Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βασίλης Ραφαηλίδης: ο μεγάλος αιρετικός

Γρά­φει ο Βασί­λης Κρί­τσας //

Θέλω να ανα­πτύ­ξω ολό­πλευ­ρα την προ­σω­πι­κό­τη­τά μου και να γευ­τώ όλους τους χυμούς της ζωής, έγρα­φε κάπου ένας θαυ­μα­στής του Βασί­λη Ραφαη­λί­δη, εμπνευ­σμέ­νος από τη ζωή και το έργο του. Που το ακο­λού­θη­σε ως σύν­θη­μα ο Ραφαη­λί­δης (χωρίς να το ξέρει) στη δική του προ­σω­πι­κή δια­δρο­μή, συν­δε­ό­με­νος με το κομ­μου­νι­στι­κό κίνη­μα και πολ­λούς μεγά­λους σταθ­μούς του περα­σμέ­νου αιώνα.

Γεν­νη­μέ­νος το 34’ στα Σέρ­βια Κοζά­νης, πέρα­σε την εφη­βεία του στην Καστο­ριά, ακού­γο­ντας και νιώ­θο­ντας πολ­λές φορές το πέρα­σμα των ανταρ­τών του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού στα γύρω βου­νά, όπως σημειώ­νει στο αυτο­βιο­γρα­φι­κό «Μνη­μό­συ­νο σε έναν ημι­τε­λή θάνα­το». Εγκα­θί­στα­ται στην Αθή­να, όπου σπου­δά­ζει στη Σχο­λή Σταυ­ρά­κου και αρχί­ζει να ασχο­λεί­ται με τον κινη­μα­το­γρά­φο. Κάνει κάποιες σκη­νο­θε­τι­κές από­πει­ρες με δυο ντο­κι­μα­ντέρ μικρού μήκους, που στη συνέ­χεια απο­κη­ρύσ­σει, και γίνε­ται στε­νός φίλος του σκη­νο­θέ­τη Θόδω­ρου Αγγε­λό­που­λου. Εγκα­τα­λεί­πει τον χώρο της σκη­νο­θε­σί­ας για να γίνει κρι­τι­κός κινη­μα­το­γρά­φου, εργά­ζε­ται στην εμβλη­μα­τι­κή «Επι­θε­ώ­ρη­ση Τέχνης» και άλλα προ­ο­δευ­τι­κά έντυ­πα και προ­χω­ρά στη βρα­χύ­βια έκδο­ση ενός δικού του περιο­δι­κού. Μετα­πο­λι­τευ­τι­κά συνερ­γά­ζε­ται με τις μεγα­λύ­τε­ρες εφη­με­ρί­δες της χώρας (Βήμα, Έθνος, Ελευ­θε­ρο­τυ­πία ενώ συμ­βά­λει με κάποια ανυ­πό­γρα­φα κεί­με­να στα πρώ­τα βήμα­τα του νόμι­μου Ριζο­σπά­στη, το 74′), όπου γρά­φει κινη­μα­το­γρα­φι­κές κρι­τι­κές, επι­φυλ­λί­δες και πολι­τι­κά σημειώ­μα­τα, μέχρι το θάνα­τό του, μία μέρα σαν και σήμε­ρα, πριν από 16 χρό­νια. Ενδιά­με­σα είχε συλ­λη­φθεί και βασα­νι­στεί για την ιδε­ο­λο­γία του από τη δικτα­το­ρία, κι είχε ακο­λου­θή­σει τον Πάμπλο της 4ης διε­θνούς, στα πρώ­τα χρό­νια της Αλγε­ρι­νής επανάστασης.

Ο Ραφαη­λί­δης ήταν μια γλυ­κιά, αιρε­τι­κή μορ­φή της ελλη­νι­κής Αρι­στε­ράς, με σπά­νια καλ­λιέρ­γεια και αυτο­μόρ­φω­ση (αν και ο ίδιος μπο­ρεί να θύμω­νε με ένα τόσο ευρύ καπέ­λο, που θα του αφαι­ρού­σε την ιδιό­τη­τα του Κομ­μου­νι­στή κι ας μην έγι­νε ποτέ μέλος του κόμ­μα­τος). Δήλω­νε φανα­τι­κός ανα­γνώ­στης βιβλί­ων, που θα του άρε­σε να πλη­ρώ­νε­ται ει δυνα­τόν για αυτήν τη δου­λειά, αλλά ήταν κι ο ίδιος πολυ­γρα­φό­τα­τος. Από τα δεκά­δες βιβλία και συλ­λο­γές κει­μέ­νων του, ξεχω­ρί­ζει ίσως η «(κωμι­κο­τρα­γι­κή) ιστο­ρία του νεο­ελ­λη­νι­κού κρά­τους», με όλα όσα δεν χώρε­σαν ποτέ στα επί­ση­μα σχο­λι­κά εγχει­ρί­δια, κι «η μεγά­λη περι­πέ­τεια του μαρ­ξι­σμού», όπου εκφρά­ζει τις αγω­νί­ες, τα ερω­τή­μα­τα και τους εσω­τε­ρι­κούς μονό­λο­γους αρκε­τών συντρό­φων του, μετά τη νίκη της αντε­πα­νά­στα­σης. Το βασι­κό γνώ­ρι­σμά του είναι ο χει­μαρ­ρώ­δης, εκλαϊ­κευ­τι­κός του λόγος, που σαγη­νεύ­ει μυη­μέ­νους κι αρχά­ριους, ωθώ­ντας κάθε ανα­γνώ­στη να κάνει ό,τι έκα­νε κι ο ίδιος: να ανα­πτύ­ξει ολό­πλευ­ρα την προ­σω­πι­κό­τη­τά του και να γευ­τεί όλους τους χυμούς της ζωής.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο