Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

To “1900” και η κληρονομιά του Bertolucci στους νέους αυτής της χιλιετίας

 Επι­μέ­λεια Ομά­δα ¡H.lV.S! // 

Ένα αγό­ρι ‑παρ­τι­ζά­νος τρα­γου­δά­ει και σκο­τώ­νε­ται, από ένα γερ­μα­νό την ώρα της υπο­χώ­ρη­σής τους. Ένα άλλο αγό­ρι μπαί­νει, οπλι­σμέ­νο με του­φέ­κι, στη βίλα του γαιο­κτή­μο­νά του: το όπλο είναι στραμ­μέ­νο στο κεφά­λι του γαιο­κτή­μο­να, ενώ το αγό­ρι ‑παρ­τι­ζά­νος, λέει μια φρά­ση με τόνο απο­φα­σι­στι­κό και επι­τα­κτι­κό: «Ζήτω ο Στά­λιν!».

Ο τόπος είναι η εξο­χή της Εμι­λί­ας (Emilia-Romagna). Η περί­ο­δος είναι σχε­δόν μισός αιώ­νας: από το 1901 μέχρι την Απε­λευ­θέ­ρω­ση. Ιστο­ρι­κό το soundtrack από τον Ennio Morricone και το ιτα­λι­κό και διε­θνές καστ — μετα­ξύ πολ­λών — Robert De Niro, Donald Sutherland, Burt Lancaster, Gérard Depardieu e Stefania Sandrelli Όλα αυτά ξεδι­πλώ­νο­νται σε 2 πρά­ξεις για ένα έργο που συνο­λι­κά διαρ­κεί περισ­σό­τε­ρο από 5 ώρες.

Ένα curriculum για μια ται­νία, που δεν φοβά­ται να δεί­ξει μια θεμα­τι­κή «πέρα από τις γραμ­μές» με βίαιες σκη­νές — συχνά σκλη­ρές και προ­φα­νείς — σωμα­τι­κά και σεξουα­λι­κά, με χυδαιό­τη­τα (πάρ­τε υπό­ψη το γεγο­νός ότι η ται­νία κυκλο­φό­ρη­σε το 1976) με ένα πολι­τι­κό περιε­χό­με­νο που, παρό­λο που εκεί­νο τον και­ρό δεν ακου­γό­ταν ιδιαί­τε­ρα περί­ερ­γο σε ορι­σμέ­να σημεία, είναι σίγου­ρα σήμε­ρα «ενο­χλη­τι­κό» και ανα­τρε­πτι­κό.

Εάν το υπο­κεί­με­νο θέμα είναι ουσια­στι­κά απλό, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αντι­με­τω­πί­ζε­ται και εξε­τά­ζε­ται σε βάθος.
Δύο οικο­γέ­νειες είναι το φόντο σε ολό­κλη­ρη την ιστο­ρία: η Berlinghieri (που αντι­προ­σω­πεύ­ε­ται από τον νεα­ρό Alfredo), γαιο­κτή­μο­νες και η Daccò (που εκπρο­σω­πού­νται από τον Olmo), μια οικο­γέ­νεια εργα­τών γης που δου­λεύ­ουν στα χωρά­φια της πρώ­της. Ο Olmo και ο Alfredo γεν­νιού­νται την ίδια μέρα και, από τότε, η ζωή τους θα είναι πάντα συνδεδεμένη.
Η ται­νία κινεί­ται πάνω σε δύο βασι­κούς άξο­νες: τα πρώ­τα τμή­μα­τα από το 1901 — έτος έναρ­ξης της «αφή­γη­σης» — μέχρι το τέλος του 1ου μέρους, δηλα­δή, μέχρι την έλευ­ση του φασισμού.

bertoluci2

Το 2ο μέρος αντί­θε­τα τρέ­χει αφη­γη­μα­τι­κά μια 20ετία φτά­νο­ντας ως την Απε­λευ­θέ­ρω­ση.

Το μεγά­λο πλε­ο­νέ­κτη­μα της ται­νί­ας, που σήμε­ρα μπο­ρεί να φαντά­ζει σαν απλό «ιστο­ρι­κό πόνη­μα» (που  σίγου­ρα δεν είναι πολύ προ­σι­τό, λόγω διάρ­κειας και αργού ρυθ­μού της ται­νί­ας) είναι η ανά­γνω­ση των επι­κών γεγο­νό­των εκεί­νων των χρό­νων μέσα από ένα καθο­ρι­σμέ­νο πολι­τι­κό πρί­σμα.

Ο φασι­σμός κατα­κλύ­ζει βάναυ­σα τη σκη­νή: Ο Donald Sutherland παί­ζει τον Αττί­λα, ένα βετε­ρά­νο του (βασι­λι­κού) στρα­τού της επο­χής ο οποί­ος, μετά το τέλος του πολέ­μου, εμφα­νί­ζε­ται ξαφ­νι­κά στα κτή­μα­τα του Berlinghieri.

Ο ρόλος του Αττί­λα είναι να βοη­θή­σει τους  γαιο­κτή­μο­νες να κατα­στεί­λουν βίαια τις πρώ­τες σοσια­λι­στι­κές ομά­δες των εργα­τών, που στο μετα­ξύ, οργα­νώ­νο­νται παρα­πέ­ρα και αυξά­νο­νται αριθ­μη­τι­κά. Εμβλη­μα­τι­κό το καδρά­ρι­σμα που αφο­ρά την ταξι­κή προ­έ­λευ­ση του φασι­σμού: οι εργά­τες και οι αγρό­τες μπαί­νουν σε απερ­γία. Τα αφε­ντι­κά καλούν το ιππι­κό του στρα­τού, που όμως μόλις βρέ­θη­κε μπρο­στά στις ‑ξαπλω­μέ­νες στο έδα­φος γυναί­κες, απο­φα­σί­ζει να απο­συρ­θεί. Τα αφε­ντι­κά καλούν σε πλή­ρη κατα­στο­λή, που όμως προ­σω­ρι­νά «παγώ­νει».

Στη συνέ­χεια οι γαιο­κτή­μο­νες μαζεύ­ο­νται στην εκκλη­σία του χωριού (ανα­φο­ρά / συμ­βο­λί­ζο­ντας για τη συμπαι­γνία της Καθο­λι­κής Εκκλη­σί­ας με το φασι­σμό) με την παρου­σία του Αττί­λα, δημιουρ­γώ­ντας «κοι­νό ταμείο» για τη χρη­μα­το­δό­τη­ση των φασι­στι­κών συμμοριών.

Τα «μαύ­ρα που­κά­μι­σα» ενερ­γο­ποιού­νται αμέ­σως, καί­γο­ντας γρα­φεία κομ­μά­των & «Case del Popolo»(1)
Η διαί­ρε­ση είναι σαφής εδώ και δεν αφή­νει περι­θώ­ρια (παρ)ερμηνείας: μιλά­με για -ξεκά­θα­ρα ταξι­κή προ­σέγ­γι­ση.

Ο φασι­σμός είναι το προ­σάρ­τη­μα του παλιού κόσμου, που απει­λεί­ται από το κύμα του “Biennio Rosso”  — τα “Δύο Κόκ­κι­να Χρό­νια”(2) και τις γενι­κές απερ­γί­ες που ζητά­νε το νέο κόσμο.

Ο φασι­σμός παρεμ­βαί­νει όταν οι πλού­σιοι βλέ­πουν την κοι­νω­νι­κή τους θέση να απει­λεί­ται, με τους εργά­τες να κατε­βαί­νουν στους δρό­μους με τις κόκ­κι­νες σημαί­ες τους και τρα­γου­δώ­ντας τη διεθνή.
Το «παι­χνί­δι» της σκη­νο­θε­σί­ας είναι ένα παι­χνί­δι χρω­μά­των: Ζεστά χρώ­μα­τα που χρη­σι­μο­ποιού­νται κατά την πρώ­τη περί­ο­δο, κατά την οποία ο αγώ­νας των εργα­τών γης αγκα­λιά­ζει την ύπαι­θρο, για να ξανα­εμ­φα­νι­στεί κατά την περί­ο­δο της Απε­λευ­θέ­ρω­σης. Τα ψυχρά χρώ­μα­τα αντί­θε­τα κυριαρ­χούν σε όλο το κεντρι­κό μέρος: ο φασι­σμός παρου­σιά­ζε­ται με όλη την κτη­νω­δία του, δημιουρ­γώ­ντας (και στο θεα­τή) μια ατμό­σφαι­ρα κατα­πί­ε­σης που παρα­πά­νω από μια φορά υπο­βά­λει στο άγχος και στο φόβο.

Σκη­νές που μάλι­στα δέχτη­καν κρι­τι­κή και επι­θέ­σεις (πχ η σκη­νή όπου ο Attila e η Regina — η σύζυ­γός του — βιά­ζουν και σκο­τώ­νουν το παι­δί) απο­τε­λούν ανα­πό­σπα­στο κομ­μά­τι για να απο­δεί­ξουν όχι τόσο τη βία γενι­κό­τε­ρα του φασι­σμού (που έτσι κι αλλιώς επι­ση­μαί­νε­ται) αλλά ‑μετα­φο­ρι­κά τη βία και την ατι­μω­ρη­σία των συμ­μο­ριών ενός συστή­μα­τος της αστι­κής τάξης που δεν είναι ικα­νό για τίποτ’ άλλο από το να κατα­πιέ­ζει τον αδύ­να­μο, να εκμε­ταλ­λεύ­ε­ται τους κατα­πιε­σμέ­νους, και μάλι­στα ατιμώρητα!

Τελι­κά, 40 χρό­νια αργό­τε­ρα, παρα­μέ­νει η πικρία (να θυμη­θού­με πως και στην επο­χή της η ται­νία δέχτη­κε για όλ’ αυτά και κρι­τι­κή από την «αρι­στε­ρά»). Ένα flash back επι­στρέ­φει στην αρχι­κή σκη­νή και η απε­λευ­θέ­ρω­ση επα­νέρ­χε­ται εκρη­κτι­κή και διαταραγμένη.

Η διάρ­κεια του έργου, και εδώ είναι η μαε­στρία του δημιουρ­γού, μας κάνει σχε­δόν να ξεχά­σου­με πρώ­τα λεπτά της ται­νί­ας όπου συλ­λαμ­βά­νο­νται οι Γερ­μα­νοί και οι συνερ­γά­τες τους (repubblichini) την ώρα που πάνε να ξεφύγουν

Και «ξυπνά­με», όταν αυτό στην πορεία ξανα­εμ­φα­νι­στεί, με τον Attila, που μαζί με τη συμ­μο­ρία των φασι­στών προ­σπα­θούν μέχρι την τελευ­ταία στιγ­μή να κρυ­φτούν και να στή­σουν τις ενέ­δρες τους όταν η εξου­σία της αστι­κής τάξης ‑μπρο­στά στη λαϊ­κή οργή «χαλα­ρώ­νει». Τελι­κά δεν την γλυ­τώ­νει, εκτε­λεί­ται και όλοι γιορ­τά­ζουν, …κυμα­τί­ζουν οι κόκ­κι­νες σημαίες.

Η χαρά, όμως, δεν διαρ­κεί πολύ: Το CLN (Comitato di Liberazione Nazionale — Επι­τρο­πή Εθνι­κής Απε­λευ­θέ­ρω­σης) παρε­λαύ­νει, ζητώ­ντας την παρά­δο­ση όλων των όπλων (βλ «Βάρ­κι­ζα»). Οι εργά­τες γης αφο­πλί­ζο­νται ενώ ο αγώ­νας για την απε­λευ­θέ­ρω­ση δεν έχει τελειώσει.

Η «φυσι­κή συνέ­πεια» που προ­κύ­πτει από αυτή τη σκη­νή είναι η τελευ­ταία ‑και καθο­ρι­στι­κή της δεύ­τε­ρης πρά­ξης: Ο Olmo και ο Alfredo, «εκτο­ξεύ­ο­νται» στη δεκα­ε­τία του ’70 ‑τώρα γέρο­ντες, που συνε­χί­ζουν να «αγω­νί­ζο­νται» και να αντι­με­τω­πί­ζουν ο ένας τον άλλο, όπως οι παπ­πού­δες τους στις αρχές του αιώνα.

Περ­νά­νε …τρέ­χουν όλες τις εικο­νι­κές εικό­νες, οι ανθρώ­πι­νες και ιστο­ρι­κές δια­δρο­μές ενός επι­κού έργου: σε αυτή τη «μάχη» ανά­με­σα σε δύο κου­ρα­σμέ­νους και γερα­σμέ­νους άνδρες εμπε­ριέ­χε­ται η ουσία ενός κόσμου που, για εμάς νεό­τε­ρη γενιά φαί­νε­ται να είναι έτη φωτός μακριά,  ζώντας μόνο με τις ιστο­ρί­ες των παπ­πού­δων μας, αλλά, αν και έχουν περά­σει δεκα­ε­τί­ες ολό­κλη­ρες, έχουν αρχί­σει και τελειώ­σει πόλε­μοι, παλιά έθνη καταρ­ρέ­ουν και νέα εμφα­νί­ζο­νται, παρα­μέ­νει ο ίδιος, ο παλιός γερα­σμέ­νος κόσμος, που σπα­ράσ­σε­ται από μια ενιαία σύγκρου­ση, που κυριαρ­χεί σε όλες τις αφη­γή­σεις — και εξα­κο­λου­θεί να είναι — ο πραγ­μα­τι­κός πρω­τα­γω­νι­στής: η ταξι­κή πάλη!

bertoluci1

Ο αιώ­νας μας δεν είναι ο προη­γού­με­νος ο 20ός αιώ­νας, το «1900» που ο Bertolucci έχει απο­θα­να­τί­σει στην ται­νία. Είναι ένας νέος αιώ­νας που ξανοί­γε­ται μπρο­στά μας, ο πρώ­τος αιώ­νας της νέας χιλιετίας. 

Αυτός ο κόσμος θα σμι­λευ­τεί από τους ίδιους πρω­τα­γω­νι­στές που ζωντά­νε­ψαν τη μεγά­λη επι­κή ταινία: 

Από τη μία πλευ­ρά, οι κλη­ρο­νό­μοι αυτών που υπη­ρέ­τη­σαν τους ισχυ­ρούς και πλού­σιους κατα­πιε­στές, με πρά­ξεις της ατι­μω­ρη­σί­ας για όσο το μπο­ρέ­σουν αλλά που στη συνέ­χεια θα τρα­πούν σε φυγή, φοβισμένοι.

Από την άλλη, οι κλη­ρο­νό­μοι των ακτη­μό­νων και εργα­τών γης απερ­γών που ενά­ντια σε χίλιες αντι­ξο­ό­τη­τες αλλά με απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα και επι­μο­νή, αγω­νί­ζο­νται για ένα καλύ­τε­ρο μέλλον. 

Δια­κρί­νο­ντας κάθε φορά, κάτω από κάθε πολι­τι­κό κίνη­μα και κάτω από κάθε προ­ω­θη­μέ­νο πολι­τι­κό στό­χο, τις πραγ­μα­τι­κές ταξι­κές αναφορές 

Αυτή είναι η μεγά­λη κινη­μα­το­γρα­φι­κή κλη­ρο­νο­μιά που αφή­νει ο Bertolucci στους νέους κομ­μου­νι­στές με το «1900»

_______________________________________________________

(1) «Case del Popolo» εμφα­νί­ζε­ται για πρώ­τη φορά στην Ιτα­λία το Σεπ-1893 κατά τη διάρ­κεια του δεύ­τε­ρου σοσια­λι­στι­κού συνε­δρί­ου στο Reggio Emilia

Έχει επί­σης τις ρίζες της στις ευρω­παϊ­κές εμπει­ρί­ες του γαλ­λι­κού, βελ­γι­κού, ελβε­τι­κού κλπ Maison du peuple του γερ­μα­νι­κού Volkshaus και της ολλαν­δι­κής Volkshuis.

Σαν θεσμός “Case del Popolo” ‑που σε κάποιο βαθ­μό επι­ζούν και σήμε­ρα (τη 10ετία 60–70 ήταν στο φόρ­τε τους) αντα­πο­κρί­νο­νταν στις ανά­γκες ανά­πτυ­ξης και λει­τουρ­γί­ας των ‑εργα­τι­κών & κατα­να­λω­τι­κών, συνε­ται­ρι­σμών με πλή­θος πολι­τι­κών, πολι­τι­στι­κών, κοι­νω­νι­κών και ψυχα­γω­γι­κών υπη­ρε­σιών και εκδηλώσεων.

Από πολι­τι­κή-πολι­τι­στι­κή άπο­ψη αντι­προ­σώ­πευ­σαν την προ­ο­πτι­κή του κινή­μα­τος, τη στα­θε­ρό­τη­τά του, την ενό­τη­τα και τη λαϊ­κή αλλη­λεγ­γύη, τη δημό­σια επί­δει­ξη της ηθι­κής ανω­τε­ρό­τη­τας του, τις βαθιές ρίζες σ’ όλη τη χώρα, με δια­τή­ρη­ση της ιστο­ρι­κής μνήμης.

Τέλος, συμ­βό­λι­σαν το συντο­νι­στι­κό κέντρο ενός σοσια­λι­στι­κού (και κατ’ ευφη­μι­σμό «σοσια­λι­στι­κού») συνε­ται­ρι­στι­κού μοντέ­λου μιας μελ­λο­ντι­κής κοι­νω­νί­ας, με «πυρή­να το σοσια­λι­σμό» που θα οικο­δο­μη­θεί για να συμπε­ρι­λά­βει σε νέα βάση, την  οικο­νο­μι­κή ζωή και ολό­κλη­ρη την κοι­νω­νία και με αυτή την έννοια, εμπε­ριέ­χει την ελπί­δα της μελ­λο­ντι­κής κοι­νω­νί­ας και του νέου σοσια­λι­στή (και «σοσια­λι­στή» ‑μέσα από τις οπορ­του­νι­στι­κές αυτα­πά­τες των ιτα­λών κομου­νι­στών ειδι­κά μετά την απελευθέρωση).

(2) Το “Biennio Rosso” — τα “Δύο Κόκ­κι­να Χρό­νια” ήταν μια περί­ο­δος (1919–1920), έντο­νης κοι­νω­νι­κής και ανα­τρε­πτι­κής σύγκρου­σης στην Ιτα­λία, μετά τον Πρώ­το Παγκό­σμιο Πόλε­μο,  που ακο­λου­θή­θη­κε από τη βίαιη αντί­δρα­ση της παρα­στρα­τιω­τι­κής πολι­το­φυ­λα­κής των μελα­νο­χι­τώ­νων και τελι­κά από την «πορεία στη Ρώμη» του Μου­σο­λί­νι (1922).

Το “Biennio Rosso” έχει να κάνει με την οικο­νο­μι­κή κρί­ση στο τέλος του πολέ­μου, με την υψη­λή ανερ­γία και πολι­τι­κή αστά­θεια. Χαρα­κτη­ρί­στη­κε από μαζι­κές απερ­γί­ες (η ιστο­ρι­κή γενι­κή απερ­γία του Ιού­λη 1919 αγκά­λι­σε πάνω από 1.000.000 εργα­ζό­με­νους…), καθώς με πει­ρά­μα­τα αυτο­δια­χεί­ρι­σης ακτη­μό­νων, εργα­τών γης και εργα­ζό­με­νων σε εργο­στά­σια ‑τόσο που να μιλά­νε για πρό­θυ­ρα επανάστασης

πηγή (Επί­ση­μη εφη­με­ρί­δα της Κομου­νι­στι­κής Νεο­λαί­ας Ιτα­λί­ας Giornale ufficiale del Fronte della Gioventù Comunista)

Omada

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο