λο που οι κοπέ­λες ζού­σαν και καμιά φορά ακό­μα κοι­μό­ντου­σαν στο ίδιο δωμά­τιο με τους άντρες.

Γνω­ρί­στη­κα με τη Θύελ­λα λίγο και­ρό μετά απ’ αυτό και οι δυο μας γίνα­με καλοί φίλοι. Μια μέρα, αφού πήρα φωτο­γρα­φί­ες της μονά­δας της, πήγα­με ένα περί­πα­το λίγο έξω από την πόλη. Εκεί, κάτω απ’ τη σκιά ενός μεγά­λου πεύ­κου, και μπρο­στά σε μια συναρ­πα­στι­κή θέα από ψηλά βου­νά, μικρές κοι­λά­δες και βαθιές χαρά­δρες, έγι­να ρομα­ντι­κός, προ­σπά­θη­σα να τη δω σα γυναίκα.

Η ηθι­κή στους μαχη­τές της Αντί­στα­σης ήταν αυστη­ρή και ήξε­ρα ότι θα γινό­τα­νε σοβα­ρό θέμα, αν μαθευό­τα­νε η αδυ­να­μία μου για το άλλο φύλο. Παρό­λο που ανή­κα­με σε ξένη απο­στο­λή, και η θέση μας ήταν δια­φο­ρε­τι­κή από των υπο­λοί­πων ανταρ­τών, για τέτοιο παρα­στρά­τη­μα δεν θα ήταν εύκο­λο ν’ απαλ­λα­γεί κανείς! Μόλις πριν λίγες μέρες, ένας απ’ τους ηγέ­τες του ΕΑΜ που μας εγκα­τέ­στη­σε στο όμορ­φο σπί­τι μιας χήρας με μια κόρη, μας προει­δο­ποί­η­σε: «Υπάρ­χει μια όμορ­φη κοπέ­λα στο σπί­τι αυτό, κοι­τά­χτε να μη γίνει κανέ­να θέμα. Είμα­στε ιδιαί­τε­ρα προ­σε­χτι­κοί σε τέτοια ζητή­μα­τα εδώ!».

Η Θύελ­λα παρό­λα αυτά ήταν μια ελκυ­στι­κή κοπέ­λα και καθώς αφή­σα­με την Αίγυ­πτο τέσ­σε­ρις μήνες ήδη, δεν είχα­με δει γυναί­κα ούτε από μακριά· έτσι, αυτή τη ρομα­ντι­κή στιγ­μή, τα ξέχα­σα όλα και θέλη­σα να τη φιλήσω!

Η έκφρα­ση που πήραν τα μάτια της ήταν κάτι απί­στευ­το και που θα θυμά­μαι για πάντα. Έμει­νε εμβρό­ντη­τη! Για μια στιγ­μή έμοια­ζε σαν το μονα­χι­κό ζαρ­κά­δι που κατα­λα­βαί­νει τον κίν­δυ­νο δίπλα  του. Όμως το «όχι» της ήταν εμφα­τι­κό κι αμέ­σως συγκε­ντρώ­θη­κε κι είπε με στα­θε­ρό τόνο: «Δεν υπάρ­χει και­ρός για έρω­τες, συνα­γω­νι­στή. Έχου­με ένα μεγά­λο καθή­κον μπρο­στά μας και δεν πρέ­πει να πισωδρομήσουμε!».

Ένα χαμό­γε­λο θαυ­μα­σμού, ανά­μι­κτου με δυσπι­στία, πρέ­πει να φάνη­κε στα χεί­λη μου για­τί έσπευ­σε να προ­σθέ­σει: «Μη με παρε­ξη­γείς, συνα­γω­νι­στή Οδυσ­σέα. Δεν είμαι απ’ αυτές τις ηθι­κές και κάνω έτσι. Πριν να πάω στο αντάρ­τι­κο του ΕΛΑΣ ζού­σα με τον άντρα μου και τα δυο μου παι­διά κι είχα κι ερω­μέ­νο. Άλλα­ξα όμως από τότε!».

Είτε μου άρε­σε είτε όχι, η φιλία μου με τη Θύελ­λα ήταν γρα­φτό να μεί­νει πλα­τω­νι­κή. Προ­σπά­θη­σα να της εξη­γή­σω τη θεω­ρία για «λίγο δου­λειά και λίγο παι­χνί­δι», αλλά κι αυτό δεν οδή­γη­σε που­θε­νά.  Ήταν σοβα­ρή κι απο­φα­σι­σμέ­νη για το σκο­πό που είχε βάλει και δεν μπο­ρού­σα να μη θαυ­μά­σω το χαρα­κτή­ρα της. Εξ άλλου ήταν ένας πραγ­μα­τι­κά ενδια­φέ­ρων άνθρω­πος και κάθε που βλε­πό­μα­στε,  την κατά­φερ­να να μου λέει και λίγο από την ιστο­ρία της ζωής της, ώσπου ήρθε και­ρός και δεν υπήρ­χε τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο να μου πει.

Η Θύελ­λα ήταν από εργα­τι­κή οικο­γέ­νεια και είχε ζήσει την περισ­σό­τε­ρη ζωή της στην Αθή­να. Εκεί πήγε και στο σχο­λείο μέχρι το Γυμνά­σιο. Παντρεύ­τη­κε μετά και σε μικρή ηλι­κία, μ’ έναν άντρα που δεν αγα­πού­σε, αλλά που κατά­φε­ρε να ζήσει μαζί του ήσυ­χα για πολ­λά χρό­νια. Τα ενδια­φέ­ρο­ντά της εκεί­νη την επο­χή ήταν σαν και των περισ­σό­τε­ρων άλλων γυναι­κών: η δια­σκέ­δα­ση. Ο άντρας της προ­σπα­θού­σε να της δώσει ό,τι μπο­ρού­σε με το μικρό μισθό ενός κατώ­τε­ρου αξιω­μα­τι­κού της Χωρο­φυ­λα­κής. Έπει­τα ήρθε η Κατο­χή κι η ζωή δυσκό­λε­ψε πολύ περισσότερο.

Κατά τη διάρ­κεια της πεί­νας του 1941, η οικο­γέ­νειά της υπό­φε­ρε ανεί­πω­τες στε­ρή­σεις. Ευτυ­χώς όμως, ο άντρας της μετα­τέ­θη­κε σε μια μικρή πόλη έξω από την Αθή­να σαν τοπι­κός αρχη­γός της Χωρο­φυ­λα­κής, κι εκεί­νη τη στιγ­μή, το πρό­βλη­μα δια­τρο­φής της οικο­γέ­νειάς της μετριά­στη­κε. Σ’ αυτή την πόλη η ανή­συ­χη φύση της Θύελ­λας φάνη­κε για πρώ­τη φορά. Στην απου­σία άλλων ενδια­φε­ρό­ντων για πιο συναρ­πα­στι­κή ζωή, από­χτη­σε ενδια­φέ­ρον στον πατριω­τι­σμό και το Κίνη­μα  της Αντίστασης.

Η μικρή πόλη ήταν πέρα­σμα που οδη­γού­σε από την Αθή­να προς τ’ αντάρ­τι­κα λημέ­ρια, στα βου­νά, και χρη­σι­μο­ποιό­τα­νε συχνά από τους αγγε­λια­φό­ρους και για να περ­νούν τους νεο­σύλ­λε­κτους προς τα βου­νά. Στην αρχή η Θύελ­λα έδι­νε τρο­φή σ’ αυτούς που περ­νού­σαν· έπει­τα έγι­νε αγγε­λια­φό­ρος — σύν­δε­σμος ανά­με­σα στα χωριά της περι­φέ­ρειας. Εκεί­νο τον και­ρό από­κτη­σε κι ερω­μέ­νο, έναν οργα­νω­μέ­νο στην Αντίσταση.

Η Θύελ­λα κατά­φερ­νε να κρύ­βει το ερω­τι­κό της μπλέ­ξι­μο από τον άντρα της, προ­φα­σι­ζό­με­νη πάντα την Αντί­στα­ση. Όμως, ούτε αυτό άρε­σε στον άντρα της. Οι αντάρ­τες μπο­ρεί να είναι εντά­ξει, σκε­φτό­τα­νε, αλλά τι θα πάθαι­νε ο ίδιος αν μαθευό­τα­νε ότι η γυναί­κα του ήταν ανα­κα­τε­μέ­νη μαζί  τους; Εξάλ­λου, είχε οδη­γί­ες από τους ανω­τέ­ρους του να κατα­διώ­κει το παρά­νο­μο κίνη­μα. Μέχρι τότε η Θύελ­λα δού­λευε για το δεξιό κίνη­μα του Ναπο­λέ­ο­ντα Ζέρ­βα. Εκτός από τις συγκι­νή­σεις, η υπό­θε­ση είχε και λίγα χρή­μα­τα, που εισπράτ­τα­νε από το κίνη­μα οι άνθρω­ποι που προ­σφέ­ρα­νε τις υπη­ρε­σί­ες τους σ’ αυτό, κι αυτό στην αρχή άρε­σε στη Θύελ­λα. Έπει­τα, μια ωραία ημέ­ρα ήλθε σ’ επα­φή με το αρι­στε­ρό κίνη­μα. Μια γει­το­νο­πού­λα τής ζήτη­σε να βοη­θή­σει και τους αντάρ­τες του ΕΛΑΣ. «Σα γυναί­κα του αρχη­γού της αστυ­νο­μί­ας, είναι καθή­κον σου να βοη­θή­σεις»,  της είπε. Για ένα διά­στη­μα, έτσι, η Θύελ­λα βοη­θού­σε και τους δεξιούς και τους αρι­στε­ρούς. Εκεί­νη  την επο­χή δεν είχε αρχί­σει ακό­μα η ένο­πλη σύγκρου­ση των δύο κινη­μά­των, και της Θύελ­λας της άρε­σε η ιδέα πως ήταν ο μόνος φιλι­κός κρί­κος ανά­με­σα σε ιδε­ο­λο­γι­κούς αντίπαλους.

Η περί­ο­δος της διπλής σύν­δε­σης δεν κρά­τη­σε πολύ. Σύντο­μα άρχι­σε να συμπα­θεί περισ­σό­τε­ρο τους αρι­στε­ρούς. «Ήταν καλύ­τε­ροι άνθρω­ποι», μου είπε. «Οι άλλοι μιλού­σαν για λεφτά όλη την ώρα, και μετά από λίγο, αυτό μου προ­ξε­νού­σε αηδία». Άρχι­σε να αισθά­νε­ται ότι ήταν λάθος να πλη­ρώ­νε­ται κανείς για πατριω­τι­κές πρά­ξεις κι η φτω­χο­ντυ­μέ­νη ιδε­ο­λο­γία του ΕΑΜ — ΕΛΑΣ μιλού­σε πιο έντο­να στην καρ­διά της. Όταν οι καβγά­δες με τον άντρα της γίνα­νε συχνοί και ανυ­πό­φο­ροι, τον άφη­σε κι ανέ­βη­κε στα βου­νά. Εκεί, στην αρχή έγι­νε νοσο­κό­μα και αργό­τε­ρα συντά­χτη­κε με τους άντρες μαχη­τές και έτσι από­χτη­σε τη διά­κρι­ση της «Πρώ­της Αντάρ­τισ­σας», της Ελλάδας.

Όταν πρω­το­συ­νά­ντη­σα εγώ τη Θύελ­λα, ήταν ήδη φανα­τι­κή στις ιδέ­ες της. Τα μαρ­ξι­στι­κά διδάγ­μα­τα που είχε ακού­σει κι αφο­μοιώ­σει, είχαν βάλει μια νέα θρη­σκεία στην καρ­διά της που δεν υπήρ­χε ποτέ πριν. Είχε απο­κτή­σει μια άκρα ηθι­κή και μια ξέφρε­νη επι­θυ­μία να πολε­μή­σει γι’ αυτό που πίστευε σωστό.

Στα εικο­σι­πέ­ντε της η Θύελ­λα, ήταν όμορ­φη, αλλά τα σκλη­ρά χαρα­κτη­ρι­στι­κά της προ­δί­να­νε τη δύσκο­λη ζωή που περ­νού­σε τα τελευ­ταία χρό­νια. Τα μαλ­λιά της, μάλ­λον κοντά, τα κρε­μού­σε κοτσί­δες στο λαι­μό της και τα έδε­νε όμορ­φα μ’ ένα κομ­μά­τι σπάγ­γο. Ζώντας με τους άντρες για  τόσο και­ρό, από­κτη­σε τη συνή­θεια να θεω­ρεί τον εαυ­τό της σαν ένα απ’ αυτούς. Η μόνη δια­φο­ρά ανά­με­σα σ’ αυτήν και τους άντρες ήταν το καθα­ρό της πρό­σω­πο και τα τακτο­ποι­η­μέ­να ρού­χα της. Φορού­σε πάντο­τε στο κεφά­λι της το συνη­θι­σμέ­νο στρα­τιω­τι­κό δίκο­χο, με τα δια­κρι­τι­κά του ΕΛΑΣ κεντη­μέ­να επά­νω του. Ένα χακί αμπέ­χο­νο, παντε­λό­νι μπλε και βαριές αρβύ­λες με καρ­φιά, απο­τε­λού­σαν το ντύ­σι­μό της, που συμπλη­ρώ­νο­νταν από το ιτα­λι­κό της ντου­φέ­κι και τα φυσε­κλί­κια σταυ­ρω­τά στο στήθος.

Η ιστο­ρία του χοντρού μπλε παντε­λο­νιού, το οποίο η Θύελ­λα δεν απο­χω­ρι­ζό­τα­νε ποτέ, είναι ιδιαί­τε­ρα δια­σκε­δα­στι­κή. Σε μια από τις συγκρού­σεις μετα­ξύ του ΕΛΑΣ και του Ζέρ­βα, η Θύελ­λα έπια­σε έναν συνταγ­μα­τάρ­χη! Στον υπε­ρο­πτι­κό στρα­τιω­τι­κό δεν άρε­σε καθό­λου η ιδέα ότι αιχ­μα­λω­τί­στη­κε από μια γυναί­κα κι έκφρα­σε τη οργή του γι’ αυτό. Αλλά η Θύελ­λα δεν αστειευό­τα­νε και θύμω­σε ακό­μα περισ­σό­τε­ρο απ’ την αναί­δεια του αιχ­μα­λώ­του της. Έτσι λοι­πόν, όπλι­σε το ντου­φέ­κι της, έτοι­μο να πυρο­βο­λή­σει, και διά­τα­ξε το συνταγ­μα­τάρ­χη να βγά­λει το παντε­λό­νι του. Μια και δεν αστειευό­τα­νε, ο συνταγ­μα­τάρ­χης ανα­γκά­στη­κε να συμ­μορ­φω­θεί. Έπει­τα, η Θύελ­λα έβγα­λε τη φού­στα της και τον διά­τα­ξε να τη φορέ­σει. Από τότε φορού­σε πάντο­τε το λάφυ­ρό της κι αρνιό­τα­νε να το ανταλ­λά­ξει με οτι­δή­πο­τε άλλο. Όταν η γυναι­κεία μονά­δα πρω­το­ορ­γα­νώ­θη­κε, ο επι­κε­φα­λής αξιω­μα­τι­κός διά­τα­ξε τη Θύελ­λα να αλλά­ξει το μπλε παντε­λό­νι της μ’ ένα χακί, για να είναι ομοιό­μορ­φη με την υπό­λοι­πη μονά­δα. Αυτή αρνή­θη­κε να υπα­κού­σει και η υπό­θε­ση οδη­γή­θη­κε στο διοι­κη­τή της μεραρ­χί­ας, που απο­φά­σι­σε ότι η Θύελ­λα είχε με το σπα­θί της κερ­δί­σει  το δικαί­ω­μα να είναι δια­φο­ρε­τι­κή, στην περί­πτω­ση του μπλε παντελονιού!

Το Νοέμ­βρη (1944) η Θύελ­λα ήρθε στην Αθή­να. Ήταν αυτό ένα είδος θριάμ­βου γι’ αυτήν. Στους δρό­μους της πόλης, οι άνθρω­ποι μαζεύ­ο­νταν γύρω της να τη θαυ­μά­σουν και να τη ρωτή­σουν πράγ­μα­τα. Φορού­σε ακρι­βώς τα ίδια που είχε και στο βου­νό, με το μπλε παντε­λό­νι, ντου­φέ­κι, φυσε­κλί­κια και τα ρέστα. Δυο μέρες μετά την άφι­ξή της, ο στρα­τη­γός Σκό­μπυ έβγα­λε δια­τα­γή κι απα­γό­ρευε στους αντάρ­τες να φέρουν όπλα μέσα στην πόλη. Η Θύελ­λα έγι­νε έξω φρε­νών! «Φοβού­νται που μας βλέ­πουν οπλι­σμέ­νους!» μου είπε. Αλλά συμ­μορ­φώ­θη­κε με τη δια­τα­γή για­τί το Αρχη­γείο του ΕΛΑΣ είχε βγά­λει, κάτω από βρε­τα­νι­κή πίε­ση, μια παρό­μοια δια­τα­γή κι αυτό ήταν αρκε­τό για να καλ­μά­ρει το θυμό της Θύελλας.

Τα Δεκεμ­βρια­νά ξέσπα­σαν, και δεν ξανά­δα τη Θύελ­λα ποτέ. Σήμε­ρα μια γυναί­κα, μέλος του Κινή­μα­τος Αντί­στα­σης, μου είπε πως η Θύελ­λα σκο­τώ­θη­κε πολε­μώ­ντας τους Άγγλους στους δρό­μους της Αθήνας.

Έκλα­ψα το χαμό αυτής της γεν­ναί­ας κοπέ­λας, όχι τόσο για­τί ήρθε στην άνοι­ξη της ζωής της, όσο για­τί ήρθε από τη σφαί­ρα ενός πρώ­ην συμ­μά­χου κι όχι του εχθρού που μισού­σε τόσο πολύ.

Το να πεθά­νει πολε­μώ­ντας, ήταν ένα ται­ρια­στό τέλος γι’ αυτή τη μοντέρ­να Αμαζόνα!

6 του Μάρ­τη 1945

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Κατί­να Μανι­τά­ρα: για τις σχέ­σεις των δύο φύλων στο αντάρτικο

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο