Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλέκος Ξένος «Ενσαρκωτής φωτεινών ιδανικών»

Το 1912 γεν­νιέ­ται στη Ζάκυν­θο ο Αλέ­κος Ξένος. Είχε δύσκο­λα παι­δι­κά χρό­νια καθώς ορφά­νε­ψε νωρίς. Ωστό­σο κατά­φε­ρε να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει σημα­ντι­κές μου­σι­κές σπου­δές με δασκά­λους τον Δημή­τρη Μητρό­που­λο, τον Φιλο­κτή­τη Οικο­νο­μί­δη και τον Γεώρ­γιο Σκλάβο.

Τεσ­σά­ρων χρό­νων ορφα­νεύ­ει από πατέ­ρα. Το 1918 η βασα­νι­σμέ­νη από τη φτώ­χεια και προ­βλή­μα­τα υγεί­ας, μάνα του αυτο­κτο­νεί, πέφτο­ντας στα αφρι­σμέ­να κύμα­τα. Συγ­γε­νείς βάζουν το μεγα­λύ­τε­ρο παι­δί στο ορφα­νο­τρο­φείο, αλλά εγκα­τα­λεί­πουν στην τύχη του το μικρό­τε­ρο. Τον Αλέ­κο Ξένο περι­μα­ζεύ­ουν συντο­πί­τες. Ο μικρός κάνει δου­λιές του ποδα­ριού σε τσα­γκα­ρά­δι­κο, καμί­νι και για τον καλ­λί­φω­νο ταβερ­νιά­ρη Σπύ­ρο Μπά­στα. Δεκα­τεσ­σά­ρων χρό­νων γρά­φε­ται στη Φιλαρ­μο­νι­κή του Δήμου Ζακύν­θου. Μαθαί­νει τρο­μπέ­τα, παί­ζει με τη Φιλαρ­μο­νι­κή και συνο­δεύ­ει μελο­δρα­μα­τι­κούς θιά­σους. Γνω­ρί­ζε­ται με τον σοσια­λι­στή συγ­γρα­φέα Κ. Πορ­φύ­ρη και επη­ρε­ά­ζε­ται ιδε­ο­λο­γι­κά και πνευ­μα­τι­κά από αυτόν. Το 1930 εντάσ­σε­ται στην μπά­ντα της Φρου­ράς Αθη­νών και το 1932 αρχί­ζει ανώ­τε­ρες σπου­δές στο Ωδείο Αθη­νών, με καθη­γη­τές τους Δημή­τρη Μητρό­που­λο και Φιλο­κτή­τη Οικο­νο­μί­δη. Παράλ­λη­λα δου­λεύ­ει σε μου­σι­κά κέντρα, μου­σι­κούς θιά­σους, κλπ.

Το 1934 μυεί­ται στο μαρ­ξι­σμό από τον Κ. Κανα­ρί­δη (εκτε­λέ­στη­κε από τους ναζί στην Κατο­χή). Το 1936 προ­σλαμ­βά­νε­ται στη Συμ­φω­νι­κή Ορχή­στρα του Ωδεί­ου Αθη­νών, δου­λεύ­ο­ντας και αλλού. Συμ­με­τέ­χει στους αγώ­νες του μου­σι­κού κλά­δου, εντάσ­σε­ται στην ΚΟ Μου­σι­κών του παρά­νο­μου ΚΚΕ και πρω­το­στα­τεί για τη δημιουρ­γία της Κρα­τι­κής Ορχή­στρας Αθη­νών, της Ορχή­στρας Σοβα­ρής Μου­σι­κής του Εθνι­κού Ιδρύ­μα­τος Ραδιο­φω­νί­ας, της Ορχή­στρας της Λυρι­κής Σκη­νής και για την κρα­τι­κο­ποί­η­ση της σχο­λής του, του Ωδεί­ου Αθηνών.

Το 1941 εντάσ­σε­ται στο ΕΑΜ και ορί­ζε­ται γραμ­μα­τέ­ας — εκπρό­σω­πος της ΚΟ Μου­σι­κών στην Αχτί­δα Δια­νο­ου­μέ­νων ‑Καλ­λι­τε­χνών του ΚΚΕ. Συμ­βάλ­λει στη δημιουρ­γία ΕΑΜί­τι­κων μου­σι­κών ομά­δων και στην έκδο­ση της παρά­νο­μης εφη­με­ρί­δας του Πανελ­λή­νιου Μου­σι­κού Συλ­λό­γου «Ο Μου­σι­κός», ενώ βοή­θη­σε τον Βασί­λη Ρώτα στην δημιουρ­γία του Θεά­τρου του Βου­νού μαζί με την σύζυ­γό του, ηθο­ποιό ‘Αννα Ξένου.

Συλ­λαμ­βά­νε­ται δυο φορές αλλά ξεφεύ­γει. Μελο­ποιεί το πρώ­το του αντι­στα­σια­κό τρα­γού­δι, το ποί­η­μα του Παλα­μά «Εμπρος». Προ­τεί­νει στο ΚΚΕ ‑και εκεί­νο το απο­δέ­χε­ται- την οργά­νω­ση ενός μεγά­λου πολι­τι­στι­κού προ­γράμ­μα­τος στο Βου­νό. Ο Α. Ξένος οργα­νώ­νει φιλαρ­μο­νι­κές και χορω­δί­ες στα Βου­νά της μαχό­με­νης ελεύ­θε­ρης Ελλά­δας. To 1942 συν­θέ­τει το τρα­γού­δι «Ο πρώ­τος αντάρ­της» σε στί­χους Στά­θη Πρω­ταί­ου. Το 1943 οι κατα­κτη­τές σχε­διά­ζουν συναυ­λία στη Λυρι­κή Σκη­νή, με συμ­με­το­χή της Ορχή­στρας της. Οι μου­σι­κοί του ΕΑΜ, με επι­κε­φα­λής τον Α. Ξένο ματαιώ­νουν τη συναυ­λία παρι­στά­νο­ντας τους «άρρω­στους». Ο συν­θέ­της κατα­ζη­τεί­ται. Βγαί­νει στην παρα­νο­μία και στο Βου­νό, όπου γρά­φει αντι­στα­σια­κά τρα­γού­δια, μου­σι­κή για παρά­στα­ση κου­κλο­θε­ά­τρου, συνερ­γά­ζε­ται με άλλους ΕΑΜί­τες καλλιτέχνες.

Την περί­ο­δο αυτή συνέ­θε­σε μερι­κά πασί­γνω­στα αντι­στα­σια­κά τρα­γού­δια όπως «Το τρα­γού­δι του ‘Αρη», ενώ οργά­νω­σε φιλαρ­μο­νι­κές και χορω­δί­ες για τις ανά­γκες του εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κού αγώνα.

Συναυ­λία για το λαό από μπά­ντα του ΕΛΑΣ (Φωτο­γρα­φία: Σπύ­ρος Μελετζής)

Το 1944 συμ­με­τέ­χει στο Α’ Πανελ­λα­δι­κό Συνέ­δριο Ανταρ­τών ΕΠΟ­Νι­τών στο Μικρό Χωριό Ευρυ­τα­νί­ας, παρο­τρύ­νο­ντας τους ΕΠΟ­Νί­τες να ανα­πτύ­ξουν μου­σι­κή και γενι­κό­τε­ρη πολι­τι­στι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα. Συμ­με­τέ­χει στο περί­φη­μο Θεσ­σα­λι­κό Ομι­λο -«Θέα­τρο του Βου­νού» που δημιούρ­γη­σε ο Βασί­λης Ρώτας. Το Μάη του 1944, κατά την ορκω­μο­σία της Κυβέρ­νη­σης του Βου­νού, στις Κορυ­σχά­δες, με φιλαρ­μο­νι­κές και χορω­δί­ες του Βου­νού παρου­σί­α­σε το μελο­ποι­η­μέ­νο από τον ίδιο «Υμνο της ΠΕΕΑ».

Στο αιμα­το­βαμ­μέ­νο συλ­λα­λη­τή­ριο στις 4 του Δεκέμ­βρη 1944 σώζε­ται από ιππείς ανταρ­το­ε­πο­νί­τες και κατα­φεύ­γει στη Χαλ­κί­δα. Το 1946 ολο­κλη­ρώ­νει τη «Συμ­φω­νία της Αντί­στα­σης» και το Μάρ­τη η Κρα­τι­κή Ορχή­στρα Αθη­νών παρου­σιά­ζει το έργο «Εισα­γω­γή Λευ­τε­ριάς». Το 1947, λόγω των ιδε­ών και της δρά­σης του απο­λύ­ε­ται από την Κρα­τι­κή Ορχή­στρα Αθη­νών και το 1950 από την Ορχή­στρα του ΕΙΡ.

Πιστός στις ιδέ­ες του μέχρι τέλους, αρνή­θη­κε πει­σμα­τι­κά να υπο­γρά­ψει Δήλω­ση μετα­νοί­ας για τα πιστεύω του στην μετεμ­φυ­λια­κή Ελλά­δα, κι έχα­σε πέντε φορές την θέση του (ως τρο­μπο­νί­στας) στις μεγα­λύ­τε­ρες ορχή­στρες, λόγω φρο­νη­μά­των. Ορχή­στρες για την ίδρυ­ση των οποί­ων είχε πρω­το­στα­τή­σει καθώς συμ­με­τεί­χε ενερ­γά σε όλους τους καλ­λι­τε­χνι­κούς και συν­δι­κα­λι­στι­κούς αγώ­νες. Επί χού­ντας απα­γο­ρεύ­ο­νται οι ραδιο­φω­νι­κές ανα­με­τα­δό­σεις έργων του.

Το εμβλη­μα­τι­κό­τε­ρο έργο του είναι η «Συμ­φω­νία αρ.1 της Αντί­στα­σης» (1945) που συμπυ­κνώ­νει κατά τρό­πο μνη­μειώ­δη την αγω­νι­στι­κό­τη­τα των Ελλή­νων επί Κατο­χής, ενσω­μα­τώ­νο­ντας τα γνω­στό­τε­ρα μου­σι­κά μοτί­βα από αντι­στα­σια­κά τρα­γού­δια της επο­χής. Το 1952 συνέ­θε­σε το συμ­φω­νι­κό έργο «Ο Διγε­νής δεν πέθα­νε» (1952), εμπνευ­σμέ­νο από την εκτέ­λε­ση Μπε­λο­γιάν­νη. Το Συμ­φω­νι­κό Ποί­η­μα «Σπάρ­τα­κος», γρά­φτη­κε αργό­τε­ρα (1963) αλλά απη­χεί την ιδε­ο­λο­γία του Ξένου.

Ο Αλέ­κος πέθα­νε την 1 Σεπτεμ­βρί­ου 1995.

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο