Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το άγαλμα του Λένιν

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Τον Ιού­νιο του 1967, ο Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος επι­βι­βά­ζε­ται στο ποτα­μό­πλοιο “Λένιν” μαζί με άλλους 449 του­ρί­στες και δια­πλέ­ουν το Βόλ­γα για 20 ημέ­ρες στα­μα­τώ­ντας σε διά­φο­ρες πόλεις. Απο­τέ­λε­σμα αυτού του ταξι­διού είναι το βιβλίο “Από τη Μόσχα στη Μόσχα”. Ένα συναρ­πα­στι­κό ταξί­δι που η πένα του Αλε­ξαν­δρό­που­λου σε κάνει να νιώ­θεις όλα τα συναι­σθή­μα­τα. Συγκί­νη­ση, ρίγος, θαυ­μα­σμό, στε­νο­χώ­ρια. Δεν είναι ένα απλό ταξι­διω­τι­κό οδοι­πο­ρι­κό αλλά παρου­σί­α­ση πόλε­ων, τοπο­θε­σιών, προ­σώ­πων, γεγο­νό­των, μνη­μεί­ων και μέσω αυτών η ιστο­ρία και ο πολι­τι­σμός τους καθώς και των κατα­κτή­σε­ων του σοσια­λι­σμού και της Σοβιε­τι­κής Ένωσης.

Το από­σπα­σμα που ακο­λου­θεί αφο­ρά την αρχή του ταξι­διού. Ο συγ­γρα­φέ­ας ανα­φέ­ρε­ται σε ένα άγαλ­μα του Λένιν.

Το άγαλ­μα της Κοστρομάς

[…] Όμως από τα μνη­μεία της Κοστρο­μάς  που δια­τη­ρού­νται — ακό­μη και τα πιο παλιά —  σε αρκε­τά καλή κατά­στα­ση, πολύ χρό­νο μας πήρε εκεί­νο το πρωί το άγαλ­μα του Λένιν,  που βρί­σκε­ται στη θέση του παλιού Κρεμ­λί­νου. Σ’ όλες τις μεγά­λες πόλεις που θα επι­σκε­φθού­με, σε κάποια από τις κεντρι­κές πλα­τεί­ες τους, θα δού­με να υψώ­νε­ται η ορει­χάλ­κι­νη τις περισ­σό­τε­ρες φορές φιγού­ρα του Λένιν. Τα μνη­μεία έχουν γίνει μέσα σ’ αυτή τη σύντο­μη, μα τόσο περιε­χτι­κή επο­χή των πενή­ντα χρό­νων που χωρί­ζουν τις μέρες μας από τις δέκα μέρες του 1917. Το θέμα Λένιν, μεγά­λο από τότε, μεγα­λώ­νει όσο περ­νούν τα χρό­νια. Ενώ­νει πολ­λά θέμα­τα της ιστο­ρί­ας σαν έργο κατα­χτη­μέ­νο και σαν έργο που συνε­χί­ζε­ται. Το θέμα αυτό δε μπο­ρεί να είναι κάτι που κοκ­κά­λω­σε στη ζωή και στην τέχνη – κινιέ­ται κι ανα­πτύσ­σε­ται και μόνο έτσι θα μπο­ρεί να είναι ζωο­γό­να δύνα­μη. Πολύ φυσιο­λο­γι­κό λοι­πόν ότι τα αγάλ­μα­τα που θα δού­με στις πόλεις του Βόλ­γα δεν απο­τε­λούν στε­ρε­ό­τυ­πη επα­νά­λη­ψη. Εκτός από το ότι εδώ δού­λε­ψε ο ένας τεχνί­της και εκεί ο άλλος, αισθα­νό­μα­στε και μία πολυ­μορ­φία άλλου είδους, σαν εκεί­νην που παρου­σιά­ζει η ζωή στην εξέ­λι­ξή της, η μία χρο­νιά πίσω από την άλλη. Από μνη­μείο σε μνη­μείο γινό­μα­στε παρα­τη­ρη­τές μιας πορεί­ας. Ακο­λου­θού­με το Λένιν στους ιστο­ρι­κούς βημα­τι­σμούς μιας τόσο κρί­σι­μης ιστο­ρι­κής περιό­δου σαν τα πενή­ντα χρό­νια που πέρα­σαν από τότε. Στο Καζάν λ.χ. θα δού­με τρία αγάλ­μα­τά του: τα δύο από αυτά θα μας τα δεί­ξει ο ξενα­γός, το άλλο θα το ανα­κα­λύ­ψου­με τυχαία στη γωνιά ενός πάρ­κου. Είναι μπρού­τζι­νο, μπο­ρεί και από μαντέ­μι, πάντως δεί­χνει φτώ­χεια. Το στή­σα­νε εκεί, όπως μάθα­με, με έρα­νο των εργα­τών αμέ­σως σχε­δόν μετά το θάνα­το του Λένιν. Ίσως να είναι και το πρώ­το άγαλ­μά του. Η φιγού­ρα σε φυσι­κό μέγε­θος απά­νω σε ταπει­νό­τα­το βάθρο. Ο Λένιν πάει βια­στι­κά, όπως πάμε το πρωί στις δου­λειές μας. Μπο­ρεί ο ξενα­γός να μην το θεω­ρεί σημα­ντι­κό και αξιό­λο­γο για να μας το δεί­ξει. Αλλά το αγαλ­μα­τά­κι τού­το έχει  το μέγα προ­νό­μιο ότι κρα­τά­ει γύρω του ανέ­πα­φη την ατμό­σφαι­ρα εκεί­νης της επο­χής. Και πέρα από αυτό —  έχει το χάρι­σμα της φυσι­κής αλή­θειας, την εγκαρ­διό­τη­τα μιας καλής συνά­ντη­σης. Ο περα­στι­κός θα στα­θεί ή θα περά­σει μ’ ένα χαμό­γε­λο, όπως στε­κό­μα­στε να σφί­ξου­με το χέρι ενός φίλου, να πού­με μια καλη­μέ­ρα. Έτσι να ξαμώ­σεις το χέρι σου, έπια­σες το δικό του. Ύστε­ρα θα πάμε στην πλα­τεία της Ελευ­θε­ρί­ας. Στη μέση του φαρ­διού χώρου θα δού­με το άγαλ­μα του Λένιν πάνω σε ψηλό βάθρο από κοκ­κι­νω­πό γρα­νί­τη. Εδώ έχου­με να προ­σέ­ξου­με πολ­λά πράγ­μα­τα, όχι μόνο ένα άγαλ­μα: την πλα­τιά κλι­μα­κω­τή βάση, που κάπως θυμί­ζει το μαυ­σω­λείο της Μόσχας, τις γλυ­πτι­κές παρα­στά­σεις με τα επα­να­στα­τι­κά επει­σό­δια πάνω σε χάλ­κι­νες πλά­κες, το πώς έχει στη­θεί η φιγού­ρα, πώς όλο αυτό το σύμπλεγ­μα συντο­νί­ζε­ται με τον άλλο χώρο, με τα μεγά­λα κτί­ρια που περι­στοι­χί­ζουν την πλα­τεία κλπ. Θα θαυ­μά­σου­με την τέχνη του γλύ­πτη και του αρχι­τέ­κτο­να, θα δού­με να μας επι­βάλ­λε­ται το έργο με τα μεγέ­θη του. Ταυ­τό­χρο­να θα αισθαν­θού­με πως εδώ πια είμα­στε σε άλλη επο­χή. Ανά­με­σα σ’ εκεί­νο το μνη­μείο, εκεί στο πάρ­κο, και σε τού­το δω μεσο­λα­βούν όχι μόνο δυο, τρεις ή τέσ­σε­ρις δεκα­ε­τί­ες. Μεσο­λα­βεί το συγκρο­τη­μέ­νο κρά­τος. Η γιγά­ντια βιο­μη­χα­νία με τα τόσα εκα­τομ­μύ­ρια τόν­νους ατσά­λι το χρό­νο, τόσες εκα­το­ντά­δες χιλιά­δες αυτο­κί­νη­τα  και τρα­χτέ­ρια, τα τόσα δισε­κα­τομ­μύ­ρια ωριαία κιλο­βάτ. Δε θα πού­με πως μπρο­στά στο μεγά­λο μνη­μείο της πλα­τεί­ας ακού­σα­με μόνο τη μου­σι­κή των αριθ­μών της κρα­τι­κής οικο­νο­μί­ας. Ο περα­στι­κός νιώ­θει ασφα­λώς και τη δική του ποί­η­ση. Αλλά έχει τη γοη­τεία της ρομα­ντι­κής λογο­τε­χνί­ας των πρώ­των επα­να­στα­τι­κών χρό­νων, όταν παίρ­νο­ντας μία στρο­φή στο μονο­πά­τι του κήπου, κάτω από τα ψηλά δέντρα, βλέ­πεις να έρχε­ται εντε­λώς απροει­δο­ποί­η­τα προς συνά­ντη­σή σου, στο ίδιο περί­που ύψος μ’ εσέ­να, η απα­ρά­μιλ­λη ανθρω­πιά όλων εκεί­νων που ακούν σε μια – δυο λέξεις: κομ­μου­νι­σμός, σοσια­λι­σμός, Λένιν.

Τι είναι όμως τότε το άγαλ­μα της Κοστρο­μάς; Αυτό είναι κάτι άλλο ή ίσως να είναι όλα τα παρα­πά­νω μαζί προ­ω­θη­μέ­να πιο πέρα σε μια εκτί­να­ξη, σαν εκεί­νη που πενή­ντα χρό­νια πριν έκα­νε όλο τον κόσμο να πετα­χτεί από τον ύπνο του και να δει με νέο μάτι την αισιο­δο­ξία της ζωής. Φτιαγ­μέ­νο από μπε­τόν, από χοντρές τετρά­γω­νες πλά­κες που τις βλέ­που­με να ενώ­νο­νται όλες μαζί, σαν οι φυλές κι οι χώρες του κόσμου, σε μια στέ­ρεα τσι­με­ντα­ρι­σμέ­νη σύν­θε­ση, η φιγού­ρα του Λένιν χωρίς διό­λου να κραυ­γά­ζει είναι ένα σάλ­πι­σμα. Αλλά και μια γνω­στι­κή χει­ρο­νο­μία. Το άγαλ­μα έχει τετρα­γω­νι­σμέ­νη, θάλε­γε κανείς, κατα­σκευή, η πλα­στι­κό­τη­τά του όμως δε ζημιώ­νε­ται από αυτό. Η κίνη­σή του, όπως έχει στα­θεί με το αρι­στε­ρό χέρι στην τσέ­πη του παντε­λο­νιού και το άλλο απλω­μέ­νο μπρο­στά, μοιά­ζει ώρι­μος καρ­πός.  Πρά­ξη μελε­τη­μέ­νη που δια­πνέ­ε­ται από πεποί­θη­ση, αλλά δια­τη­ρεί και την ευλυ­γι­σία που έχει η φυσι­κή στά­ση του ανθρώ­που. Αυτό ζωντα­νεύ­ει την πέτρα. Κάνει τη δύνα­μή της δύνα­μη εν κινή­σει. Το σωκρα­τι­κό μέτω­πο του Λένιν δεσπό­ζει στο έργο. Το δεξί χέρι απλώ­νε­ται μπρο­στά. Εκεί που θα γυρί­σου­με να κυτ­τά­ξου­με θα δού­με, ψηλά από το ύψω­μα, τη φυσι­κή προ­έ­κτα­ση της χει­ρο­νο­μί­ας του: τον πελώ­ριο κορ­μό του Βόλ­γα που τρα­βά­ει ολόι­σια κάτω. Είναι σαν να κυτ­τά­με από ιστο­ρι­κά διά­σε­λα μεγά­λους ιστο­ρι­κούς δρό­μους. Αυτά τ’ ασύλ­λη­πτα πλά­τη του ρωσι­κού κάμπου, που ζυγιά­ζο­νται στη φαρ­διά ράχη του ποτα­μού, δίνουν αμέ­σως στις παρα­στά­σεις μας απρο­σμέ­τρη­το πλά­τος. Αφή­νουν τη ματιά μας και τις σκέ­ψεις μας να κινού­νται μέσα σε από­λυ­τα ελεύ­θε­ρους ορί­ζο­ντες. Εδώ είναι που θ’ ανα­συν­δε­θού­με, θέλο­ντας και μη θέλο­ντας, με νεα­νι­κό­τε­ρες και ρομα­ντι­κό­τε­ρες παρα­στά­σεις και ηλι­κί­ες. Νεα­νι­κό­τε­ρες και ρομα­ντι­κό­τε­ρες για μας, αλλά και στη βιο­γρα­φία της επο­χής μας. Θα θυμη­θού­με το παλιό τρα­γού­δι. Διά­φο­ρες εικό­νες, πολ­λά μισο­λη­σμο­νη­μέ­να πρό­σω­πα, πολ­λές ιστο­ρί­ες θα ξεδι­πλω­θούν μέσα μας, σα λάβα­ρα που πλα­τα­γί­ζουν, αμέ­σως μόλις κάνου­με έτσι πως αγγί­ζου­με τις σκο­νι­σμέ­νες χορδές.

Ψηλά από της Ρωσί­ας τα χιόνια
εφύ­ση­ξε πάλι ο βοριάς…

Ασφα­λώς κάπου εδώ στα βορει­νά τού­τα τοπία ήταν το στό­μιο των ανέ­μων. Εδώ κάπου σχη­μα­τί­ζο­νταν τα ρεύ­μα­τα και εκεί­νοι οι πρώ­τοι κατα­νυ­χτι­κοί ήχοι της παλιγ­γε­νε­σί­ας που τους έπαιρ­νε στη ράχη του ο Βόλ­γας για να τους πάει στους πέντε ορί­ζο­ντες. Ο Βόλ­γας είναι εκεί από κάτω στα πόδια μας. Ο Βόλ­γας, ο Σαλιά­πιν με την ιερο­τε­λε­στι­κή βαθυ­φω­νία του, ο Γκόρ­κι με τις ευαγ­γε­λι­κές του ιστο­ρί­ες. Έπει­τα – ή ίσως και πριν από αυτά – οι άλλες τάξεις των κρυ­φών σχο­λεί­ων με τα φιλο­σο­φι­κά δοκί­μια και τα επα­να­στα­τι­κά μανι­φέ­στα, και οι προ­φη­τι­κές μορ­φές των δασκά­λων με το φαρ­δύ γυμνό μέτω­πο και το φτε­νό μου­σά­κι, όμοιες σαν αυτήν που αντι­κρύ­ζου­με τώρα εδώ στην άκρη του κόσμου, στην Κοστρο­μά, κάτω από τον τσι­με­ντέ­νιον ανδριάντα.

Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος, Από τη Μόσχα στη Μόσχα, εκδό­σεις Καρα­νά­ση Αθή­να 1975

Ο Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος γεν­νή­θη­κε σαν σήμε­ρα, στις 26 Μάη του 1924.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο