Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τρεις μικρές ιστορίες (με μεγάλες προεκτάσεις) για τη μετανάστευση και την υπερορία

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Τι είναι αυτό που διώ­χνει έναν άνθρω­πο από τον γενέ­θλιο τόπο του, τον ανα­γκά­ζει να δια­σχί­σει χιλιά­δες χιλιό­με­τρα και να εγκα­τα­στα­θεί σε έναν άγνω­στο τόπο που κανέ­ναν δε γνω­ρί­ζει, ούτε τη γλώσ­σα, ούτε καλά καλά τι θα του ξημε­ρώ­σει η επό­με­νη μέρα; Τι μπο­ρεί να νιώ­θει, τι κου­βα­λά­ει μέσα του αυτός ο ξερι­ζω­μέ­νος άνθρω­πος, είτε έφυ­γε με την ελπί­δα μια μέρα να γυρί­σει πίσω σε καλύ­τε­ρη κατά­στα­ση από αυτή που βρι­σκό­ταν όταν έφυ­γε, είτε κυνη­γη­μέ­νος για να σώσει τη ζωή του από τις σφαί­ρες του πολέ­μου, είτε ακό­μα ρισκά­ρο­ντας τη ζωή του απελ­πι­σμέ­νος από τη φτώ­χεια και την εξα­θλί­ω­ση που κάποιοι του επέ­βα­λαν; Αν όλοι οι άνθρω­ποι γνώ­ρι­ζαν τις απα­ντή­σεις σε αυτά τα ερω­τή­μα­τα, τότε ο κόσμος σίγου­ρα θα ήταν καλύ­τε­ρος και οι αιτί­ες αυτών των προ­βλη­μά­των θα εξέλιπαν.

Τρεις μικρές ―σε αριθ­μό λέξε­ων― ιστο­ρί­ες, τρεις βαριοί για τους ώμους των πρω­τα­γω­νι­στών τους σταυ­ροί, που δεν έχουν άλλη επι­λο­γή από το να τους σηκώ­σουν και να βαδί­σουν ―με κινη­τή­ρια δύνα­μη στην πορεία τους τα όνει­ρα, τις προσ­δο­κί­ες, την ελπί­δα― μια δια­δρο­μή ανη­φο­ρι­κή και δυσκο­λο­διά­βα­τη, και ―το κυριό­τε­ρο― χωρίς να είναι βέβαιοι οι ίδιοι που θα τους βγάλει.

Ο Έλλη­νας μετα­νά­στης στη Γερ­μα­νία και οι δυο Ελλά­δες που κου­βα­λά­ει μαζί του στη δια­δρο­μή από τη φάμπρι­κα προς το σπί­τι και από το σπί­τι στη φάμπρι­κα. Μια Ελλά­δα που τρο­μά­ζει τους ντό­πιους και μια που πλη­γώ­νει τον ίδιο.

Το διωγ­μέ­νο από την Ελλά­δα των «νικη­τών» του εμφυ­λί­ου πολέ­μου ελλη­νό­που­λο, που περι­πλα­νιέ­ται μέχρι να βρει φιλο­ξε­νία και ζεστα­σιά στις λαϊ­κές δημο­κρα­τί­ες, επου­λώ­νο­ντας τις πλη­γές που του άνοι­ξε η απώ­λεια των μελών της οικο­γέ­νειάς του και ο βίαιος ξεριζωμός.

Ο Πακι­στα­νός φτω­χο­διά­βο­λος, ο κατα­τρεγ­μέ­νος από την ανέ­χεια και την πολι­τι­κή αστά­θεια του τόπου του, που ρίχνε­ται στη μάχη για την επι­βί­ω­ση, με αξιο­πρέ­πεια στο μερο­κά­μα­το και σεβα­σμό στη χώρα που τον φιλο­ξε­νεί, θάβει τον αδερ­φι­κό του φίλο δίπλα στη μάντρα του νεκρο­τα­φεί­ου, στις παρυ­φές των ορί­ων του χώρου όπου η Ελλά­δα θάβει τα δικά της παιδιά.

Τρεις ιστο­ρί­ες, τριών ανθρώ­πων τόσο όμοιες και συνά­μα τόσο δια­φο­ρε­τι­κές, όσο όμοιοι και ταυ­τό­χρο­να δια­φο­ρε­τι­κοί είναι όλοι οι άνθρω­ποι. Και ίσοι.

Έλληνας μετανάστης, εργάτης σε φάμπρικα της Γερμανίας.

Έλλη­νας μετα­νά­στης, εργά­της σε φάμπρι­κα της Γερμανίας.

1] Ξενο­φο­βία — ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ

Το σήμα κατα­τε­θέν του πατέ­ρα μου ήταν πάντα το χοντρό του μου­στά­κι. Στη δεκα­ε­τία του ’50, όταν πήγε στη Γερ­μα­νία να δου­λέ­ψει, μετά από λίγο και­ρό ο προϊ­στά­με­νος στο εργο­στά­σιο του είπε: «Ή τη δου­λειά ή το μου­στά­κι. Διά­λε­ξε ποιο από τα δύο θες να χάσεις».

Την επο­χή εκεί­νη υπήρ­χαν πολύ λίγοι ξένοι κι ακό­μα λιγό­τε­ροι ξένοι με μου­στά­κι. Όταν θέλη­σε να μάθει το λόγο, του είπαν ότι οι Γερ­μα­νοί συνά­δελ­φοι τον βλέ­πουν και τρο­μά­ζουν. Ο πατέ­ρας μου ήξε­ρε καλά τι θα πει τρό­μος. Είχε ζήσει τη σφα­γή της Σμύρ­νης, είχε ζήσει το αλβα­νι­κό μέτω­πο, τον Εμφύ­λιο, τη φτώ­χια, την ανερ­γία, δεν ήθε­λε λοι­πόν να τρο­μά­ζει τους ανθρώ­πους. Το ξύρι­σε. Τώρα όμως τρό­μα­ξε ο ίδιος και σ’ ένα μήνα το ξανά­φη­σε. «Ας με διώ­ξουν», είπε. «Δε θα μου λεν οι Γερ­μα­νοί πώς να ξυρίζομαι».

Δεν τον έδιω­ξαν, για­τί είχαν προ­λά­βει να δού­νε όλοι πως δίχως εκεί­νες τις τρί­χες ήταν κι αυτός ένας συνη­θι­σμέ­νος άνθρω­πος σαν τους ίδιους και δεν υπήρ­χε λόγος να τον φοβού­νται. Είχα­με προ­λά­βει όμως κι εμείς να δια­πι­στώ­σου­με για­τί οι γεί­το­νες μας Γερ­μα­νοί δεν καλη­μέ­ρι­ζαν την καλη­μέ­ρα μας. Μας φοβού­νταν. Εμείς φοβό­μα­σταν αυτούς κι αυτοί εμάς. Όταν μπαί­να­με στο μπα­κά­λι­κο να ψωνί­σου­με, ο μπα­κά­λης βια­ζό­ταν να ξεμπερ­δεύ­ει μαζί μας κι αν τύχαι­νε κανέ­νας γεί­το­νας να ’ρχε­ται από απέ­να­ντι, άλλα­ζε καλού κακού πεζο­δρό­μιο. Oι ποσό­τη­τες των τρο­φί­μων που αγο­ρά­ζα­με τον είχαν τρο­μά­ξει και το είχε δια­δώ­σει παντού. Άλλω­στε μας έβλε­παν όλοι που γυρί­ζα­με σπί­τι κατα­φορ­τω­μέ­νοι. Αφού πει­νού­σα­με τόσο, για­τί να μη φάμε και άνθρω­πο; Πού ξέρα­νε με τι τρε­φό­μα­σταν εκεί απ’ όπου ήρθα­με; Δυο βήμα­τα παρα­κά­τω ήταν η Αφρι­κή, μπο­ρεί κι ένα βήμα. Για­τί λοι­πόν να μην κατα­βρο­χθί­ζου­με κι ανθρώ­πους: Εδώ που τα λέμε, ίσως και να το κάνα­με αν δεν είχα­με τη δου­λειά μας και δε χορ­ταί­να­με απ’ αυτήν.

Ο δρό­μος όπου έμε­ναν οι γονείς μου ήταν ένας εργα­τι­κός δρό­μος, όπου σπά­νια συνα­ντού­σες άνθρω­πο. Ολη­με­ρίς βρί­σκο­νταν κλει­σμέ­νοι στα εργο­στά­σια, ολο­βρα­δίς μπρος στην τηλε­ό­ρα­ση κι ολο­νυ­χτίς κοι­μού­νταν. Όποιος έκα­νε κάτι έξω απ’ αυτά ήταν ύπο­πτος. Οι συμπα­τριώ­τες μας που έρχο­νταν από μακριά να γιορ­τά­σου­με τις άγιες μέρες τούς τρό­μα­ζαν και τους πανι­κό­βαλ­λαν. Παρα­κο­λου­θού­σαν πίσω από τις κουρ­τί­νες τα αυτο­κί­νη­τα που κατέ­φθα­ναν γεμά­τα οικο­γέ­νειες, ταψιά και τεν­τζε­ρέ­δες και δεν μπο­ρού­σαν να κατα­λά­βουν τι συμ­βαί­νει. Για κεί­νους ήταν άγριες μέρες και δεν ησύ­χα­ζαν ώσπου ν’ ακού­σουν τ’ αυτο­κί­νη­τα να φεύ­γουν. Ρωτού­σαν το σπι­το­νοι­κο­κύ­ρη μήπως υπήρ­χε καμιά κρυ­φή ταβέρ­να μες στο σπί­τι του και ποιος πλη­ρώ­νει όλα τού­τα τα φαγιά. Εκεί­νος φοβό­ταν πιο πολύ απ* όλους, για­τί είχε κατα­ντή­σει να ‘ναι ξένος μέσα στο ίδιο του το σπί­τι. Μόνο η δική του οικο­γέ­νεια ήταν γερ­μα­νι­κή κι ούτε ήξε­ρε μέχρι πότε θα εξα­κο­λου­θού­σε να ’ναι». Μέσα στο αχού­ρι του ζού­σαν άλλες δύο οικο­γέ­νειες αλλο­δα­πών, μια ιτα­λι­κή και μια ακό­μα ελλη­νι­κή. Οι μόνοι γκά­σταρ­μπαι­τερ* σ’ ολό­κλη­ρη την περιο­χή. Όλοι αυτοί ανε­βο­κα­τέ­βαι­ναν τις σάπιες σκά­λες που χρη­σι­μο­ποιού­σαν η γυναί­κα του και τα παι­διά του, μπαι­νό­βγαι­ναν στο ίδιο απο­χω­ρη­τή­ριο της αυλής με ξεκού­μπω­τα που­κά­μι­σμα και λυμέ­να ζωνά­ρια και ανοι­γό­κλει­ναν την ίδια πόρ­τα, που πίσω της ποτέ δεν ήξε­ρες τι σε περιμένει.

Τα ‘λεγε όλα αυτά στους γεί­το­νες όταν τον κατη­γο­ρού­σαν πως έφε­ρε μες στα πόδια τους αγριω­πούς και πει­να­σμέ­νους αγνώ­στους για μια χού­φτα μάρ­κα. Προ­σπα­θού­σε να τους πεί­σει ότι τα κεφα­λά­κια και τα έντε­ρα που έβλε­παν να κου­βα­λά­νε οι νοι­κά­ρη­δές του προ­έρ­χο­νταν από αρνά­κια που αγό­ρα­ζαν κανο­νι­κά από τα σφα­γεία κι όχι από σφαγ­μέ­νους Γερ­μα­νούς. Τι να πει κι ο ίδιος, που τα παι­διά του του μιλού­σαν ήδη λέξεις ακα­τα­λα­βί­στι­κες και τρώ­γα­νε όλ’ αυτά τα σκα­τά; Το σπί­τι του βρω­μο­κο­πού­σε σκόρ­δο χωρίς να το βάζει στο στό­μα του. Όπως κι εκεί­νοι, μισού­σε το σκόρ­δο κι όμως ήταν ανα­γκα­σμέ­νος ν’ ανέ­χε­ται την μπό­χα του, για να μπο­ρεί ν’ αγο­ρά­ζει τα λου­κά­νι­κα που τόσο αγαπούσε.

Η κόρη του αγά­πη­σε το σκόρ­δο επει­δή προη­γου­μέ­νως αγά­πη­σε τον Έλλη­να που το ’τρω­γε. Όταν περ­νάω από την Κολο­νία, πηγαί­νω και τους βλέπω.

«Το καλο­καί­ρι θα ’ρθω στην Ελλά­δα», μου λέει κάθε φορά ο παλιός μου σπι­το­νοι­κο­κύ­ρης. «Ο εγγο­νός μου μου μαθαί­νει ελλη­νι­κά». Ποτέ δεν ήρθε. Και για­τί να ’ρθει άλλω­στε; Η Ελλά­δα πήγε κοντά του.

* Gastarbeiter: Επι­σκέ­πτες εργά­τες (έτσι μας έλε­γαν οι Γερμανοί).

(Αντώ­νης Σου­ρού­νης: «Κυρια­κά­τι­κες ιστο­ρί­ες», εκδ. Καστα­νιώ­τη, Αθή­να 2002)

Παιδιά μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) που έπεσαν στη μάχη για λευτεριά και προκοπή του λαού, στο έδαφος φιλόξενης Λαϊκής Δημοκρατίας (μάλλον Ουγγαρία).

Παι­διά μαχη­τών του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας (ΔΣΕ) που έπε­σαν στη μάχη για λευ­τε­ριά και προ­κο­πή του λαού, στο έδα­φος φιλό­ξε­νης Λαϊ­κής Δημο­κρα­τί­ας (μάλ­λον Ουγγαρία).

2] Μητριά πατρί­δα — ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ

Βγά­λα­με τα κόκα­λα βια­στι­κά από το κοι­μη­τή­ριο. Άλλα σε ξύλι­να κασό­νια, άλλα σε σακού­λες της ζάχα­ρης, τα περισ­σό­τε­ρα χύμα. Μόλις ακού­γο­νταν τ’ αερο­πλά­να, τρυ­πώ­να­με μέσα. Βαριά μυρου­διά μού­χλας, σάπιος αέρας. Έξω πέφτα­νε βόμπες, έτρε­με ο τόπος, κάνα­με το σταυ­ρό μας μικροί μεγάλοι.

Από μέρα σε μέρα τα πράγ­μα­τα αγρί­ευαν. Οι αντάρ­τες πέρα δώθε όλο φού­ρια, τ’ αερο­πλά­να έρχο­νταν συχνό­τε­ρα. Είδαν κι από­ει­δαν ο κόσμος, ανε­βή­κα­με στο βου­νό, στη Λακ­κό­τρυ­πα. Ανά­ψα­με φωτιές οι γυναί­κες, βάλα­με να μαγει­ρεύ­ου­με, ο καπνός ανέ­βαι­νε ως τον τρού­λο, ζαλί­ζο­νταν τα περι­στέ­ρια. Όσα πέφτα­νε τα μαγει­ρεύ­α­με επι­τό­που. Τ’ άλλα φτε­ρού­γι­ζαν τρο­μαγ­μέ­να, τα κυνη­γού­σαν με κου­βέρ­τες, σεντό­νια, ώσπου φύγα­νε τα ζωντα­νά του Θεού.

Τον πάπ­που σου τον έδερ­ναν θέρ­μες, δεν μπο­ρού­σε ν’ ανε­βεί, τον άφη­σαν χαμη­λά στο μονο­πά­τι με το ξυλο­κρέ­βα­το. Μας έστει­λε να κατε­βού­με κι εμείς. Κατε­βή­κα­με κακήν κακώς μες στη νύχτα. Ψηλά γίνο­νταν μάχη, πηχτό βου­η­τό, μπου­μπου­νη­τά κάθε τόσο. Εμείς στο δρό­μο χαμέ­νοι. Διά­βη­καν κάτι αντάρ­τες, μας βαλαν μπρο­στά, περά­σα­με το σύνο­ρο ξημερώματα.

(όπως τα θυμά­ται η μάνα μου)

Σκό­δρα. Μένου­με στις Καζέρ­μες. Παλιά στρα­τιω­τι­κά κτή­ρια, δίπα­τα. Αντι­κρι­στά. Στε­νό­μα­κρη αυλή. Από δω και από κει δυο μεγά­λες ξύλι­νες πόρ­τες, τις κλεί­νουν μόλις νυχτώ­σει. Οι γυναί­κες με τα μαύ­ρα πάνε κι έρχο­νται, κρύ­βουν ψωμί στην ποδιά, το αλλά­ζουν με ψάρια.

Στην αυλή παί­ζουν τα παι­διά. Κάθο­μαι και τα κοι­τά­ζω απ’ το παρα­θύ­ρι. Άμα με πάρει το μάτι τους, μου κάνουν νοή­μα­τα. Δεν κατε­βαί­νω, μου βγά­ζουν τη γλώσσα.

Ο πάπ­πους με πηγαί­νει κάθε μέρα στη λίμνη. Είχε πρη­στεί η κοι­λιά μου. Την πρώ­τη μέρα έτρε­ξα μες στα χορ­τά­ρια, κυλί­στη­κα, έβα­λα τις φωνές. Ήταν τσου­κνί­δες. Από τότε με κρα­τού­σε απ’ το χέρι. Σιγά σιγά με το περ­πά­τη­μα ξεφού­σκω­σα. Απ’ την κλει­σού­ρα, είπανε.

Ένα κρύο πρωί βρή­κα­νε το μωρό στ’ απο­χω­ρη­τή­ρια. Γυμνό, μελα­νια­σμέ­νο, μ’ ένα σκοι­νί στο λαι­μό. Το ‘δα ανά­με­σα από μαύ­ρα φου­στά­νια και βια­στι­κά πήγαιν’ έλα. Μας διώ­ξαν εμάς, μην το βλέ­που­με. «Μπα­στί, μπα-στί», φωνά­ζα­νε κι έκα­ναν το σταυ­ρό τους.

Στην αυλή μοι­ρά­ζα­νε λάδι, φασό­λια, πετρω­μέ­νο αλεύ­ρι. Οι γυναί­κες το ‘σπα­γαν με ό,τι βρί­σκα­νε, το ‘τρι­βαν με μπου­κά­λια, το ξανά­κα­ναν σκό­νη. Πίκρι­ζε το ψωμί.

Έρχο­νταν Γκέ­γκη­δες. Που­λού­σαν οπω­ρι­κά, πεπό­νια, καρ­πού­ζια. Έπε­φταν οι γυναί­κες όλες μαζί, από κοντά κι εμείς. Φώνα­ζαν, παζά­ρευαν, εκεί που πρό­σε­χε τη μια, έσπρω­χνε η άλλη το καρ­πού­ζι κάτω από τα πόδια της, τα φου­στά­νια μακριά, δε φαι­νό­ταν, το ‘παιρ­ναν από πίσω τα παι­διά, γραμ­μή στο σπί­τι. Το κατά­λα­βαν ύστε­ρα κι έρχο­νταν δύο δύο.

Από τα Μακε­δό­νι­κα ακού­γο­νταν κάθε τόσο μοι­ρο­λό­για. Τους έρχο­νταν τα μαντά­τα απ’ τον Γράμ­μο, το Βίτσι. Οι μανά­δες μας κοι­τά­ζο­νταν αμί­λη­τες, κού­να­γαν το κεφάλι.

Μαζεύ­ου­νε τα παι­διά, θα μας στεί­λουν αλλού, χώρια απ’ τους δικούς μας. Οι Μακε­δό­νισ­σες τα δωσαν τα δικά τους. Έκλαι­γαν, τα φιλού­σα­νε, δεν είπα­νε όχι. Οι δικές μας αγρί­ε­ψαν. Έσκου­ζαν, κατα­ριό­ντα­νε, μας έσφιγ­γαν πάνω τους, μια δυο πέσα­νε στους υπεύ­θυ­νους με τα νύχια, βάλα­με κι εμείς τα κλά­μα­τα, μας αφή­σα­νε. Πήραν τα μεγα­λύ­τε­ρα, από δέκα και πάνω.

Μας φορ­τώ­νουν σε μεγά­λα καμιό­νια. Μετά στο βαπό­ρι, ένα πολω­νέ­ζι­κο φορ­τη­γό, είπα­νε. Μας ανε­βά­ζουν με βίν­τσι και τρέ­μου­με, κάποιος πέφτει στη θάλασσα.

Κατε­βά­ζουν το φαγη­τό με αλυ­σί­δες, είμα­στε μέσα στο αμπά­ρι πατείς με πατώ σε. Δε μας αφή­νουν να ξεμυ­τί­σου­με. Ανέ­βη­κε ο πάπ­πους μια μέρα στο κατά­στρω­μα, περ­νού­σε ένα βαπό­ρι, «Πέσε κάτω», του λένε, δεν έπε­φτε, τον κατέ­βα­σαν με τη βία.

Περά­σα­με το Γιβραλ­τάρ, μετά και τη Μάγ­χη. Δώδε­κα μερό­νυ­χτα. Από το βαπό­ρι στο τρέ­νο. Μπαί­νου­νε κάτι όμορ­φες κάθε τόσο, μας δίνου­νε μήλα, μπι­σκό­τα, είναι αλλιώς.

Στην Ουγ­γα­ρία κρύο πολύ. Κου­βα­λά­γα­με ψεί­ρες. Περ­νούν τα ρού­χα μας από κλί­βα­νο, μας βάζουν στα μπά­νια. Μια μισο­σκό­τει­νη αίθου­σα, γεμά­τη ατμούς και γυναί­κες. Εκεί­νο το μαύ­ρο χαμη­λά στην κοι­λιά το ‘βλε­πα πρώ­τη φορά. Βγαί­νο­ντας μοι­ρά­ζου­νε χλαί­νες στους μεγά­λους κι από ένα γυλιό με μήλα.

Μπά­λα­τον. Ξενο­δο­χεία όλο πάστρα και μάρ­μα­ρα. Οι γριές πού να μπουν στους χαλέ­δες, τις στρά­βω­νε το άσπρο. Με τον και­ρό συνή­θι­σαν κι όπως δεν ήταν μαθη­μέ­νες από χαρ­τιά και τέτοια, γέμι­σαν δαχτυ­λιές τα πλα­κά­κια. Έφρι­ξαν οι Μαγυάροι.

Τα φαγιά τους καλά. Σα να μη έφτα­νε, μας πότι­ζαν μου­ρου­νό­λα­δο, δεν το θέλα­με. Μας κυνη­γού­σαν κάτι αφρά­τες Ουγ­γα­ρέ­ζες με το μπου­κά­λι και τη λαβί­δα στο χέρι.

(Μιχά­λης Γκα­νάς, «Μητριά πατρί­δα», εκδ. Καστα­νιώ­τη, Αθή­να 1986)

Σαχζάτ Λουκμάν (1986-2013). Πακιστανός εργάτης που δολοφονήθηκε από τα μαχαίρια χρυσαυγιτών φασιστών στις 17 Γενάρη του 2013, ενώ πήγαινε με το ποδήλατό του για το μεροκάματο.

Σαχ­ζάτ Λουκ­μάν (1986–2013). Πακι­στα­νός εργά­της που δολο­φο­νή­θη­κε από τα μαχαί­ρια χρυ­σαυ­γι­τών φασι­στών στις 17 Γενά­ρη του 2013, ενώ πήγαι­νε με το ποδή­λα­τό του για το μεροκάματο.

3] Κηδεία Πακι­στα­νού απο­βιώ­σα­ντος εν Ελλά­δι — ΜΙΧΑΛΗΣ ΦΑΚΙΝΟΣ

Ώρα τέσ­σε­ρα… μου παν… νεκρο­τα­φείο. Πήγα. Δεν ήξε­ρα πού ‘ταν… ρώτα­γα… Μου ‘παν… γέλα­γαν… Κι εγώ γέλα­γα… Έτσι… για… φχα­ρι­στώ… Ξένος τόπος εδώ, γελά­νε… Κάτι για γκό­με­να είπαν… Γέλα­σα… «Δεν ξέρω», είπα… «Δικό μου άνθρω­πο», είπα, «νεκρο­τα­φείο, πάω…» Μου ‘δει­ξαν… προ­χώ­ρη­σα… προ­χώ­ρη­σα… Ζέστη έκα­νε… Άνθρω­ποι έξω, σε πεζο­δρό­μιο… κοντό βρα­κιά… φανέ­λες φόρα­γαν με χρώ­μα… άλλοι αριθ­μούς πάνω είχα­νε… μπί­ρες έπιαν… ράδιο άκουαν, ματς… Γυναί­κες ωραί­ες, παχου­λές… κάθο­νταν σε πόρ­τα… με κοί­τα­ζαν… Εγώ άντρες ρώτα­γα πού πάνε νεκρο­τα­φείο… «Πες, ρε, Ολυ­μπια­κός…» «Ολυ­μπια­κός», έλε­γα… Γέλα­γαν… Μου ’δει­χναν μετά… Κι εγώ πήαι­να, πήαι­να… κι όλο νόμι­ζα ότι χαμέ­νος ήμου­να και τα σκυ­λιά φοβό­μου­να πολύ… Κάπο­τε, να, νεκρο­τα­φείο… Κατά­λα­βα από μαύ­ρα γυναί­κες ρού­χα… Και λου­λού­δι… Πολ­λά λου­λού­δι… Μπαί­νω… Δεν ήξε­ρα τι κάνω… Τρο­μαγ­μέ­νος είδα παπού­τσα μου σκο­νι­σμέ­να… Τι κάνω;… Κάπου κρύ­φτη­κα… έφτυ­σα παπού­τσα… σκού­πι­σα πάνω μπα­τζά­κι… γυά­λι­σαν… βγήκα.

Χάζευα σταυ­ρούς, μάρ­μα­ρα… Κοί­τα­ξα ρολόι μου… Τέσ­σε­ρα πέρα­σαν… φοβή­θη­κα… Φίλος μου… Ρώτη­σα ένα γκαρ­σό­νι… δεν ήξε­ρε, κοί­τα­ζε άλλο… Είπα όνο­μα φίλο μου σ’ άλλο γκαρ­σό­νι… εκεί­νο μου ‘δει­ξε ένα κάμα­ρα… Πήγα… Στά­θη­κα μπρο­στά ανοι­χτή πόρ­τα… σκο­τει­νά μέσα… έβα­λα κεφά­λι μου μέσα… κοί­τα­ζα… Ένας έτρωε καρ­πού­ζι… γύρω πέντε κάσες… Είπα όνο­μα φίλο μου… «Φίλος μου», είπα… «Μαζί από Πακι­στάν… εδώ… Ελλά­δα… δου­λειά μαζί, ναυ­πη­γεία…» «Από τι πέθα­νε;» ρώτη­σε άνθρω­πος με καρ­πού­ζι… «Έπε­σε», είπα… Μου ‘δει­ξε με μαχαί­ρι μια κάσα… Πήγα εκεί… Στά­θη­κα πάνω, όρθιο… δεν ήξε­ρα τι κάνω… Εκεί­νο μου ‘πε… «Άνοι­ξε… δεις…» Άνοι­ξα καπά­κι… Φίλος μου!… Εκεί­νη στιγ­μή… καρ­διά μου χτύ­πη­σε πολύ… φού­σκω­σα… νόμι­σα στή­θος μέσα ποτά­μι είχα… ήθε­λα πολύ φωνά­ξω… κλά­ψω… χτυ­πη­θεί… Οχ είπα… άνθρω­πο τρώ­ει καρ­πού­ζι… δε κάνει… έμει­να ήσυ­χος… μόνο δεξί μου πόδι έξυ­νε χάμω… χωρίς το θέλω… Μετά… έσκυ­ψα… χάδε­ψα μαύ­ρα μαλ­λιά του… ξερά σα στά­χυα ήτα­νε… τότε είπα… «Φίλε μου…» πολύ πολύ σιγά… να ’το πάλι το ποτά­μι μέσα… έκα­να βήχα… όρθιο σηκώ­θη­κα… κοί­τα­ζα άνθρω­πο που έτρωε καρ­πού­ζι… «Λοι­πόν», μου ’πε εκεί­νο… «Λοι­πό;» είπα γω… «Ας τελειώ­νου­με», είπε εκεί­νο και σκουπίστηκε…

Φώνα­ξε… «Βαγ­γέ­λη, ρε Βαγ­γέ­λη…» αλλά κανέ­να Βαγ­γέ­λη δεν ήρτε… «Θα κάνου­με μόνοι μας δου­λειά», είπε… Μου ‘δει­ξε καρο­τσά­κι… Σα λιμα­νιού ήτα­νε… αλλά δεν ήτα­νε… Βάλα­με πάνω κάσα με φίλο μου… Δεν ήτα­νε βαρύς… Ποτέ δεν ήτα­νε βαρύς… Βγά­λα­με έξω από κάμα­ρα… ποπό, ήλιος… έκλει­σα μάτια μου… Εκεί­νο είπε… «Σμπρώ­ξε κατά κει και βλέ­πο­με…» Έσμπρω­ξα καρο­τσά­κι με κάσα… Ωραίο δρο­μά­κι… ωραία τάφοι… μάρ­μα­ρο… άγαλ­μα… είπα μέσα μου.… να, εδώ, ωραίο για φίλο μου… μα άνθρω­πο έδει­χνε πέρα… άθρω­ποι κοί­τα­γαν… «Γλή­γο­ρα, γλή­γο­ρα, από δω…» φώνα­ζε άθρω­πο… εγώ έσμπρω­χνα δυνα­τά καρο­τσά­κι… ιδρω­μέ­νος ήμου­να… «Από δω, από δω…» στρί­ψα­με… πάλι στρί­ψα­με… τώρα χώμα κάτω… δύσκο­λα καρο­τσά­κι πήαι­νε… «Πού πάμε;» είπα… Εκεί­νο μου ‘δει­ξε μακριά… εκεί που μαύ­ρα δέντρα κι ένα ξερό ήτα­νε… δεν ήξε­ρα τόσο μεγά­λο ήτα­νε νεκρο­τα­φείο… Κάπου τέλειω­σε δρο­μά­κι… Μπρο­στά χωρά­φι… μα χωρά­φι δεν ήτα­νε… Σταυ­ρούς ξύλο είχε… άλλοι χάμω πέσα­νε… άλλο σάπιο… κάτι γράμ­μα­τα πάνω είχα­νε… άθρω­ποι σκά­βα­νε… άλλοι μάντρα ακου­μπού­σαν… κάπνι­ζαν, μίλα­αν, εμέ­να κοί­τα­αν… το καρο­τσά­κι με κάσα φίλο μου κοίτααν…

Τότε άθρω­πο κάτι ονό­μα­τα φώνα­ξε… και Βαγ­γέ­λη νομί­ζω… «Ο Πακι­στα­νός…» είπε… έδει­ξε κάσα με φίλο μου… Έπια­σαν κάσα… έπια­σα εγώ πίσω… σηκώ­σα­με κάσα… βάλα­με ώμο… περ­πα­τή­σα­με… Φτά­σα­με σε λάκ­κο… Στε­νό πολύ ήτα­νε… βάθο πολύ ήτα­νε… χώμα βου­νό από­ξω… άκρη άκρη χωρά­φι ήτα­νε… κοντά μάντρα πολύ… εκεί μαύ­ρα δέντρα κι ένα ξερό ήτα­νε… Έβα­λαν μέσα κάσα με φίλο μου… γλή­γο­ρα γλή­γο­ρα, φτυά­ρια χώμα ρίχνα­νε… εγώ κάτι ήθε­λα πω… «Στά­σου», είπα… Ντρά­πη­κα πολύ… όλοι άθρω­ποι στα­μά­τη­σαν… εμέ­να κοί­τα­αν… «Όχι, τίπο­τα», είπα… Ξανάρ­χι­σαν ρίχνουν χώμα μέσα… κάποιο γέλα­σε… άλλο κλό­τση­σε εκεί­νο που γέλα­σε… άρχι­σαν τσα­κώ­νο­νται πάνω τάφο… έβα­λε φωνές άθρω­πος που έτρωε καρ­πού­ζι… φαί­νε­ται ήταν αφε­ντι­κό… ησύ­χα­σαν… έρι­ξαν όλο χώμα… ένα μικρό βου­νό εκεί που ήταν φίλο μου… Μετά ένα πήρε δυο ξύλα… έχω­σε ένα πάνω… έχω­σε ένα κάτω χώμα… εκεί που ήταν τώρα φίλο μου… Είπε: «Αυτό ήταν…» κι εμέ­να κοί­ταε… Εγώ είχα ποτά­μι μέσα… δεν είπα τίπο­τα… κατά­λα­βα, τελεί­ω­σαν… δεν ήξε­ρα τι κάνω τώρα… είπα: «Να πάω πίσω καρο­τσά­κι;» «Μπρά­βο, λεβέ­ντη…» είπε αφε­ντι­κό… Πήρα καρο­τσά­κι πάω πίσω κάμα­ρα… Κοί­ταα δρο­μά­κια καλά καλά… θυμά­μαι άλλη φορά… βρω τάφο φίλο μου… πω εκεί­να που δεν είπα τώρα… μόνος την άλλη φορά που έρτω εδώ… Έβα­λα καρο­τσά­κι κάμα­ρα… Βγή­κα… Ποπό­οο! Ήλιος… Έκα­να άκρη… κηδεία περ­νού­σε… Τέσ­σε­ρα γκαρ­σό­νια βάστα­αν κάσα… Δυο παπά­δες έλε­αν… Πίσω κόσμο πολύ… έκλαιαν… Και στε­φά­νια… πολύ λου­λού­δι… εγώ τότε φίλο μου εγώ σκέ­φτη­κα… ούτε ένα λου­λού­δι… ούτε κου­βέ­ντα… ούτε αντίο… Δυο ξυλα­ρά­κια δεί­χνουν τάφο… εκεί… άκρη μάντρας… χωρά­φι… μαύ­ρα δέντρα, ένα ξερό…

Άρχι­σα τρέ­χω… Βγή­κα νεκρο­τα­φείο… Τότε λέω: άσε ποτά­μι βγει… Εκεί­νο βγή­κε… από μάτια… από στό­μα… Έλε­γα όνο­μα φίλο μου… μάτια έτρε­χε ποτά­μι… Δε μπο­ρού­σα τρέ­ξω άλλο… Κάθι­σα σε κολό­να ηλε­κτρι­κού… Έβα­λα κεφά­λι δυο πόδια μέσα, έκλαια… Όπως τότε που είχα­με πεί­να… Όπως τότε χωρίς δου­λειά… Όπως εκεί­νο βρά­δυ εφά­α­με ξύλο εγώ και φίλος μου… Τότε ένα στά­θη­κε… Πάνω μου… Είδα μαύ­ρα παπού­τσια… Μετά έρι­ξε κοσά­ρι­κο μπρο­στά μου… Κοί­ταα καλά καλά κοσά­ρι­κο… Μετά σήκω­σα κεφά­λι… Είδα καλό κύριο… Κοί­ταε εμέ­να λύπη… Δε ξέρω… Τότε θύμω­σα πολύ… Σηκώ­θη­κα… Φώνα­ξα πολύ… «Φίλο μου πάει. Τι τα κάνω λεφτά σου;… Μαλά­κα!» Τρο­μαγ­μέ­νος τότε έγι­να… Άρχι­σα τρέ­χω πολύ… Μη δεί­ρουν εμέ­να οι Έλληνες…

(Μιχά­λης Φακί­νος, «Όμη­ρος Mπαρ», εκδ. Κέδρος, Αθή­να 1997)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο