Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το δάκρυ του Ελασίτη

Η Αθή­να κοι­μό­ταν. Κι η κάθε μια ελεύ­τε­ρή της γει­το­νιά είχε γύρει απο­στα­μέ­νη το κεφά­λι. Η Γκύ­ζη είχε ακου­μπή­σει το κεφά­λι στα φαλα­κρά Τουρ­κο­βού­νια, τα Εξάρ­χεια και η Νεά­πο­λη έκλει­ναν τα μάτια τρο­μαγ­μέ­να κάτω απ’ το βαρύ ίσκιο του Λυκα­βητ­τού. Το Μετα­ξουρ­γείο είχε στη­ρί­ξει το κεφά­λι στο οδό­φραγ­μα της Λευτεριάς.

Οι γει­το­νιές της Αθή­νας πέσα­νε απο­βρα­δίς μεθυ­σμέ­νες από δόξα και καπνό και το πρωί τις βρή­κε άψυ­χες, νεκρές, σκλάβες…

Τη στερ­νή αυτή βρα­διά που πέτα­ξε η ψυχή της Αθή­νας, η βασα­νι­σμέ­νη πόλη κοι­μό­ταν και δεν ένοιω­σε πως της έφευ­γε η μεγά­λη της ηρώ­ισ­σα ψυχή.

Κι έφευ­γε η ψυχή της γυρεύ­ο­ντας το γλι­τω­μό στο χιό­νι, στην παγω­νιά, στο βοριά, στην ερη­μιά των βου­νών. Έφευ­γε ο πολε­μι­στής μας και πίσω τον ακο­λού­θα­γε ένας λαός.

Προ­χώ­ρα­γαν προς τον Βορ­ρά, σκαρ­φά­λω­ναν στις κορ­φές, διά­βαι­ναν τις χαρά­δρες μα η ψυχή τους φτε­ρού­γι­ζε πάντα πίσω, στην αγα­πη­μέ­νη πρω­τεύ­ου­σα της πάλης για τη Λευ­τε­ριά. Στο στό­μα του παλι­κα­ριού ερχό­ταν και ξαναρ­χό­ταν – σβη­σμέ­νο μοι­ρο­λόι – ο στί­χος του τραγουδιού:

«Την Αθή­να δεν αφήνω,
προ­τι­μώ να σκοτωθώ…».

Τόχε τρα­γου­δή­σει με βρα­χνια­σμέ­νη φωνή προ­χω­ρώ­ντας φλο­γι­σμέ­νος πολε­μι­στής προς το κέντρο της Αθή­νας. Τόχε τρα­γου­δή­σει ξεψυ­χώ­ντας και ταπει­νώ­νο­ντας μεσ’ απ’ τα συντρίμ­μια τη δύνα­μη μιας Αυτοκρατορίας.

Μα τώρα που η Αθή­να έγει­ρε σκλά­βα πως και που να το τραγουδήσει;

Το στό­μα το χαρού­με­νο που κανέ­νας φόβος δε μπό­ρε­σε να το κλει­δώ­σει βου­βά­θη­κε. Τα χέρια που καμιά αλυ­σί­δα δε μπό­ρε­σε να τα σκλα­βώ­σει έγει­ραν αδύ­να­μα. Και τα μάτια που καμιά πύρι­νη μπό­ρα και κανέ­να μεσαιω­νι­κό βασα­νι­στή­ριο δε μπό­ρε­σε να τα κάνει για μια στιγ­μή να χάσουν τη λάμ­ψη τους θόλω­σαν από ένα δάκρυ.

Και το δάκρυ απ’ το υγρα­μέ­νο μάτι κύλη­σε στο αδύ­να­το μπα­ρου­το­κα­πνι­σμέ­νο πρό­σω­πο του πολε­μι­στή κι από κει έστα­ξε στο παρ­θέ­νο χιό­νι της από­το­μης πλαγιάς.

Κ’ είχε τη φλό­γα της ματιάς του πολε­μι­στή, τη λαμπρά­δα της ψυχής και την ορμή του. Και χαρά­ζο­ντας μια μακριά γραμ­μή στα χιό­νια βυθί­στη­κε βαθιά στην παγω­μέ­νη γη, πολύ­τι­μος σπό­ρος μιας καλύ­τε­ρης μέρας, ενός πιο φωτει­νού κόσμου.

Ξύπνη­σε η ναρ­κω­μέ­νη χελώ­να κι απο­ρη­μέ­νη ρώτη­σε τα παγω­μέ­να ζούδια:

«Τι είναι αυτό;».

«Δεν είναι δάκρυ. Δεν είναι, μονο­λό­γη­σε σοβα­ρά ένα σκου­λή­κι. Είναι πιο ακρι­βό, πολύ ακριβό».

«Δια­μά­ντι τότε;» ανα­ρω­τή­θη­κε δει­λά μια σαύρα.

«Ούτε, ούτε, απά­ντη­σε ένας σπό­ρος. Είναι το πιο πολύ­τι­μο της γης».

«Είναι αίμα», συμπέ­ρα­νε η χελώνα.

«Όχι, συμ­φώ­νη­σαν τα ζού­δια. Είναι δάκρυ ήρωα».

«Κλαί­νε οι ήρω­ες; Κλαί­νε κάπο­τε», στέ­να­ξε η σαύρα.

Σε μια πλα­γιά της Αττι­κής, κάτω από ένα θεό­ρα­το πεύ­κο, σε μια κου­φά­λα της γης λάμπει το δάκρυ ενός ήρωα. Γύρω του μια χελώ­να, μια σαύ­ρα, ένα πλή­θος ζού­δια της γης ξέχα­σαν να προ­ϋ­πα­ντή­σουν την άνοι­ξη, να γλε­ντή­σουν το καλο­καί­ρι. Ένας σπό­ρος ξέχα­σε να φυτρώ­σει. Κάθο­νται κει προ­σμέ­νο­ντας να βλα­στή­σει το δάκρυ. Να ξεπε­τα­χτεί από το φως του το θεό­ρα­το δέντρο της λευ­τε­ριάς που οι ρίζες του θα ρου­φή­ξουν τη ζωή απ’ τα ματω­μέ­να ποτά­μια της θυσί­ας μας.

Ένας σκαν­τζό­χε­ρος κλει­σμέ­νος στην αγκα­θω­τή αρμα­τω­σιά του είδε ένα δάκρυ. Μα το πέρα­σε για ξεχα­σμέ­νο δια­μά­ντι κι έφυ­γε. Όμως η χελώ­να, ο σπό­ρος της βελα­νι­διάς ξέρουν τι είναι το φωτει­νό αυτό δια­μά­ντι. Γι’ αυτό τα ζού­δια ξέχα­σαν να ξυπνή­σουν κι οι σπό­ροι να φυτρώσουν.

Σε μια κου­φά­λα ενός βου­νού μια χελώ­να κι ένας σπό­ρος βελα­νι­διάς περι­μέ­νου­νε να φυτρώ­σει και να βλα­στή­σει ο σπό­ρος της λευ­τε­ριάς, το φωτει­νό δάκρυ του Ελασίτη.

ΙΑΣΟΝΑΣ ΧΑΤΖΗΛΙΝΑΣ, ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ, Ιού­λης 1945

Για την αντι­γρα­φή: Οικο­δό­μος

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο