Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιάννης Σκαρίμπας, Ξέσπασμα ψυχής…

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

«Ο πει­ρα­σμός δε μου έλει­ψε, αλλά τον κατα­νί­κη­σα. Επέ­ρα­σε από το νου μου, σαν που­λί ξένων τόπων, η ιδέα να βάλω κι εγώ πίλον* υψη­λόν μετά παρά­ση­μου· έτσι θα φού­σκω­να στο ψέμα τους πλη­σί­ον μου και τους παρα­πέ­ρα…» (*πίλος: καπέλο).

Τα λόγια αυτά σκια­γρα­φούν μια πτυ­χή της πολυ­διά­στα­της προ­σω­πι­κό­τη­τάς του και του χαρα­κτή­ρα του. Αν προ­σπα­θού­σα­με να «στρι­μώ­ξου­με» σε λέξεις τι εστί Γιάν­νης Σκα­ρί­μπας, θα κατα­βά­λα­με μεγά­λη προ­σπά­θεια για να χωρέ­σει σε αυτό που λαός μας απο­κα­λεί «ανά­πο­δος άνθρω­πος»· και πάλι δεν θα τα καταφέρναμε.

Ξεχω­ρι­στή και ίσως μονα­δι­κή περί­πτω­ση για την ελλη­νι­κή λογο­τε­χνία, ασχο­λή­θη­κε με όλα σχε­δόν τα είδη της. Ήταν ποι­η­τής, πεζο­γρά­φος, θεα­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας, βιβλιο­κρι­τι­κός, αρθρο­γρά­φος, συστη­μα­τι­κός επι­στο­λο­γρά­φος, και ιστο­ρι­κός. Ήταν όμως και… φανα­τι­κός καρα­γκιο­ζο­παί­κτης, και μάλι­στα αυθε­ντι­κός, που θα πει ότι έφτια­χνε τις φιγού­ρες με τα χέρια του!

Η γλώσ­σα που χρη­σι­μο­ποί­η­σε στη γρα­φή του αρχι­κά ξενί­ζει και κάποιες φορές απω­θεί τον ανα­γνώ­στη. Και μόνο αυτός που θα «επι­μεί­νει» και θα περά­σει στο «δεύ­τε­ρο επί­πε­δο» ανά­γνω­σης, θα απο­ζη­μιω­θεί από την πρω­το­τυ­πία και τον πλού­το της· από την ευρη­μα­τι­κό­τη­τα και την ικα­νό­τη­τα του συγ­γρα­φέα να πλά­θει λέξεις πρω­το­φα­νέ­ρω­τες που ―δε μπο­ρεί να μη― σχε­τί­ζο­νται ως ένα βαθ­μό και με τον «ιδιόρ­ρυθ­μο» χαρα­κτή­ρα του.

SKARIBAS2Φύση και πνεύ­μα ανή­συ­χο, αθυ­ρό­στο­μος, αντι­συμ­βα­τι­κός, ανυ­πό­τα­κτος και ελεύ­θε­ρος «σαν που­λί ξένων τόπων», δεν χώρε­σε ποτέ στα καλού­πια του… εν Αθή­ναις εγκα­τε­στη­μέ­νου κατε­στη­μέ­νου. Με το έργο του σφυ­ρο­κο­πού­σε κάθε τι αντί­θε­το προς τις αρχές και τις αξί­ες του· δεν δίστα­ζε να τα βάζει με κάθε μορ­φής εξου­σία και κύκλω­μα είτε αφο­ρού­σε στην πολι­τι­κή, είτε στα γράμ­μα­τα. Με το ίδιο πάθος που ριχνό­ταν στους δυνα­τούς, χτυ­πού­σε και τους δει­λούς ή τους αμέ­το­χους. Ο Σκα­ρί­μπας δεν ήξε­ρε τι θα πει «ουδε­τε­ρό­τη­τα». Μέχρι το τέλος της ζωής του παρέ­μει­νε απρο­σκύ­νη­τος, με το κεφά­λι ψηλά στην κορ­φή ενός σώμα­τος μικρού σε μπόι, μα γεμά­το πάθος και ψυχή που το ’καναν να μοιά­ζει ότι δεν πατά­ει στη γη.

Το έργο του, εντυ­πω­σια­κό σε έκτα­ση και αξία. Από τους πρω­το­πό­ρους της ελλη­νι­κής λογο­τε­χνί­ας, με το πεζο­γρα­φι­κό του έργο να επι­σκιά­ζει με το μέγε­θός του τα αξιό­λο­γα όσο και ανα­τρε­πτι­κά ποι­ή­μα­τά του που δεν έγι­ναν γνω­στά όσο ίσως τους άξι­ζε. Χαρα­κτη­ρί­στη­κε ο σημα­ντι­κό­τε­ρος εκπρό­σω­πος του υπερ­ρε­α­λι­σμού στην Ελλά­δα, για το ύφος του και για τη γλώσ­σα του που στην επο­χή του τάρα­ξαν τα νερά του λογο­τε­χνι­κού γίγνε­σθαι. Ο ίδιος δεν εντά­χτη­κε ποτέ σε ομά­δες ή «κύκλους», όπως δεν είχε και μιμη­τές. Ανε­λέ­η­τος κρι­τής των πάντων εξα­κό­ντι­ζε τα βέλη του ―λαϊ­κής σοφί­ας, γνώ­σης, σαρ­κα­σμού, μαχη­τι­κό­τη­τας και πάθους για την αλή­θεια― από το «οχυ­ρό» του, τη Χαλκίδα.

Ένα κομ­μά­τι της ψυχής του Γ. Σκα­ρί­μπα μετα­φέ­ρου­με με αυτή την ανάρ­τη­σή μας στο δια­δί­κτυο. Ένα κομ­μά­τι πλημ­μυ­ρι­σμέ­νο από ευαι­σθη­σία, οργή και αυτο­σαρ­κα­σμό· ποτι­σμέ­νο με δηλη­τή­ριο για τις συμ­βά­σεις και τον καθω­σπρε­πι­σμό, την υπο­κρι­σία, την μικρο­α­στι­κή σαπί­λα και την κοι­νω­νι­κή αδι­κία. Και από δάκρυα για την «απο­λε­σμέ­νη ζωή» του συγ­γρα­φέα και το ανα­σκά­λε­μα της απου­σί­ας του ακρι­βού του φίλου. Πρό­κει­ται για επι­στο­λή που έστει­λε ο Σκα­ρί­μπας στον ―επί­σης λογο­τέ­χνη― Τάσο Ζάπ­πα (με κατα­γω­γή από την Εύβοια) με τον οποίο δια­τη­ρού­σε φιλι­κή σχέ­ση, αφού διά­βα­σε το βιβλίο του «Στο Ιόνιο με μια βάρκα».

Δημο­σιεύ­τη­κε (ανέκ­δο­τη μέχρι τότε) στο καλό περιο­δι­κό ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ (μηνιαία επι­θε­ώ­ρη­ση τέχνης, αρ. τευχ. 26), τον Δεκέμ­βρη του 1985, και την παρα­θέ­του­με από το αρχείο μας:

«Χαλ­κί­δα 5.5.70

Αγα­πη­τέ μου Ζάππα,

Το βιβλίο σου «Στο Ιόνιο με μια βάρ­κα» είναι μια συναρ­πα­στι­κή τοι­χο­γρα­φία από χρώ­μα­τα, από βου­ές κι ακρο­γιά­λια. Και τού­το το «κρα­σί» είναι το δυνα­τό­τε­ρο απ’ όλα. Τα ξέρω αυτά τα μέρη, αυτές τις θάλασ­σες, αυτές τις Σει­ρή­νες του Οδυσ­σέα. Τις πέρα­σα κι εγώ μικρός (περί­που έφη­βος) μ’ ένα γαλα­ξι­διώ­τι­κο καρα­βό­σκα­ρο του θεί­ου μου Κοτ­το­μά­τη και καπε­τά­νιου του… Κάλ­λιο να μην το διά­βα­ζα, γιατ’ έκλα­ψα. Έκλα­ψα για την απο­λε­σμέ­νη μου ζωή, να είμαι νομο­τα­γής πολί­της μες στις πόλεις. Ευη­πό­λη­πτον σκα­τό (μετά των ομοί­ων μου), υπο­κο­ρι­στι­κός άνθρω­πος του κόσμου. «Φιλό­στορ­γος οικο­γε­νειάρ­χης» και φιλό­νο­μος ― τηρώ­ντας και τις αστυ­νο­μι­κές, περί τα πάντα, διατάξεις.

skaribas3Ου μην, αλλά και κωλο­συγ­γρα­φεύς μετά «προ­σω­πι­κού ύφους» και τα τέτοια. Ενί λόγω, σπου­δαί­ον κολο­κυ­θό­κορ­φον άξιον μιας καρ­πα­ζιάς να κάμει τρά­κες… Και ξέχα­σα, και πρό­δω­σα, και απί­στη­σα. Ξέχα­σα τα ονει­ρι­κά κλου­μπα­κι­τά, στις μάσκες των καρα­βιών με τις μαγκά­δες. Τα «κάρ­γα» της σκα­μπα­βί­ας στο «λεσά­ρι­σμα» ενά­ντια στην μπου­κα­δό­ρα — για το πόρ­το. Ξέχα­σα ο κερα­τάς και το σκαρ­φά­λω­μα (σαν ποντι­κού) στα ξάρ­τια προς την κόφα. Τους παπα­φί­γκους, τους κοντρα­φλό­κους που τους «νετά­ρι­ζα» με — μπά­τσους — κατα­μου­τρίς μου — το λεβά­ντε… Τ’ αντάλ­λα­ξα (σαν τους Ινδιά­νους το χρυ­σό) με τα «αβέκ πλε­ζίρ» κάτι γελοί­ων. Μ’ εκεί­να τα μαϊ­μου­δί­στι­κα «μερ­σί» και τα «παρόλ-ντο­νέρ»… των Χαλκιδέων…

Φίλε μου Ζάπ­πα, έχεις και­ρό για …ξέρα­σμα, ή για να χασμου­ρη­θείς μέχρι θανά­του; Έλα να «παρ­λε-βουί­σου­με» δωδά και να «σοβα­ρο­λο­γή­σου­με» δεό­ντως. Να πού­με για τον κύριο Αγκνιου και για τον ακα­δη­μαϊ­κόν κ. Ζέρ­βαν. Θ’ ανα­γνώ­σο­μεν και την πατριω­τι­κήν χρη­στο­μά­θεια κάτι αγο­ρη­τών της 25ης Μαρ­τί­ου. Οι άνθρω­ποι, από τότε που έγι­ναν εθνι­κό­φρο­νες δεν έχουν ξανα­κα­κο­φά­ει στη ζωή τους…

Αυτά. Και σου είπα — έκλα­ψα. Μα εκεί που ξανά — τώρα — πεν­θώ, είναι όταν ανα­κά­λυ­ψα ότι ο «πρω­τέ­ας» σου ήταν ο Κώστας Μοντε­σά­ντος. Τον ανα­γνώ­ρι­σα τον πολύ­κλαυ­στο φίλο μου, τον τρυ­φε­ρό και ευγε­νέ­στα­το τού­τον ποι­η­τή μας. Τον είχα γνω­ρί­σει (και ήμα­σταν αχώ­ρι­στοι) εδώ, γύρω στα 1958–60. Ήταν τότε διευ­θυ­ντής κάποιας εται­ρεί­ας μεταλ­λευ­μά­των (στα Πάλιου­ρα — με γρα­φείο της, και μαζί τον Μοντε­σά­ντο — στη Χαλκίδα).

Τι ήταν, ωρέ Ζάπ­πα μου, να το ιδώ; Χάθη­κε ο καη­μέ­νος και πολυ­βα­σα­νι­σμέ­νος μου φίλος, σχε­δόν νέος — αυτός ο αξέ­χα­στος ειδω­λο­λά­τρης του ωραί­ου, αυτός ο ποι­η­τι­κός παγα­νι­στής μας… Από την ώρα εκεί­νη τον πεν­θώ ξανά. Και από­γι­να. Από­γι­να κοι­τά­ζο­ντας στα μού­τρα τους συνάν­θρω­πους — αυτούς τους απο­λε­σμέ­νους κρί­κους μας με τους πιθήκους…

Ζάπ­πα, θα πάθω!.. Μ’ έπνι­ξε η γύρω μας γελοιό­τη­τα, των «μικρο­α­στι­κών» — λεγό­με­νων — ταξί­των. Αυτή η κοι­νω­νία των απα­ξιών, το κύμα αυτών των γλοιω­δών ανθρω­πα­κί­ων… Κρί­μα διό­τι να, αυτοί (αυτό το ευτε­λές τους σκυ­λο­λόι) τους πήγαι­νε πολύ να με πάρουν στο λαι­μό τους, τους πήγαι­νε πολύ… Πολύ τους πήγαι­νε να με κάμουν κύριο — ως αυτοί — και να με λένε «μαιτρ» και τα τοιαύ­τα. Ενώ, εγώ, τους συχαί­νο­μαι εκ βαθέ­ων μου, που με μετα­χει­ρί­στη­καν σαν τους Ινδιά­νους ο Κολόμ­βος: μου πήραν τις πλά­κες του χρυ­σού για ένα ρήγα καρό και πέντε χάντρες… Μ’ έμπλε­ξαν με την Αρε­τή και την Τιμή και το κακό συνα­πά­ντη­μα. Και σαν πλη­ρω­μή για την «απ-αρέ­τω­σή» μου και την «α‑τίμωση μου… βγά­νουν το καπέλ­λο! Τους είμαι… αντίσκαστος!

Γειά, ωρέ Ζάπ­πα, και συχώ­ρα με για το ξέσπα­σμα τού­το της ψυχής μου. Οι κάβοι σου, οι για­λοί σου, με εξε­ρέ­θι­σαν, μα με ανα­στά­τω­σε η ανά­μνη­ση του Μεγά­λου Μοντεσάντου.

Γιάν­νης Σκαρίμπας

Σημ. Σαν έρθεις ως εδώ, έλα, ωρέ φίλε, να τα πού­με. Ζήτη­σε με στο τηλέ­φω­νο του σπι­τιού μου. Είμαι πάντα κλει­στός — δεν θέλω ούτε να βλέ­πω ούτε ν’ ακούω. Μνέ­σκω δωδά και στου­μπάω ωραία την κεφα­λή μου. Χτες έσκι­σα δέκα από τα «έργα» μου (πανα­πεί από τις Αρε­τές, τις Ηθι­κές και λοι­πά τέτοια ψέμα­τα αλά Μυγχάουζεν!)».

skaribas4

Δια­βά­ζο­ντας την επι­στο­λή-ξέσπα­σμα ψυχής του Γ. Σκα­ρί­μπα ο ανα­γνώ­στης, εκτός από τον πλού­το των συναι­σθη­μά­των του συγ­γρα­φέα, δεν μπο­ρεί να μεί­νει ανέγ­γι­χτος από τη «ιδιόρ­ρυθ­μη» μαγεία της γλώσ­σας του και από τη δύνα­μη με την οποία οι λέξεις «χτυ­πούν» το στό­χο τους. Δύο από τα στοι­χεία που συν­θέ­τουν τη μονα­δι­κό­τη­τα του συγγραφέα.

Ο Γ. Σκα­ρί­μπας δεν γεν­νή­θη­κε στη Χαλ­κί­δα, ταυ­τί­στη­κε όμως μαζί της όπως ο Καρυω­τά­κης με την Πρέ­βε­ζα, ο Καβά­φης με την Αλε­ξάν­δρεια, ο Παπα­δια­μά­ντης με τη Σκιά­θο. Ο δρό­μος της ζωής τον έφε­ρε εκεί και ο Σκα­ρί­μπας αγά­πη­σε αυτή την πόλη και άπλω­σε τις ρίζες του στα φιλό­ξε­να χώμα­τά της. Έκα­νε οικο­γέ­νεια, δού­λε­ψε, εκεί έγρα­ψε τα έργα του και στα ίδια χώμα­τα πλά­για­σε, για πάντα, σαν έκλει­σε τα μάτια του.

Και πίσω, στη χώρα που τόσο λάτρε­ψε και μίση­σε, άφη­σε το έργο του: καρ­φί στο μάτι της βολής και της συντή­ρη­σης· παρα­κα­τα­θή­κη για τις γενιές των ασυμ­βί­βα­στων, του παρό­ντος και του μέλλοντος.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο