Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Θωμάς Κοροβίνης: «Κανάλ Ντ’ Αμούρ», εκδ. Άγρα

Γρά­φει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

«Αυτοί που έστη­σαν σήμε­ρα τα στέ­κια τους εκεί τρι­γύ­ρω, είναι οι ίδιοι που εξα­ντλού­σαν την κακία τους κρά­ζο­ντας και βγά­ζο­ντας τα σπα­σμέ­να […] σ’ όλους αυτούς και κυρί­ως πάνω στις χιλιο­για­ουρ­τω­μέ­νες τρα­βε­στές.[…] Επο­χού­με­νοι με τις στρα­φτε­ρές τους λαμα­ρί­νες, γιοι μπα­μπά­δων, αυτοί που κρυ­φο­πλή­ρω­ναν τις τρα­βε­στί να τους κάνουν τα ανο­μο­λό­γη­τα, ήταν οι ίδιοι που σε στιγ­μές ασφα­λούς εκτό­νω­σης τις πετού­σαν κόκα κόλες… »

Το «Κανάλ Ντ’ Αμούρ» του συγ­γρα­φέα, στι­χουρ­γού και εκπαι­δευ­τι­κού Θωμά Κορο­βί­νη που κυκλο­φο­ρεί από τις εκδό­σεις Άγρα απο­τε­λεί ένα πολύ ιδιαί­τε­ρο, τόσο για το θέμα του, όσο και για τον τρό­πο γρα­φής του, λογο­τε­χνι­κό αφή­γη­μα για το ερω­τι­κό περι­θώ­ριο στη Θεσ­σα­λο­νί­κη της δεκα­ε­τί­ας του ’80. Κι είναι ένα αφή­γη­μα που φέρ­νει μαζί του την αίσθη­ση του περι­θω­ρί­ου αλλά και μια εικό­να της Θεσ­σα­λο­νί­κης άγνω­στης στο ευρύ κοι­νό – μιας πόλης κυριο­λε­κτι­κά ερω­τι­κής στο σώμα και στο πνεύ­μα. Το βιβλίο γρά­φτη­κε στο μεγα­λύ­τε­ρο μέρος του στις 22 Σεπτεμ­βρί­ου 1990, τη μέρα που κηδεύ­τη­κε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη ο σκη­νο­θέ­της Τάκης Κανελ­λό­που­λος ενώ τα τρία πρώ­τα μέρη του δημο­σιεύ­τη­καν στο περιο­δι­κό Οδός Πανός.

   Στο αφή­γη­μα παρου­σιά­ζε­ται, με έντο­να στοι­χεία αγά­πης και θαυ­μα­σμού αλλά επί­σης θυμού και απο­γο­ή­τευ­σης για την κατά­στα­ση που είχε ήδη δια­μορ­φω­θεί όταν γρά­φο­νταν το κεί­με­νο με την εισβο­λή των νεό­πλου­των «σικά­των» και «φλώ­ριων», η ιστο­ρία των πιο εξα­θλιω­μέ­νων από τους προ­λε­τά­ριους της πόλης, των πιο σκλη­ρά διω­κό­με­νων – των πορ­νών, των τρανς και των ομο­φυ­λό­φι­λων που έβρι­σκαν (και βρί­σκουν, δυστυ­χώς) σκο­τει­νή διέ­ξο­δο στο πρό­βλη­μα της επι­βί­ω­σης, όσο και στα συναι­σθη­μα­τι­κά ζητή­μα­τα, ξεπου­λώ­ντας κυριο­λε­κτι­κά το κορ­μί τους και την αξιο­πρέ­πεια τους για «λίγα ψίχου­λα αγά­πης» όπως θα τρα­γου­δού­σε και η Μπέλ­λου. Πολ­λές φορές χωρίς ούτε αυτά τα ψίχου­λα να κατα­φέρ­νουν να πάρουν. Με αυτό ως αρχή, ξεκι­νά να χτί­ζε­ται μια κοι­νω­νία στο περι­θώ­ριο της αστι­κής Θεσ­σα­λο­νί­κης, με τους δικούς της κανό­νες και νόρ­μες δια­τη­ρώ­ντας έντο­νο το λαϊ­κό στοι­χείο, ιδιαί­τε­ρα εάν συνυ­πο­λο­γί­σου­με ότι οι εξα­θλιω­μέ­νοι των Λαδά­δι­κων και των άλλων υπο­βαθ­μι­σμέ­νων της Θεσ­σα­λο­νί­κης απο­τε­λούν μέρος του ευρύ­τε­ρου κοι­νω­νι­κού συνό­λου. Αλλά αυτή η κατά­στα­ση, που θα πρέ­πει να ομο­λο­γή­σου­με δεν έχει τίπο­τα το ρομα­ντι­κό και το γοη­τευ­τι­κό στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ήρθε να αντι­με­τω­πί­σει την κατα­στο­λή και τους ανε­λέ­η­τους διωγ­μούς τόσο από την τοπι­κή αυτο­διοί­κη­ση, όσο και από τα ανερ­χό­με­να οικο­νο­μι­κά κέντρα της πόλης (ανα­φε­ρό­μα­στε βέβαια στα πρώ­τα χρό­νια της πασο­κο­ποί­η­σης της κοι­νω­νι­κής ζωής του τόπου, για να μην ξεχνιό­μα­στε) που διεκ­δι­κού­σαν χώρο για μια νέου τύπου, του­λά­χι­στον για την επο­χή της αλλά που παρα­μέ­νει σε ισχύ μέχρι σήμε­ρα, οικο­νο­μι­κή ανά­πτυ­ξη με τη δημιουρ­γία εύκο­λων κέντρων δια­σκέ­δα­σης όπου το λαϊ­κό ή «λαϊ­κό» στοι­χείο θα ήταν αντι­κεί­με­νο εκμε­τάλ­λευ­σης κι όχι συστα­τι­κό στοι­χείο μιας κοι­νω­νί­ας που χρειά­ζε­ται πραγ­μα­τι­κά ριζι­κές αλλα­γές για να ικα­νο­ποι­ή­σει τις ανά­γκες της. Σε αυτό το σημείο είναι που η προη­γού­με­νη φάση της ανθρώ­πι­νης εκμε­τάλ­λευ­σης, ενδε­δυ­μέ­νη μ’ ένα μαν­δύα λαϊ­κί­στι­κου ρομα­ντι­σμού, απαι­τού­νταν να περά­σει σε μια περισ­σό­τε­ρη σκλη­ρή φάση, χωρίς τα όποια συναι­σθη­μα­τι­κά ανα­χώ­μα­τα που υπήρχαν.

   Πράγ­μα­τι, η αλή­θεια είναι και σε αυτό το σημείο θα πρέ­πει να είμα­στε αυστη­ροί και ειλι­κρι­νείς, ότι η εκμε­τάλ­λευ­ση των ανθρώ­πων και των ανα­γκών τους, όσα προ­σω­πεία και ν’ αλλά­ζει μέσα στο διά­στη­μα των χρό­νων, παρα­μέ­νει σκλη­ρή και άδι­κη, δημιουρ­γώ­ντας μία βίαιη ζωή χωρίς αντί­κρι­σμα και σωτη­ρία. Αρκεί να συνυ­πο­λο­γί­σου­με τις κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες που δημιούρ­γη­σαν την κοι­νό­τη­τα του ερω­τι­κού περι­θω­ρί­ου στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, σε όλες τις πόλεις σε ολό­κλη­ρο τον κόσμο. Η εκμε­τάλ­λευ­ση των φτω­χών γυναι­κών της εργα­τι­κής τάξης ως αυστη­ρά σεξουα­λι­κού σκεύ­ους όπου διά­φο­ροι ασελ­γούν στην ψυχή και στο σώμα τους με οικο­νο­μι­κούς σκο­πούς και συμ­φέ­ρο­ντα, οι τρανς που δεν ακο­λου­θούν τις νόρ­μες της Αγί­ας Οικο­γέ­νειας, της Πατρί­δας και της Θρη­σκεί­ας, οι αδύ­να­μοι κι άνερ­γοι άνθρω­ποι που δεν έχουν κανέ­να μέλ­λον, απο­τε­λούν μια σκλη­ρή εικό­να χωρίς τίπο­τα το ρομα­ντι­κό και το νοσταλ­γι­κό. Το ευτύ­χη­μα για το «Κανάλ Ντ’ Αμούρ» του Θ. Κορο­βί­νη, είναι ότι ο συγ­γρα­φέ­ας δεν νοσταλ­γεί άκρι­τα ενώ την ίδια ώρα συν­δέ­ει το ζήτη­μα με τη γενι­κό­τε­ρη τάση εκεί­νης της επο­χής αλλά και της δικής μας, για να εξω­ραϊ­στεί η πόλη από τα επι­κίν­δυ­να στοι­χεία, είτε απο­τε­λούν τους φτω­χο­διά­βο­λους της πόλης, είτε το ταξι­κό και αγω­νι­στι­κά συνει­δη­το­ποι­η­μέ­νο τμή­μα των εργα­ζο­μέ­νων που αντι­με­τώ­πι­σε την Αστυ­νο­μία, την κατα­στο­λή και το κύμα τρο­μο­κρα­τί­ας που ακο­λού­θη­σε τη δολο­φο­νία του Λαμπρά­κη – μιλά­με δηλα­δή για μια πολύ παλιά ιστο­ρία καταστολής.

   Οπωσ­δή­πο­τε το «Κανάλ Ντ’ Αμούρ» είναι ένα δια­σκε­δα­στι­κό και απο­λαυ­στι­κό αφή­γη­μα, με γλώσ­σα αθυ­ρό­στο­μη, σκλη­ρή και γοη­τευ­τι­κή όπως πρέ­πει να είναι για ιστο­ρί­ες και πραγ­μα­τι­κό­τη­τες του συγκε­κρι­μέ­νου είδους, με την ιδιω­μα­τι­κή του περι­θω­ρί­ου της πόλης να ξενί­ζει στην αρχή τον άμα­θο ανα­γνώ­στη για να τον κερ­δί­σει στη συνέ­χεια με την αμε­σό­τη­τά της και φυσι­κά με τις αδρές περι­γρα­φές και διη­γή­σεις τόσων συμ­βά­ντων, κατα­στά­σε­ων και προ­σώ­πων που προ­κα­λούν εντύ­πω­ση με τον χαρα­κτή­ρα και τις από­ψεις τους, ανα­δει­κνύ­ο­ντας κι ότι οι πιο κατα­τρεγ­μέ­νοι της κοι­νω­νί­ας μπο­ρούν και έχουν αισθή­μα­τα, ανά­γκες και για­τί όχι, φιλο­δο­ξί­ες. Γι’ αυτό, και από αυτή τη θέση, συνυ­πο­γρά­φου­με το σχε­τι­κό σχό­λιο του Μανό­λη Σαβ­βί­δη (Έρω­τος απο­τέ­λε­σμα, Το Βήμα, 1/12/1996) όπου υπο­στη­ρί­ζει ότι «στη συγκε­κρι­μέ­νη περί­πτω­ση δεν έχου­με να κάνου­με με σύγ­γραμ­μα κοι­νω­νι­κής ανθρω­πο­λο­γί­ας, πολι­τι­κής επι­στή­μης ή μαχη­τι­κής (τρο­μά­ρα μας) δημο­σιο­γρα­φί­ας ­ αν και ως ένα βαθ­μό αυτές συνυ­πάρ­χουν στο κεί­με­νο. Έχου­με να κάνου­με με λογο­τε­χνία, και μάλι­στα πρώ­της τάξε­ως. Με δύο λόγια: σε αυτό το βιβλίο ο κ. Κορο­βί­νης δεν απο­δει­κνύ­ε­ται μικρός Θου­κυ­δί­δης του Ερω­τι­σμού, αλλά μικρός Εμπει­ρί­κος της Ιστορίας. […]»

Αλλά το βασι­κό­τε­ρο στοι­χείο του βιβλί­ου κατά τη γνώ­μη μας είναι η υπε­ρά­σπι­ση από την πλευ­ρά του συγ­γρα­φέα της ηθι­κής του θεσ­σα­λο­νι­κιώ­τι­κου περι­θω­ρί­ου, μιας ηθι­κής όχι ανό­θευ­της, αφού απο­τε­λεί παρά­γω­γο μια συγκε­κρι­μέ­νης εκμε­ταλ­λευ­τι­κής δια­δι­κα­σί­ας αλλά οπωσ­δή­πο­τε μιας ηθι­κής με τους δικούς της νόμους και κανό­νες, μιας ηθι­κής τίμιας μέσα στην αμαρ­τία της και φυσι­κά, ανώ­τε­ρης από την ελα­στι­κή ηθι­κή των νεό­πλου­των αστών της πόλης και της ανερ­χό­με­νης μεσαί­ας τάξης που από τη μία εκδή­λω­ναν το μίσος τους προς τους κατα­τρεγ­μέ­νους, χωρίς όμως να αδια­φο­ρούν για την ερω­τι­κή συντρο­φιά που παρεί­χαν (όλα τα ήθε­λαν, μονά-ζυγά δικά τους, θα σκε­φτεί ο φίλος ανα­γνώ­στης και θα έχει από­λυ­το δίκιο) και από την άλλη που τόλ­μη­σαν και προ­σέγ­γι­σαν τους χώρους της ανο­μί­ας για το δικό τους συμ­φέ­ρον και κέρ­δος, όπως δεί­χνει και το χαρα­κτη­ρι­στι­κό από­σπα­σμα στην αρχή της παρου­σί­α­σής μας.

Από­σπα­σμα

«Απο­φά­σι­σαν, λοι­πόν, οι τίμιοι συμπο­λί­τες μας να μετα­μορ­φώ­σουν την αλά­να του Βαρ­δά­ρι σε πλα­τεία Αρι­στο­τέ­λους και ακό­μα καλύ­τε­ρα. Το «Σεχρα­ζάτ»  ήταν απ’ τα πρώ­τα μαγα­ζιά που έβα­λε στα μάτι η Ασφά­λεια. Σε τέτοιες περι­πτώ­σεις, όταν ο κλοιός στέ­νευε, και η δου­λειά του έμπαι­νε σε ρίσκο, ο Πρό­δρο­μος, ο γιος της Στά­σας, αφε­ντι­κό της «Σεχρα­ζάτ», ένας πολ­λά βαρύς άντρα­κλας, που το σου­λού­πι του έφερ­νε λίγο στον συνο­νό­μα­το του λαϊ­κό τρα­γου­δι­στή Πρό­δρο­μο Τσα­ου­σά­κη, έβγαι­νε και στη­νό­ταν έξω στο πεζο­δρό­μιο με τα χέρια στη μέση και ήρε­μα ήρε­μα και με επι­βλη­τι­κή αυτο­κυ­ριαρ­χία έκα­νε συστά­σεις στα λιγω­μέ­να μπου­λού­κια να απο­χω­ρή­σουν: «Άντε παι­διά, δια­λύ­στε το, τέρ­μα τα ψωνί­σμα­τα και οι φασα­ρί­ες». Έτσι οι λιγό­τε­ρο θρα­σείς και τσα­ντί­λες έπαιρ­ναν των ομμα­τιών τους. Οι πιο πει­σμα­τά­ρη­δες κάναν πηγα­δά­κια ή ορμού­σαν ‚ε τον τσα­μπου­κά τους για τελευ­ταία φορά στο μαγα­ζί, μήπως προ­λά­βουν και κόψουν κανέ­να άνθος. Απ’ το ορθά­νοι­χτο ετοι­μόρ­ρο­πο ξυλο­τέξ, που χρη­σί­μευε για εξώ­πορ­τα του «Σεχρα­ζάτ», μαζί με τα αγριε­μέ­να ντου­μά­νια, που έβρι­σκαν την ευκαι­ρία να ξεμπου­κά­ρουν απ’ την ολο­νύ­χτια αιχ­μα­λω­σία τους ακού­γο­νταν κι ο αντί­λα­λος απ’ την βρα­χνή κι αλλο­παρ­μέ­νη –σαν απ’ τον άλλο κόσμο– η φωνή της περι­λά­λη­της, θηριώ­δους, πρώ­ην μπε­τα­τζούς Μπέλλας:

Χάρε, μπα­μπέ­ση, τραβεστί,

για­τί μας το ‘κανες, γιατί,

πήρες απ’ την παρέα μας

το ποιο καλό παιδί.»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο