Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

VENCEREMOS

Γρά­φει ο Σφυ­ρο­δρέ­πα­νος //

Με δίχως σημαί­ες και δίχως ιδέ­ες, δίχως καβά­τζα καμιά (…)

στο μαγκα­νο­πή­γα­δο της ήττας μου περ­νώ, venceremos, venceremos

Οι προ­λε­τά­ριοι δεν έχου­νε πατρίδα

Για­τί η τάξη τους κι η σχέ­ση της απέ­να­ντι στα μέσα παρα­γω­γής είναι που καθο­ρί­ζει την ταυ­τό­τη­τά τους, τη θέση τους στην κοι­νω­νία και τα συμ­φέ­ρο­ντά τους.

Οι προ­λε­τά­ριοι δεν έχου­νε πατρίδα

Ούτε και το κεφά­λαιο εξάλ­λου. Για την ακρί­βεια το κεφά­λαιο δεν έχει καμία πατρί­δα, ενώ οι προ­λε­τά­ριοι έχουν πολ­λές και νιώ­θουν ως τέτοια κάθε γωνιά της γης. Ακρι­βώς επει­δή νοιά­ζο­νται και πονά­νε τον τόπο τους (τις καλύ­βες και τα πεζού­λια τους, όπως λέει ο Βελου­χιώ­της στον ιστο­ρι­κό του λόγο στη Λαμία), μπο­ρούν να αγα­πή­σουν τις πατρί­δες και τους λαούς όλους του κόσμου. Αλλά η «πατρί­δα» και το «έθνος των εργα­ζο­μέ­νων» δεν έχει καμία σχέ­ση με το «καπι­τα­λι­στι­κό έθνος», που του πλα­σά­ρουν ως πατρί­δα. Και ο προ­λε­τα­ρια­κός διε­θνι­σμός δεν έχει σχέ­ση με τον κοσμο­πο­λι­τι­σμό του κεφα­λαί­ου ή τη μεγά­λη ευρω­παϊ­κή ιδέα, που του που­λά­νε ως ελπί­δα. Το κεφά­λαιο δεν έχει καμία πατρί­δα, για αυτό κι οδη­γεί με μαθη­μα­τι­κή ακρί­βεια στον όλε­θρο ολό­κλη­ρη την ανθρωπότητα.

Οι προ­λε­τά­ριοι δεν έχου­νε πατρί­δα.

Είχαν όμως μητέ­ρα πατρί­δα τους (που πιά­νει και τα δύο φύλα των γονιών, πάτρια και μήτρια σε έναν όρο) τη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση, ακρι­βώς με ταξι­κό (κι όχι εθνι­κό) κρι­τή­ριο, για­τί μπο­ρού­σαν να ανα­γνω­ρί­σουν σε ποια πλευ­ρά στε­κό­ταν και ποια συμ­φέ­ρο­ντα υπη­ρε­τού­σε –έστω με αδυ­να­μί­ες και αντι­φά­σεις. Και δεν υπήρ­χε πιο δυνα­τή εικό­να και συμ­βο­λι­σμός για την απώ­λεια αυτού του… μητε­ρο­πα­τέ­ρα γονιού από την υπο­στο­λή της κόκ­κι­νης σημαί­ας στο Κρεμ­λί­νο, τέτοιες μέρες πριν από 23 χρό­νια. Δεν υπήρ­χε συνει­δη­το­ποι­η­μέ­νος εργά­της, κομ­μου­νι­στής, προ­ο­δευ­τι­κός άνθρω­πος γενι­κό­τε­ρα, ακό­μα κι απο­στά­τες του κινή­μα­τος –που είναι η πιο άτι­μη φάρα, αλλά δια­τη­ρού­σαν κάποια εξαρ­τη­μέ­να αντα­να­κλα­στι­κά- που να μη δάκρυ­σε και να μην πικρά­θη­κε από αυτή την εξέ­λι­ξη. Κι αντι­στρό­φως, δεν υπάρ­χει αστός, αγκω­νά­ρι του συστή­μα­τος ή άνθρω­ποι με εξω­νη­μέ­νες συνει­δή­σεις, που να μην την πανη­γύ­ρι­σαν. Εξαι­ρού­νται (;) κάποιες πολι­τι­κές δυνά­μεις, που στο ρόλο του χρή­σι­μου ηλί­θιου μιλού­σαν για ελπι­δο­φό­ρες λαϊ­κές επα­να­στά­σεις και γνή­σια λαϊ­κά ξεσπάσματα.

Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της τελευ­ταί­ας εικο­σα­ε­τί­ας (στη Ρωσία κι όχι μόνο) μιλά­ει βέβαια από μόνη της. Δρα­μα­τι­κή πτώ­ση του μέσου προσ­δό­κι­μου ζωής στα όρια της γενο­κτο­νί­ας, θέριε­μα της μαφί­ας, φτώ­χια, δυστυ­χία, ξήλω­μα των εργα­τι­κών κατα­κτή­σε­ων ακό­μα και στις χώρες του δυτι­κού κόσμου (που απέ­μει­νε χωρίς το «αντί­πα­λο δέος», ελεύ­θε­ρος να δεί­ξει το πραγ­μα­τι­κό του πρό­σω­πο), απο­κα­τά­στα­ση των ναζί, των συνερ­γα­τών τους και των επι­γό­νων τους σε μια σει­ρά χώρες (κυρί­ως στις Βαλ­τι­κές). Αυτά είναι μόλις μερι­κές πτυ­χές από τα κομ­μά­τια που συν­θέ­τουν το ζοφε­ρό τοπίο της αντεπανάστασης.

Αλλά αν κάποιοι αντλούν τις ελπί­δες τους από την αντε­πα­νά­στα­ση και την καπι­τα­λι­στι­κή παλι­νόρ­θω­ση, για εμάς (κόντρα στο ρεύ­μα της υπο­τα­γής και το τέλος της ιστο­ρί­ας) ελπί­δα είναι η πάλη των λαών, όπως έγρα­φε το άκρως συγκι­νη­τι­κό πρω­το­σέ­λι­δο του Ριζο­σπά­στη της επό­με­νης μέρας. Για­τί την κόκ­κι­νη σημαία της ταξι­κής πάλης δεν μπό­ρε­σαν, ούτε θα κατα­φέ­ρουν ποτέ να την υπο­στεί­λουν, όπως δε θα μπο­ρέ­σουν να καταρ­γή­σουν με δια­τάγ­μα­τα τις κοι­νω­νι­κές νομο­τέ­λειες. Αυτή είναι η δική μας σημαία και… «καβά­τζα». Κι αν τώρα βου­λιά­ζου­με στο μαγκα­νο­πή­γα­δο της ήττας μας και των δια­λυ­τι­κών συνε­πειών της, γνω­ρί­ζου­με πως η τελι­κή νίκη θα είναι δική μας.

Venceremos, venceremos

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο