Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το φιμωμένο φως (μνήμη Δημήτρη Ραβάνη — Ρεντή)

Γρά­φει η ofisofi //

«Στο ταβά­νι, στη μέση του μεγά­λου κελιού, ένας μεγά­λος γλό­μπος με φίμω­τρο – έτσι λέγα­νε, φίμω­τρο το συρ­μά­τι­νο προ­φυ­λα­χτή­ρα της λάμπας – τον ενο­χλού­σε. Το δυνα­τό γυμνό φως περ­νού­σε κάτω από τα κλει­στά βλέ­φα­ρα, αντι­φέγ­γι­ζε, δημιουρ­γού­σε παρά­ξε­νες χρω­μα­τι­στές σκιές, στίγματα…Σκληρό, αμεί­λι­κτο κατέ­βαι­νε το φως από το μεγά­λο φιμω­μέ­νο γλό­μπο και σκορ­πι­ζό­τα­νε στο μεγά­λο κελί…»

Σκλη­ρό, αμεί­λι­κτο το φως όπως η ζωή των ηρώ­ων της συλ­λο­γής διη­γη­μά­των του Δημή­τρη Ραβά­νη – Ρεντή. Συγ­γρα­φέ­ας της πολι­τι­κής προ­σφυ­γιάς καθώς τα περισ­σό­τε­ρα έργα του τα έγρα­ψε στη Ρου­μα­νία ξεκι­νώ­ντας από το 1949 με το τέλος του εμφυλίου.

Φιμω­μέ­νο φως είναι αυτό που εγκλω­βί­ζε­ται, που φυλα­κί­ζε­ται μέσα στο συρ­μά­τι­νο προ­φυ­λα­χτή­ρα της λάμπας, αλλά είναι και η ζωή που δεν μπο­ρεί να συνε­χι­στεί, η φωνή που δεν μπο­ρεί να βγει, η σκέ­ψη που δεν μπο­ρεί να εκφρα­στεί. Εμπει­ρί­ες και ανα­μνή­σεις, γεγο­νό­τα  και πρό­σω­πα που με τον ένα ή τον άλλο τρό­πο σημά­δε­ψαν και σημα­δεύ­τη­καν από τη συμ­με­το­χή τους  στο κομ­μου­νι­στι­κό κίνη­μα, στην Εαμι­κή αντί­στα­ση ‚στο Δημο­κρα­τι­κό Στρα­τό, τις διώ­ξεις, τις φυλα­κί­σεις, τις εξο­ρί­ες. Άνθρω­ποι που ανα­με­τρή­θη­καν με τις δυνά­μεις τους και τις αδυ­να­μί­ες τους. Οι σκέ­ψεις τους, η ψυχο­λο­γία τους, η συμπε­ρι­φο­ρά  τους στη διάρ­κεια του αγώ­να αλλά και μετά την ήττα. Συνή­θως δια­βά­ζου­με για αυτούς που άντε­ξαν , αλλά τι έγι­νε με εκεί­νους που δεν άντε­ξαν; Στα περισ­σό­τε­ρα διη­γή­μα­τα ο συγ­γρα­φέ­ας γρά­φει για την αδύ­να­μη πλευ­ρά των ανθρώ­πων. Η πορεία του πρω­τα­γω­νι­στή κάθε διη­γή­μα­τος καθο­ρί­ζε­ται από εξω­τε­ρι­κούς και εσω­τε­ρι­κούς παρά­γο­ντες. Έτσι άλλοι υπέ­γρα­ψαν δήλω­ση και συμ­βι­βά­στη­καν, άλλοι δεν άντε­ξαν και αυτο­κτό­νη­σαν, άλλοι έζη­σαν με συνέ­πεια , άλλοι κου­βά­λη­σαν βαριά μυστι­κά και άλλοι πέθα­ναν λαχτα­ρώ­ντας την επι­στρο­φή στην πατρίδα.

Ο συγ­γρα­φέ­ας έχο­ντας προ­σω­πι­κή εμπει­ρία λόγω της πλού­σιας αγω­νι­στι­κής του δρά­σης είναι δια­κρι­τι­κός στο χει­ρι­σμό δύσκο­λων συναι­σθη­μα­τι­κών και ιδε­ο­λο­γι­κών κατα­στά­σε­ων, ρεα­λι­στι­κός και βαθιά ανθρώ­πι­νος «δίνει κάτι από τη δρα­μα­τι­κή ατμό­σφαι­ρα της επο­χής εκεί­νης». Οι  εκτι­μή­σεις του είναι έμμε­σες και υπαι­νι­κτι­κές.  Δίνει  στον ανα­γνώ­στη τη δυνα­τό­τη­τα να προ­βλη­μα­τι­στεί και να κρί­νει μόνος του τα πρό­σω­πα και τις πρά­ξεις τους.

Στο πρώ­το διή­γη­μα μια ομά­δα ανταρ­τών κατε­βαί­νει  στις εχθρι­κές γραμ­μές χωρίς όπλα μόνο με τα χωνιά. Εκεί , στην αφέγ­γα­ρη νύχτα, προ­σπα­θούν να κου­βε­ντιά­σουν  με τους φαντά­ρους. Οι κινή­σεις τους ρυθ­μί­ζο­νται από μια άγρα­φη συμ­φω­νία. Η λαχτά­ρα τους, η αγω­νία τους είναι μήπως ακού­σουν κάποιο δικό τους στην απέ­να­ντι μεριά…Αυτά, όταν είχε ησυχία.

rentis2

«Η ομά­δα του Ερμή κρύ­φτη­κε στα βρά­χια. Ο Καρα­τζο­βί­της είχε μεί­νει στα βρά­χια. Ο Καρα­τζο­βί­της είχε μεί­νει μπρο­στά στα συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα με το χωνί. Μια σκιά. Από την άλλη μεριά δια­φω­νού­σα­νε στη δια­τα­γή του λοχία. Η φωνή εκει­νού με τα χωρα­τά ακού­στη­κε δυνα­τή, ήρεμη.

- Ασ’ το το πολυ­βό­λο, κυρ λοχία. Κου­βέ­ντα κάνου­με, δεν ακούς; Και σε λίγο: μίλα ρε Καρατζοβίτη.

- Ποιος ρώτη­σε για το σπί­τι του Μεγαρίτη;

- Εγώ! ακού­στη­κε η φωνή πνιγ­μέ­νη, σαν να έσπα­σε κάποια χορδή.

- Και για­τί ρωτάς για το σπί­τι του Μεγαρίτη;

- Ρε Στά­θη, εσύ είσαι;

Από κει δεν μίλη­σε κανέ­νας. Σαν να κατά­πιαν τη γλώσ­σα τους.

- Ρε Στά­θη, εσύ είσαι; ξανα­ρώ­τη­σε ο Καρα­τζο­βί­της του Ερμή κι η φωνή του αντή­χη­σε παρά­ξε­να μέσα στο πηχτό σκοτάδι.

Από κει κάποια κίνη­ση. Κάτι μουρ­μου­ρη­τά βια­στι­κά, ακαθόριστα.

- Ρε Στά­θη εσύ είσαι! βγή­κε τώρα η φωνή σαν αγωνία.

Το πολυ­βό­λο άρχι­σε να κακα­ρί­ζει ξαφ­νι­κά. Ο Ερμής πρό­λα­βε και τρά­βη­ξε από τα πόδια τον δικό του Καρα­τζο­βί­τη, που δεν έλε­γε να φύγει από τα συρματοπλέγματα.

Ο Καρα­τζο­βί­της του Ερμή ξαπλώ­θη­κε φαρ­δύς πλα­τύς τα μπρούμυτα.

- Ρε Στά­θη, εσύ είσαι; έβγαι­νε η φωνή λες και είχε κάποια χαλα­σμέ­νη πλά­κα γραμ­μο­φώ­νου στο λαρύγ­γι του.

Τα πολυ­βό­λα κακά­ρι­ζαν μέσα στη νύχτα. Έσκα­σε  κι ένας όλμος κοντά τους. Ο Καρα­τζο­βί­της του Ερμή, αντί να σκε­πά­σει με τα δυό του χέρια το κεφά­λι του, τα’χε φέρει κάτω από τα μού­τρα του, σαν μαξιλάρι.

- Ρε Στά­θη, εσύ είσαι; ακού­γό­τα­νε η φωνή του σαν λυγμός.

…Αυτά, όταν είχε ησυχία…»

Η αυτο­κτο­νία της τραυ­μα­τι­σμέ­νης και παρα­μορ­φω­μέ­νης μαχή­τριας του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού μετά τη μάχη στο Μαλι­μά­δι , μέσα στη βάρ­κα που τη μετα­φέ­ρει στο ορει­νό χει­ρουρ­γείο στη σκο­τει­νή Μικρή Πρέ­σπα. Αν σου πω σ’ αγα­πώ, τι θα κάνεις;

«Άκου­σε τον πυρο­βο­λι­σμό ή δεν τον άκου­σε ο Λίνος; Δεν θυμά­ται. Δεν μπο­ρεί να το πει με σιγουριά.

Ήταν, λέει, σαν να κοι­μό­τα­νε κι έβλε­πε όνει­ρο κι ήταν η Βάσω όχι η τοτι­νή αλλά αυτή η παρα­μορ­φω­μέ­νη που σταύ­ρω­νε τα χέρια της και τον παρακαλούσε:

“Αν θελή­σω να σκο­τω­θώ μη μ’ εμπο­δί­σεις! Κατα­λα­βαί­νεις και μόνος σου, Λίνο , πως δεν μπο­ρώ να ζήσω έ τ σ ι. Σ’ εξορ­κί­ζω στην αγά­πη που δεν αγα­πη­θή­κα­με, στη χαρά που δεν χαρή­κα­με, στη νίκη που δε νική­σα­με, σ’ εξορ­κί­ζω, Λίνο, μη μ’ εμπο­δί­σεις! Σ’ αυτά που χάσα­με και σ’ αυτά που περι­μέ­νου­με, μη μ’ εμποδίσεις!” 

Σαν σε όνειρο»

Τα βιο­λο­γι­κά όρια της αντο­χής και η σύγκρου­ση με τα ιδε­ο­λο­γι­κά, η πάλη του ένστι­κτου με την ιδε­ο­λο­γι­κή συνεί­δη­ση, ο φόβος μήπως δεν αντέ­ξει στα βασα­νι­στή­ρια οδη­γούν την ηρω­ί­δα του διη­γή­μα­τος Το φιμω­μέ­νο φως  στην αυτοκτονία .

«Με την αγκρά­φα, από τη ζώνη του παλ­τού, έκο­ψε τις φλέ­βες της…»

Στην εξο­μο­λό­γη­ση  τίπο­τε δεν λέγε­ται με το όνο­μα του. Όλα υπαι­νίσ­σο­νται μια πρά­ξη φοβε­ρή, τον αγώ­να για την επι­βί­ω­ση σε τρα­γι­κές συν­θή­κες, την άφεση.

«Ο παπάς είχε στα­μα­τή­σει για λίγο να ψέλ­νει. Σήκω­σε αργά το κεφά­λι και κοί­τα­ξε τον ετοι­μο­θά­να­το. Ύστε­ρα το βλέμ­μα του εξέ­τα­σε έναν έναν τους άλλους, που αντι­γύ­ρι­σαν το βλέμ­μα άφο­βοι, περιμένοντας.

- Παπά, κατά­λα­βες, συνέ­χι­σε τον ψίθυ­ρο ο καπε­τάν Ζαγό­ρας. Δεκα­έ­ξι άνθρω­ποι πεθαίνανε…έτσι κι αλλιώς ο καπε­τάν Μαύ­ρος, τον ξέρεις, πέθα­νε αμέσως…Θα μας έδι­νε τη ζωή του, είπε, μας δίνει το θάνα­τό του , κατά­λα­βες παπα – Μπα­ρού­τα; Εκεί­νος το ζήτη­σε κι εγώ έδω­σα τη δια­τα­γή, δεν φταί­ει κανέ­νας άλλος…εγώ τους ανά­γκα­σα να ζήσουν…

Οι άλλοι κοί­τα­ζαν στα μάτια τον παπά. Χωρίς να το κατα­λά­βουν στε­κό­ντου­σαν προ­σο­χή. Ήταν παρά­ξε­νο, μα τώρα το θέλα­νε όλοι. Θέλα­νε την «άφε­ση»; Τόσα χρό­νια το κρά­τη­σαν μέσα τους το βάρος και θέλα­νε κάπου να το πού­νε, σε κάποιον να δώσουν ανα­φο­ρά. Στο διοι­κη­τή; Στον Αρχι­στρά­τη­γο; Ίσως πιο Ψηλά!

- Αν είναι αμαρ­τία το παίρ­νω απά­νω μου, ξανά­πε ο καπε­τάν Ζαγό­ρας και ρώτη­σε πάλι, πιο δυνα­τά αυτή τη φορά, θες απ’ την αγω­νία, θες που’ βαλε την ψυχή του όλη, όση τ’ από­μει­νε, σ’ αυτό: είναι αμαρ­τία παπά;

Ο παπα – Μπα­ρού­τας ξεσκέ­πα­σε τ’ Άγιο Δισκο­πό­τη­ρο , πήρε μια κου­τα­λιά μετά­λη­ψη κι άπλω­σε το χέρι προς τον ετοι­μο­θά­να­το, μουρ­μου­ρί­ζο­ντας σιγά μα καθα­ρά, τονί­ζο­ντας μια μια τις λέξεις:

- Λάβα­τε φάγατε!…Αυτό είναι το σώμα μου!»

Ένας παρά­ξε­νος φαντά­ρος  σε ένα «σπί­τι» απέ­να­ντι σε μια «κοι­νή» γυναί­κα . Από τη μια η πόρ­νη και από την άλλη οι ανα­μνή­σεις της παι­δι­κής του ηλι­κί­ας και της μάνας του σε ένα  σπα­ρα­κτι­κό παι­γνί­δι εναλ­λα­γής σκέ­ψε­ων και πράξεων.

«- Σας βγά­λα­νε από τη φυλα­κή για να πολε­μή­σε­τε τους συμ­μο­ρί­τες; ρώτη­σε εκεί­νη, ενώ τα χέρια της προ­σπα­θού­σαν του κάκου να τον συνεφέρουν…Έτσι άκου­σα , που λέγα­νε, σαν μπή­κες στο δωμάτιο.

“ Πού θα’ θελα να’ μου­να τώρα”.

Πού θα ΄θελε; Χει­ρό­τε­ρα από εδώ δεν θα βρει. Καλύ­τε­ρα από εδώ, που­θε­νά! Μόνο αν δεν μιλού­σε έτσι συνέ­χεια η σεμνή…

- Και τι ήτα­νε αυτό που λέγα­νε, δήλω­ση, τι δήλω­ση λέγα­νε οι άλλοι;

Δεν πρό­λα­βε το χέρι της που ήρθε στα μάτια του.

Εκεί­νη χαχά­νι­σε πάλι.

- Ε, όχι και να κλαις γι’ αυτό δα το πραγ­μα­τά­κι! Άσε και θα συνέλ­θει, έτσι είναι άμα βγαί­νεις από τη φυλα­κή, άσε και ξέρω εγώ, για­τί έχουν περά­σει κι έχουν περά­σει από το κρε­βά­τι μου, άλλο να σ’ τα λέω κι άλλο να τα βλέ­πεις μονα­χός σου! Μα και να μην περά­σει, σκο­τού­ρα σου! Μια έγνοια λιγό­τε­ρη, θα’ χεις!

Γέλα­σε πάλι, μα τώρα εκεί­νος το κατά­λα­βε λίγο ψεύ­τι­κο το γέλιο. Το’ κανε για να μην τον πονέ­σει και μέσα του την ευχαρίστησε.

- Να ντυ­θώ; ρώτη­σε εκείνη.

Ο παρά­ξε­νος φαντά­ρος δεν απάντησε…

- Να ντυ­θώ, ε;

Πάλι δεν είπε τίποτα.

-Λοι­πόν …ντύ­νο­μαι…»

Κον­σέρ­το για βιο­λί και ορχή­στρα  μετά την απο­φυ­λά­κι­ση. Η ανι­κα­νό­τη­τα πλέ­ον του βιο­λι­στή να παί­ξει και το άκου­σμα μιας παλιό­τε­ρης δικής του ερμη­νεί­ας τον οδη­γεί στην αυτοκτονία.

«Και το παρα­βάν με τα μεγά­λα μπλε, κεντη­τά τρια­ντά­φυλ­λα ένα κου­βά­ρι με τον Γκα­στόν, το βιο­λί, το δοξά­ρι, το ανα­λό­γιο, την παρ­τι­τού­ρα, το πιστόλι…»

Στά­σου να δεις  πώς μπο­ρεί να δικαιο­λο­γη­θεί ένας δηλω­σί­ας και πώς ανα­πτύσ­σει την επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία της υπο­γρα­φής δήλωσης.

rentis3

«- Να σου εξη­γή­σω τι θέλω να πω…Ένας υπο­γρά­φει τη δήλω­ση. Μη με κοι­τάς έτσι…Βγάλε με από το λογα­ρια­σμό και πιά­σε λογι­κά την κατά­στα­ση. Υπο­γρά­φει, λοι­πόν, δήλω­ση. Βγαί­νει από τη φυλα­κή και θέλει να αγω­νι­στεί πάλι. Έρχε­ται σε σένα και σου λέει…Σύντροφε, συγ­γνώ­μη, δεν άντε­ξα. Το ξέρω πώς έκα­να λάθος, το ξέρω πως σας παρά­τη­σα εκεί, στη φυλα­κή κι έφυ­γα, μα δεν άντεξα!

Έτσι τους είχε παρα­τή­σει κι είχε φύγει , να προ­λά­βει την «Έλλη του», να μην πάρει δια­ζύ­γιο. Δεν είναι συντρο­φι­κό, βέβαια, ν’ αφή­νεις τους άλλους μέσα κι εσύ να τη βολεύεις…

- Στά­σου να δεις, τι θέλω να πω…Έρχομαι σε σένα, λοιπόν…Εσύ μου γυρ­νάς την πλά­τη! Κι ο άλλος μου γυρ­νά­ει την πλά­τη, και μου βάζε­τε τη ρετσι­νιά! Δηλω­σί­ας! Κατα­λα­βαί­νεις τι θέλω να πω; Τη δήλω­ση την ανα­κά­λυ­ψε το βρώ­μι­κο κρά­τος! Τη δου­λειά του κάνει, θα μου πείς! Θέλει να σε σπά­σει, έτσι δεν είναι; Σε ρωτάω, όμως , πότε σπας; Πότε αρχί­ζει να υπάρ­χει ο δηλω­σί­ας; Μη με κοι­τάς έτσι! Πάρ’ το σαν γενι­κό θέμα, πάρε πως εγώ δεν είμαι από κεί­νους, πως είμα­στε δυό σύντρο­φοι και συζη­τά­με και…

Κόπη­κε στη μέση. Είδε την αντί­θε­ση του άλλου στα μάτια του και αμή­χα­να σήκω­σε το ποτή­ρι του…»

Η αυτο­κτο­νία είπαν πως ήταν ένα ατύ­χη­μα  για να κρύ­ψουν το γεγο­νός. Η πίε­ση του συγ­γρα­φέα πολι­τι­κού πρό­σφυ­γα να υπο­γρά­ψει για να επι­στρέ­ψει στην Ελλά­δα, να ανα­γνω­ρι­σθεί η δου­λειά του, να γίνει ο Ένας, οδη­γεί το ένα χέρι του στην υπο­γρα­φή και το άλλο στο όπλο.

«Τον βρή­κε στην κρε­βα­το­κά­μα­ρα, πεσμέ­νο στο χαλί, με το κυνη­γε­τι­κό του όπλο κοντά του. Άλλη μια ομοιό­τη­τα με τον Χέμιγκουαίη!…

Οι εφη­με­ρί­δες γρά­ψα­νε πως σκο­τώ­θη­κε, καθώς καθά­ρι­ζε το κυνη­γη­τι­κό του ντου­φέ­κι – φρό­ντι­σε η Ξένια γι’ αυτό – μα η αλή­θεια ήταν άλλη.

…Δεν ήταν σίγου­ρος πως θα’ παιρ­νε το Νόμπελ…»

Δεν ξέρεις μερι­κά πρά­μα­τα …συνή­θι­ζε να λέει ο μπάρ­μπας όταν τελεί­ω­νε την αφή­γη­ση της ιστο­ρί­ας του για μια σημα­ντι­κή απερ­γία, για τη μυστι­κή του δρά­ση, για τους αγώ­νες του, για το Κόμ­μα του. Δεν είχε κανέ­να παρά­πο­νο από τη γεμά­τη στε­ρή­σεις και βάσα­να ζωή του παρά μόνο εκεί­νο της επι­στρο­φής στην πατρίδα.

«“…ανά­παυ­σον τον δού­λον σου Γεώργιον!..”

Γιώρ­γη τον λέγα­νε; Εμείς τον ξέρα­με «μπάρ­μπα». Ύστε­ρα περ­νά­με ένας ένας από την πλά­κα που γρά­φει και τ’ άλλο του όνο­μα: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΛΕΥΡΑΣ. Κι άλλες πλά­κες γύρω και σταυ­ροί με ονόματα…

Και από κάτω: πολι­τι­κός πρό­σφυ­γας – για να ξεχω­ρί­ζουν οι ντό­πιοι νεκροί από τους Έλληνες.

Κι εμείς όρθιοι, όλοι,  δε λέμε να φύγου­με. Με τα μάτια καρ­φω­μέ­να στις πλά­κες. Ακού­με τη βρο­χή. Και τον τελευ­ταίο ψίθυ­ρο, του μπάρμπα.

“ Ένα παρά­πο­νο έχω, μωρέ! Να πεθά­νω στην πατρίδα!…”

Όσο ν’ ανά­ψει το πρά­σι­νο με το πόδι στο πεζο­δρό­μιο αντι­κρί­ζο­ντας το πρό­σω­πο του οδη­γού του  γυα­λι­στε­ρού αυτο­κί­νη­του που φρέ­να­ρε μπρο­στά του πέρα­σε η ζωή του από μπρο­στά του. Το ίδιο συνέ­βη και στο οδη­γό του αυτο­κι­νή­του που ανα­γνώ­ρι­σε το πρό­σω­πο του παλιού συνα­γω­νι­στή του. Δια­φο­ρε­τι­κοί οι δρό­μοι τους, ο ένας πετυ­χη­μέ­νος, τακτο­ποι­η­μέ­νος και ο άλλος μόλις είχε βγει από τη φυλα­κή. Τι ορί­ζει τελι­κά την πορεία μιας ζωής; Η τύχη ή η ιδε­ο­λο­γι­κή επιλογή ;

«Στη φυλα­κή, στην αρχή, λέγα­νε πως θα κάνου­νε τα σπί­τια Μου­σεία. Όπου είναι, λέει, γραμ­μέ­να γράμ­μα­τα για τη λευ­τε­ριά, για τους φασί­στες που πάτη­σαν τον τόπο, θα τ’ αφή­σου­νε, λέει, έτσι, και κάθε χρό­νο θα στε­φα­νώ­νου­νε το μέρος. Ύστε­ρα κατά­λα­βαν πως αυτό δεν μπο­ρεί να γίνει. Αν το κάνα­νε, δεν θα μπο­ρού­σα­νε να χτί­σου­νε τίπο­τα καινούριο.

Δεν μπο­ρού­σε να πει ότι δεν ήξε­ρε πώς ακρι­βώς έδει­χνε  η Αθή­να, τώρα, ύστε­ρα από τόσα χρό­νια που είχε να πατή­σει το πόδι του στους δρό­μους της. Ήξε­ρε για τον «οικο­δο­μι­κό οργα­σμό», ήξε­ρε για τις μεγά­λες πολυ­κα­τοι­κί­ες, τα ξενο­δο­χεία που’χαν πλημ­μυ­ρί­σει τις συνοι­κί­ες, από τα Τουρ­κο­βού­νια μέχρι κάτω τις αχτές. Τα ‘ ξερε, αλλά, να, του κακο­φά­νη­κε που τα’δε.

Ήταν εκεί­νος ο φθόνος:

«…Εμείς στα σύρ­μα­τα, κι αυτοί…»

Ποιοι «αυτοί»; Ποιοι ήταν «αυτοί», που , όταν «εμείς στα σύρ­μα­τα», εκεί­νοι χτί­ζα­νε, τρώ­γα­νε, γλε­ντά­γα­νε, κοι­μό­ντου­σαν, ξύπνα­γαν και ξανα­κοι­μό­ντου­σαν για να ξυπνή­σουν και να ζήσουν και την άλλη μέρα; Κόσμος και κοσμά­κης, θα πεις. Ως κι η αδερ­φή του και η μάνα του, κι ο 

αδερ­φός του: « …Και σε παρα­κα­λού­με, να μας στεί­λεις ένα πλη­ρε­ξού­σιο με την υπο­γρα­φή σου, θεω­ρη­μέ­νη από τη διεύ­θυν­ση της φυλα­κής, ότι δέχε­σαι να δοθεί το σπί­τι μας με αντι­πα­ρο­χή για να χτι­στεί πολυ­κα­τοι­κία. Ο πατέ­ρας επι­μέ­νει και δεν εννο­εί να γίνει αυτό χωρίς τη δική σου τη γνώ­μη, που θα’ χεις , βέβαια, και το μερ­τι­κό σου.»

Αυτό σημαί­νει πως κάποιος απ’ όλους είχε αντίρ­ρη­ση. Ο αδελ­φός του; Η αδελ­φή του; Αλλιώς για­τί να του γρά­ψουν ότι ο πατέ­ρας «επι­μέ­νει και δεν εννο­εί να…»

Έκα­νε πως δεν νοιά­ζε­ται κι έγραψε:

«…Τη συμ­φω­νία μου και την υπο­γρα­φή μου σάς την στέλ­νω, μα εμέ­να να μη με λογα­ριά­σε­τε για μερ­τι­κό. Άμα βγω έξω, θα ξέρω να ζήσω και να φιά­ξω αυτό που θα μου χρεια­στεί. Σας αγαπώ…»

Ο Δημη­τρά­κης  μια ιδιό­τυ­πη μορ­φή , επα­νέρ­χε­ται με τρυ­φε­ρό­τη­τα στη μνή­μη του συγγραφέα

«Φορού­σε πάντα μια χλαί­νη μακριά, που σερ­νό­τα­νε στο χώμα, και στη λάσπη. Πολ­λή λάσπη εκεί στη Γιου­γκο­σλα­βία, στο Μπούλ­κες, που είχαν βρει άσυ­λο, οι πρώ­τοι πολι­τι­κοί πρό­σφυ­γες, το 1945.

Κι όπως η κάθε μεγά­λη πόλη, έχει τους τύπους της, είχε κι αυτό το χωριό του δικούς του. Ένας ο Δημητράκης.

Τα μανί­κια της χλαί­νης κρε­μό­ντου­σαν μια δυο πιθα­μές μακρύ­τε­ρα από τα χέρια. Κοντός, αδύ­να­τος και πάντα αξύ­ρι­στος. Κι η χλαί­νη ταλαι­πω­ρη­μέ­νη και τσου­ρου­φλι­σμέ­νη σε πολ­λές μεριές.

- Κύριέ μου, είχα στη βιβλιο­θή­κη μια έκδο­ση του Μπω­ντλαίρ, σπάνια.

Μια έκδο­ση του Μπω­ντλαίρ! Γι’ αυτό, είπα, «τύπος» — τρε­λός! Ακούς, Μπω­ντλαίρ στο Μπούλ­κες! Εδώ οι άλλοι αφή­σα­νε τα χωρά­φια τους, άλλοι το σπι­τι­κό τους, κι ο Δημη­τρά­κης παρα­πο­νιέ­ται για τη σπά­νια έκδοση.

Και κρυώνει…

…Πέθα­νε το ’65 από καρ­κί­νο. Η «οργά­νω­ση» έκα­νε ενέρ­γειες να τον πάνε στον Βόλο του­λά­χι­στο τώρα, νεκρό, μα η ελλη­νι­κή Κυβέρ­νη­ση δεν έδω­σε την έγκριση.

Δεν ξέρω αν βάλα­νε και τα βιβλία του στον τάφο. Αν όχι, ο Δημη­τρά­κης θα γυρί­ζει με τη μακριά του χλαί­νη στον παρά­δει­σο και θα ρωτά­ει τους αγγέ­λους αν έχουν δια­βά­σει Μπω­ντλαίρ. Και θα προ­σέ­χει τα χέρια του θα τα φυλά­ει για αργό­τε­ρα, μέσα στα μακριά μανίκια.

Και θα κρυώνει…»

Πόσο αντί­πα­λοι  ήταν οι δυο άνδρες που βρέ­θη­καν με μια παρέα κυνη­γών στις Πρέ­σπες να ανα­ζη­τούν το ύψω­μα 825; Στην Αντί­στα­ση ο ένας ήταν στον ΕΔΕΣ και ο άλλος στον ΕΛΑΣ. Στον Εμφύ­λιο ο ένας φαντά­ρος στον Εθνι­κό Στρα­τό και ο άλλος αντάρ­της στο Δημο­κρα­τι­κό Στρα­τό. Είχα­νε τα «δικά τους»

rentis4

«Δεν μπο­ρείς να πεις πως ήτα­νε φίλοι φίλοι, μα σεβό­ντου­σαν ο ένας τον άλλον και ποτέ για τίπο­τα δε μάλω­σαν στην παρέα. Αντί­θε­τα, θα’ λεγες πως είχα­νε κάτι αόρα­τες κεραί­ες που τους κάνα­νε να συνεν­νο­ού­νται. Κοι­τα­γό­ντου­σαν, χαμο­γε­λού­σα­νε, και σωπαί­να­νε. Αυτό όταν οι άλλοι μαλώ­να­νε για τα «πολι­τι­κά»…

…Εκεί­νο το βρά­δυ, το 1948, που’χε πιά­σει από­το­μα η παγω­νιά, είχαν έρθει στα χέρια. Δε δού­λευαν ούτε τα κινη­τά ουραία – είχαν παγώ­σει και τα λάδια και τα γρά­σα. Ύστε­ρα μαζεύ­τη­καν στο αμπρί, όλοι κι οι από δω κι οι από κει, άνα­ψαν μια μεγά­λη φωτιά κι έκα­τσαν γύρω να ζεστα­θεί το κόκα­λό τους. Το κρύο χτύ­πα­γε στο κεφά­λι. Ένα σιδε­ρέ­νιο στε­φά­νι που όλο έσφιγ­γε, έσφιγ­γε να σου τινά­ξει τα μυα­λά στον αέρα.

- Ωστε ήσου­να κι εσύ εκεί; ρώτη­σε ο Στέργιος. 

Πού να σε γνω­ρί­σω με τα γένια!..

Τα χαρά­μα­τα οι αντί­πα­λοι χωρί­στη­καν, έπια­σε ο καθέ­νας τη θέση του κι άρχι­σε η μάχη…

Εκεί­νη τη φορά το «825» το είχα­νε πάρει οι αντάρτες.»

Οι τύψεις για τις κατα­δό­σεις εαμι­τών στα χρό­νια της Αντί­στα­σης χρό­νια μετά του  δημιουρ­γού­σαν εφιάλ­τες και του έφερ­ναν αϋπνί­ες.

«Οι αϋπνί­ες τον είχαν εξα­ντλή­σει. Αυτό είπε η γυναί­κα του στους νοσο­κό­μους που ήρθαν και τον πήραν, ένα βρά­δυ που είχε βγά­λει ένα ουρ­λια­χτό που σήκω­σε όλο το σπί­τι στο πόδι.

Είχαν δίκιο όλοι όσοι του’ λεγαν πως «δεν είναι για τέτοια πράγ­μα­τα». Να τώρα, εκεί­νο που είχε καλό μέσα του, βρή­κε αυτό το δρό­μο για να εκδη­λω­θεί: την τρέλα.»

Μια ιστο­ρία αγά­πης σε μορ­φή στι­χο­μυ­θί­ας κλεί­νει τη συλλογή.

- Το κάνα­νε επί­τη­δες Στέλλα!

- Σ’ αγα­πώ, Σώτο.

- Το κάνα­νε επί­τη­δες και σε στεί­λα­νε σ’ άλλο τάγ­μα για να μας χωρίσουνε.

- Σ’ αγα­πώ, Σώτο.

- Μια μέρα θ’ αντα­μώ­σου­με Στέλ­λα κι ας είναι αργά, κι ας κρα­τά­με μπαστούνια…

- Σ’ αγα­πώ, Σώτο.

- Θ’ αντα­μώ­σου­με στην Αθή­να μας, στην Πλα­τεία Συντάγματος.

- Σ’ αγα­πώ, Σώτο.

- Θα κρα­τιό­μα­στε από το χέρι και κανέ­νας δε θα μπο­ρεί να μας χωρίσει.

- Σ’ αγα­πώ, Σώτο.

- Τα χέρια μας θα’ ναι σαν ένα.

- Σ’ αγα­πώ, Σώτο.

- Θα πάρου­με σβάρ­να τους δρό­μους, τα πάρ­κα, τις ακρογιαλιές.

- Σ’ αγα­πώ, Σώτο.

- Το βρά­δυ θα κρυ­βό­μα­στε σ’ ένα μεγά­λο δωμάτιο.

- Σ’ αγα­πώ, Σώτο.

- Σ’ ένα μεγά­λο δωμά­τιο κάτασπρο.

- Σ’ αγα­πώ, Σώτο

- Άσπροι τοί­χοι, άσπρο ταβά­νι, άσπρα πατώ­μα­τα, άσπρες πόρ­τες, άσπρα παράθυρα.

- Σ’ αγα­πώ, Σώτο.

- Άδειο!

- Σ’ αγα­πώ, Σώτο.

- Μόνο ένα άσπρο κάτα­σπρο σεντό­νι στη μέση, να το χτυ­πά­ει ο άσπρος ήλιος απ’ τ’ άσπρο παράθυρο.

- Σ’ αγα­πώ, Σώτο.

- Και θα ξαπλώ­σου­με οι δυό μας, όπως τότε, κάτω από τα πλα­τά­νια, στο Βέρμιο.

- Σ’ αγα­πώ, Σώτο.

- Με τα κλα­ριά τους ενω­μέ­να, πάνω, ψηλά, στον ουρανό.

- Σ’ αγα­πώ, Σώτο.

- Θα πάρω ασβέ­στη, πολύ ασβέ­στη και θα το βάψω κάτασπρο.

- Όχι, το σπί­τι θα το βάψω εγώ.

- Σ’ αγα­πώ, Στέλλα.

- Θα πάω στον μπα­κά­λη της γει­το­νιάς και θ’ αγο­ρά­σω πέντε κιλά ήλιο.

- Σ’ αγα­πώ, Στέλλα.

- Λες να φτά­σουν πέντε κιλά ήλιος για τ’ άσπρισμα;

- Σ’ αγα­πώ, Στέλλα.

- Θαρ­ρώ θα φτά­σουν πέντε κιλά ήλιος και για τους τοί­χους, και για τα πατώ­μα­τα και για το ταβάνι.

- Σ’ αγα­πώ, Στέλλα.

- Μόνο μην κάνει πολ­λή ζέστη.

- Σ’ αγα­πώ, Στέλλα.

- Για σκέ­ψου! Πέντε κιλά ήλιος.

- Σ’ αγα­πώ, Στέλλα.

- Μήπως θα’ ταν καλύ­τε­ρα να το βάψου­με με φεγγάρι;

- Σ’ αγα­πώ, Στέλλα.

- Θα’ ναι, όμως, κιτρι­νω­πό, ε;

- Σ’ αγα­πώ, Στέλλα.

- Μόνο που’ σαι μικρο­α­στός και διανοούμενος.

- Σ’ αγα­πώ, Στέλλα.

- Διά­βα­σες πολύ και τα μπέρδεψες.

- Σ’ αγα­πώ, Στέλλα.

- Ο κομ­μου­νι­σμός δεν είναι αυτό, δεν μπο­ρεί να είναι αυτό.

- Σ’ αγα­πώ, Στέλλα.

- Εγώ, λέω, θα’ ναι να μπο­ρείς να πηγαί­νεις στον μπα­κά­λη και ν’ αγο­ρά­ζεις πέντε κιλά ήλιο ή πέντε κιλά φεγ­γά­ρι να βάψεις το σπί­τι σου.

- Σ’ αγα­πώ, Στέλλα.

- Σ’ αγα­πώ, Σώτο.

- Πάρε το μπα­στού­νι σου…

- Πάρε το μπα­στού­νι σου…

- Να δού­με αν φέρα­νε ήλιο στα μαγαζιά.

 

Δημή­τρης Ραβά­νης  — Ρεντής, Το φιμω­μέ­νο φως. Διη­γή­μα­τα. Κέδρος 1978

Εξώ­φυλ­λο και εικο­νο­γρά­φη­ση: Κυριά­κος Κυριακίδης
Ο Δημή­τρης Ραβά­νης – Ρεντής έφυ­γε από τη ζωή στις  21 Μαρ­τί­ου 1996

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο