Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Επανάσταση 1821: Ο θρύλος της Αγίας Λαύρας και η αληθινή επέτειος του 1821, του Σπ. Λιναρδάτου

Είναι πραγ­μα­τι­κά η 25η Μαρ­τί­ου 1821 η πρώ­τη μέρα της Ελλη­νι­κής Επα­νά­στα­σης, όπως έχει καθιε­ρω­θεί να γιορ­τά­ζε­ται η επέ­τειός της; Και είναι στ’ αλή­θεια ο Παλαιών Πατρών Γερ­μα­νός ο πρώ­τος που ύψω­σε την ελλη­νι­κή σημαία, στο μονα­στή­ρι της αγί­ας Λαύ­ρας; Το θέμα έχει απα­σχο­λή­σει πολ­λούς ιστο­ρι­κούς που ομό­φω­να σχε­δόν απα­ντούν: Όχι. Ούτε η 25η Μαρ­τί­ου είναι η Μέρα που κηρύ­χθη­κε η Επα­νά­στα­ση ούτε ο μητρο­πο­λί­της Παλαιών Πατρών ήταν από τους πραγ­μα­τι­κούς πρω­τερ­γά­τες της.

Το θέμα ήλε πριν από λίγες ημέ­ρες – εντε­λώς βέβαια συμ­πτω­μα­τι­κά και από λόγους τοπι­κι­στι­κούς – και στη Βου­λή. Τρεις βου­λευ­τές της ΕΡΕ δια­φώ­νη­σαν για το ποια είναι η πραγ­μα­τι­κή επέ­τειος της Επα­νά­στα­σης. Ο ένας – βου­λευ­τής Μεσ­ση­νί­ας – ζήτη­σε να γιορ­τά­ζε­ται η 23η Μαρ­τί­ου ημέ­ρα της απε­λευ­θέ­ρω­σης των Καλα­μών. Την πρό­τα­ση αυτή την αντέ­κρου­σαν με πάθος οι δύο άλλοι – βου­λευ­τές Αχα­ΐ­ας – την εθε­ώ­ρη­σαν ιερο­συ­λία και την εχα­ρα­κτή­ρι­σαν «εθνι­κώς απα­ρά­δε­κτον» (Λίγο ακό­μη και μέσα στο «υπε­ρε­θνι­κό­φρον» μένος τους, θα εχα­ρα­κτή­ρι­ζαν και το συνά­δελ­φό τους που ετόλ­μη­σε να την κάνει… όργα­νον των Σλαύων).

Αλλά, όπως μας δίδα­ξε ο εθνι­κός μας ποι­η­τής μας εθνι­κό είναι ό,τι είναι αλη­θι­νό. Και δεν είναι βέβαια ούτε εθνι­κό ούτε αλη­θι­νό ό,τι συμ­φέ­ρει τα παλιά ή τα και­νού­ρια τζά­κια και τους τοπι­κούς κομματάρχες.

Αλλ’ ας δού­με την ουσία του ζητή­μα­τος. Αν βέβαια η όλη υπό­θε­ση περιο­ρί­ζο­νταν στο ποια μέρα θα γίνε­ται ο επί­ση­μος γιορ­τα­σμός του 1821, το πράγ­μα θάχε μικρό­τε­ρο ενδια­φέ­ρον. Το θέμα όμως είναι πολύ βαθύ­τε­ρο και συν­δέ­ε­ται με όλη την παρα­χά­ρα­ξη της ιστο­ρί­ας του 1821 που έγι­νε από τους κρα­τού­ντες ύστε­ρα από τη δημιουρ­γία του ελλη­νι­κού κράτους.

***

Ο Γ. Λαμπρι­νός στο βιβλίο του «Μορ­φές του εικο­σιέ­να» γράφει:

«Δύο ήσα­νε οι σοβα­ρές επα­να­στα­τι­κέ εστί­ες στον Μοριά όπου ξεπή­δη­σαν όπου ξεπή­δη­σαν οι πρώ­τες επα­να­στα­τι­κές φλό­γες και σημεί­ω­σε την επί­ση­μη αρχή της η Επα­νά­στα­ση: η Καλα­μά­τα και η Πάτρα. Και οι δυο τού­τες οι Μορα­ΐ­τι­κες πολι­τεί­ες κινή­θη­καν πριν από την ημέ­ρα του θρύ­λου (η πρώ­τη στις 23 και η άλλη από τις 21 του Μάρ­τη) και με ανθρώ­πους άλλους από κεί­νους που έσω­σε ως εμάς η ιστο­ρι­κή παράδοση.

Η πρώ­τη έπε­σε με τη συστη­μα­τι­κή πολιορ­κία του αρμα­τω­μέ­νου χωρι­κού λαού με τον Παπα­φλέσ­σα, τον Κολο­κο­τρώ­νη και τους άλλους πολέ­μαρ­χους. Ο Μαυ­ρο­μι­χά­λης ήρθε την ημέ­ρα που έπε­σε, ύστε­ρα από μύριους δισταγ­μούς κι όταν δεν μπο­ρού­σε να κάνει αλλιώς. Η Πάτρα άνα­ψε το ντου­φέ­κι νωρί­τε­ρα με τον ξεση­κω­μό του ίδιου του λαού της, όταν ακό­μη οι τρα­νοί κοτζα­μπά­ση­δες ήσαν κρυμ­μέ­νοι στις αψη­λές βου­νο­κορ­φές των Καλα­βρύ­των σκιαγ­μέ­νοι απ’ το κυνη­γη­τό της τούρ­κι­κης εξου­σί­ας» (Εκδο­ση 1943 – σελ. 124)

Η άπο­ψη αυτή επι­βε­βαιώ­νε­ται από τις πηγές. Ο Γ. Φίν­λεϋ που δεν είχε καμιά συμπά­θεια στους καπε­τα­ναί­ους, τους Φιλι­κούς και τους λαϊ­κούς αγω­νι­στές, αλλά δε χαρί­ζε­ται και στους Κοτζα­μπά­ση­δες γράφει:

«Συχνά ανα­φέ­ρο­νται σαν πρώ­τες επα­να­στα­τι­κές κινή­σεις τα γεγο­νό­τα που συν­δέ­ο­νται με το Γερ­μα­νό και τους προ­ε­στούς της Αχα­ΐ­ας. Αλλά η αλή­θεια είναι ότι ο λαός με την παρα­κί­νη­ση των Φιλι­κών πήρε άφο­βα τα όπλα, ενώ οι άρχο­ντές του καιροσκοπούσαν».

Είναι γνω­στό πως από τα τέλη του 1819 γίνο­νται στο Μοριά προ­ε­τοι­μα­σί­ες για εθνι­κό σηκω­μό. Οι αγρό­τες και ο υπό­λοι­πος λαός που υπό­φε­ρε τα πάν­δει­να από τους αγά­δες και τους κοτζα­μπά­ση­δες, άκου­γαν με ενθου­σια­σμό τους από­στο­λους της Φιλι­κής που τους κατη­χού­σαν πια ανοι­χτά ακό­μα και μέσα στα καφε­νεία. Όπως γρά­φει ο Σπη­λιά­δης «το μυστι­κόν της Εται­ρεί­ας διε­δό­θη εις τον λαόν και το πνεύ­μα της Επα­να­στά­σε­ως κυριέ­υ­ει όλα τα πνεύ­μα­τα». Σε λίγο, με την καθο­δή­γη­ση των φιλι­κών, οι οπλο­ποιοί, οι σιδη­ρουρ­γοί, οι ξυλουρ­γοί δου­λεύ­ουν κρυ­φά και ετοι­μά­ζουν όπλα και πολε­μο­φό­δια, δεκά­δες πατριώ­τες βγαί­νουν στα βου­νά και γυμνά­ζο­νται στο ντου­φέ­κι, τρα­γου­δώ­ντας τα ηρω­ι­κά τρα­γού­δια του Ρήγα.

Αντί­θε­τα όμως από το λαό, οι κοτζα­μπά­ση­δες και ο ανώ­τε­ρος κλή­ρος – ακό­μη κι εκεί­νοι που οι φιλι­κοί με την ψεύ­τι­κη δια­βε­βαί­ω­ση πως πίσω από τη ανώ­τα­τη αρχή κρύ­βε­ται η Ρωσία, είχαν κατορ­θώ­σει να τους μυή­σουν στα μυστι­κά της Εται­ρεί­ας – είναι διστα­κτι­κοί. Φοβού­νται μη χάσουν τα αγα­θά και τα προ­νό­μια τους. Θέλουν να βεβαιω­θούν πως είναι εξα­σφα­λι­σμέ­νη η νίκη της Επα­νά­στα­σης για να πάνε με το μέρος της. Για να επι­τα­χυν­θεί ο Σηκω­μός, να σπά­σουν οι αντι­δρά­σεις και να συντο­νι­στεί ο αγώ­νας, η Φιλι­κή στέλ­νει στην Πελο­πόν­νη­σο το φλο­γε­ρό πατριώ­τη, το δαι­μό­νιο οργα­νω­τή τον Παπα­φλέσ­σα. Μόλις οι κοτζα­μπά­ση­δες μαθαί­νουν τον ερχο­μό του στην Ύδρα τρο­μά­ζουν. «Χαθή­κα­με« έλε­γε ο ένας. «Θα μας πάρει στο λαι­μό του» φώνα­ζε ο άλλος ( Σπη­λιά­δη, τ. Α’). Στέλ­νουν λοι­πόν τον Σπ. Αρβά­λη στην Ύδρα για να πεί­σει τους προ­ε­στούς να μην το αφή­σουν να περά­σει στο Μοριά και σε ανά­γκη να τον φυλα­κί­σουν. Αλλά ο Αρβά­λης όταν συνα­ντή­θη­κε με τον Παπα­φλέσ­σα στις Σπέ­τσες, έγι­νε θερ­μός οπα­δός του. Άκου­σε και πίστε­ψε στο κήρυγ­μά του και γυρί­ζο­ντας στην Πελο­πόν­νη­σο προ­σπά­θη­σε να σπά­σει τους δισταγ­μούς των κοτσα­μπά­ση­δων και των δεσπο­τά­δων. Αυτό τρό­μα­ξε ακό­μη πιο πολύ τους προ­ε­στούς που απο­φα­σί­ζουν να εξο­ντώ­σουν τον Παπα­φλέσ­σα ή του­λά­χι­στον να τον φυλα­κί­σουν. Αλλά ο Παπα­φλέσ­σας που μαθαί­νει τα σχέ­διά τους παίρ­νει τα μέτρα του, ειδο­ποιεί τους δικούς του που στέλ­νουν ένο­πλους για να τον συνο­δεύ­σουν, περ­νά στο Ναύ­πλιο, στο Άργος και τέλος μεταμ­φιε­σμέ­νος σε Τούρ­κο Αγά φτά­νει φτά­νει στη Βοστί­τσα (Αίγιο). Εκεί συγκε­ντρώ­νο­νται γύρω του οι φιλι­κοί της περιο­χής κι αρχί­ζουν τις εντα­τι­κό­τε­ρες προ­ε­τοι­μα­σί­ες για την Επανάσταση.

Οι προ­ε­στοί χωρίς να εγκα­τα­λεί­ψουν το σχέ­διο της εξό­ντω­σης του Παπα­φλέσ­σα υπο­χρε­ώ­νο­νται να συζη­τή­σουν μαζί του και να τον ακού­σουν. Έτσι στις 26 του Γενά­ρη αρχί­ζει η μυστι­κή συνέ­λευ­ση της Βοστί­τσας, όπου είχαν συγκε­ντρω­θεί οπι πιο σημα­ντι­κοί κοτζα­μπά­ση­δες της Αχα­ΐ­ας: Οι Αση­μά­κης και Ανδρέ­ας Ζαΐ­μης, ο Σ. Χαε­ρα­λά­μπης, ο Σ. Θεο­χα­ρό­που­λο­ςς, ο Ν. Λόντος, κι οι δεσπο­τά­δες Παλαιών Πατρών Γερρ­μα­νός, ο Προ­κό­πιος από τα Καλά­βρυ­τα κι ο Χρι­στια­νου­πό­λε­ως Γερ­μα­νός. «Η εν Βοστί­τση γενο­μέ­νη συνέ­λευ­σις των προ­χού­ντων, μικρά μεν ήτο κατά τον αριθ­μόν των συνελ­θό­ντων προ­σό­πων, αλλ’ η δει­λία τους ήτο μεγα­λυ­τέ­ρα» (Φωτά­κου, τ. Α΄).

Ο Παπα­φλέσ­σας για να προ­λά­βει κάθε μπα­μπε­σιά τους, φτά­νει με τα παλι­κά­ρια του, που είχαν κρυμ­μέ­να τα άρμα­τα κάτω απ’ τις κάπες τους» (Δημ. Φωτιά­δη «Καραϊ­σκά­κης», σελ. 90). Σε πέντε συνε­δριά­σεις ο φλο­γε­ρός επα­να­στά­της αγω­νί­ζε­ται να εγκαρ­διώ­σει και να μετα­πεί­σει το τρο­μο­κρα­τη­μέ­νο και αντι­δρα­στι­κό αρχο­ντο­λόι. Ακού­ει τις πιο φοβε­ρές βρι­σιές και συκο­φα­ντί­ες όχι μόνο από τους κοτζα­μπά­ση­δες αλλά και από τους αντι­προ­σώ­πους του Θεού, τους δεσπο­τά­δες. Ο πιο φοβε­ρός ήταν ο Παλαιών Πατρών Γερ­μα­νός. Αυτός κυρί­ως έδω­σε τη μάχη κατά του αντι­προ­σώ­που της φιλι­κής. Έφτα­σε στο σημείο να απο­κα­λέ­σει τον Παπα­φλέσ­σα «άρπα­γα, εξω­λέ­στα­τον, αλι­τή­ριον, ασυ­νεί­δη­τον», που δεν φρό­ντι­ζε για τίπο­τα άλλο «ειμή τίνι τρό­πω­να ερε­θί­ση την ταρα­χήν του ΄Εθνους δια να πλου­τί­ση εκ των αρπα­γών», Αλλά φαί­νε­ται πως κι ο Παπα­φλέσ­σας δεν χάρι­σε κάστα­να του δεσπό­τη. Του απά­ντη­σε πως αυτός κατά­φε­ρε να γίνει αρχιε­ρέ­ας αφού δωρο­δό­κη­σε τους τρα­νούς του Πατριαρχείου!

Τελι­κά ο Παλαιών Πατρών απά­ντη­σε στον Παπα­φλέσ­σα εκ μέρους και των άλλων αρχό­ντων ότι θεω­ρούν όλα όσα τους είπε «μηδα­μι­νώ­τα­τα και σαθρά» και τον διέ­τα­ξαν να περιο­ρι­σθεί και να πάψει να ξεση­κώ­νει το Λαό. Δοκί­μα­σαν μάλι­στα να τον φυλα­κί­σουν με μπα­μπε­σιά στο Μέγα Σπή­λαιο, αλλά ο Παπα­φλέσ­σας κατά­φε­ρε να κάνει κι εκεί οπα­δούς της Επα­νά­στα­σης τους περισ­σό­τε­ρους καλόγερους.

Οι Τούρ­κοι που είχαν μάθει το μυστι­κό της Φιλι­κής από την προ­δο­σία ενός άλλου κοτζα­μπά­ση, του Σωτή­ρη Κου­γιά, καλούν τους δεσπο­τά­δες και προ­ε­στούς στην Τρι­πο­λι­τσά. Η είδη­ση φέρ­νει σύγ­χυ­ση και πανι­κό στους πρού­χο­ντες της Αχα­ΐ­ας. Ο Α. Ζαΐ­μης, ο Α. Λόντος, ο Παλαιών Πατρών Γερ­μα­νός και άλλοι συγκε­ντρώ­νο­νται στην Αγία Λαύ­ρα για να δουν τι θα κάνουν. Εκεί «συσκε­φθέ­ντες απε­φά­σι­σαν, όπως ομο­λο­γεί στα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του ο ίδιος ο Παλαιών Πατρών, να μην δώσουν αιτί­αν τινά, αλλά ως πεφο­βι­σμέ­νοι να παρα­με­ρί­σω­σιν εις μέρος ασφα­λές και μερι­σθέ­ντες ανε­χώ­ρη­σαν εις διά­φο­ρα χωρία των Καλαβρύτων».

Όπως παρα­τη­ρεί ορθά ο Τ. Στα­μα­τό­που­λος, «στην Αγία Λαύ­ρα όχι μόνο δεν ύψω­σαν σημαί­αν επα­να­στα­τι­κήν ο Π.Π. Γερ­μα­νός και οι άλλοι κοτζα­μπά­ση­δες, αλλά εκεί ακρι­βώς εκδη­λώ­θη­κεν όλος ο φόβος τους για την επα­νά­στα­ση και η απε­γνω­σμέ­νη τους προ­σπά­θεια να την ματαιώ­σουν». («Ο εσω­τε­ρι­κός αγώ­νας πριν και κατά την επα­νά­στα­ση του 1821», σελ. 157). Αλλά και ο Σπ. Τρι­κού­πης ομο­λο­γεί πως «ψευ­δής είναι η εν Ελλά­δι επι­κρα­τού­σα ιδέα, ότι εν τη Μονή της Αγί­ας Λαύ­ρας ανυ­ψώ­θη κατά πρώ­τον η σημαία της επα­να­στά­σε­ως» (Σπ. Τρι­κού­πη «Ιστο­ρία της Ελλη­νι­κής Επα­να­στά­σε­ως», τομ Α’, σελ. 368)

Ο Παπα­φλέσ­σας παρα­τώ­ντας τους έντρο­μους κοτζα­μπά­ση­δες της Αχα­ΐ­ας κατέ­βη­κε στη Μάνη όπου βρή­κε τον Κολο­κο­τρώ­νη, τον Ανα­γνω­στα­ρά, το Νικη­τα­ρά κι άλλους καπε­τα­ναί­ους κι αγω­νι­στές που ήταν έτοι­μοι για την Επα­νά­στα­ση. Μαζί ιδρύ­ουν λίγο έξω από την Καλα­μά­τα το πρώ­το στρα­τό­πε­δο του αγώ­να που μάζε­ψε σε λίγο δυο χιλιά­δες αρμα­τω­μέ­νους κι αρχί­ζουν τη συστη­μα­τι­κή πολιορ­κία της Καλα­μά­τας. Στο μετα­ξύ στις 16 του Μάρ­τη, οι Ν. Σολιώ­της, και Ανδρ. Πετι­με­ζάς, με εντο­λή του Παπα­φλέσ­σα που ήθε­λε να βιά­σει τα πρά­μα­τα στή­νουν καρ­τέ­ρι και σκο­τώ­νουν δυο Τούρ­κους σπα­χή­δες στο δρό­μο Καλα­βρύ­των – Τρι­πο­λι­τσάς, κοντά στο Λιβάρ­τσι. Αμέ­σως το του­φε­κί­δι απλώ­θη­κε σ’ όλο το Μοριά.

Στην Πάτρα η τουρ­κι­κή φρου­ρά μόλις έμα­θε πως οι Πετι­με­ζαί­οι χτύ­πη­σαν τον διοι­κη­τή των Καλα­βρύ­των Αρνα­ού­το­γλου και το ασκέ­ρι του, έκλει­σε τον τουρ­κι­κό πλη­θυ­σμό στο φρού­ριο και την άλλη μέρα, στις 21 του Μάρ­τη ξεχύ­θη­κε στην πόλη μ’ αλα­λαγ­μούς και του­φε­κιές και πολιόρ­κη­σε το σπί­τι του Φιλι­κού Παπα­δια­μα­ντό­που­λου. Αλλά τότε ένας γεν­ναί­ος Φιλι­κός ο τσα­γκά­ρης Παν. Καρα­τζάς κάλε­σε το λαό στα όπλα κι άρχι­σαν πολυαί­μα­κτες συγκρού­σεις που κρά­τη­σαν ολό­κλη­ρη τη μέρα. Το βρά­δυ οι Τούρ­κοι είχαν πάθει πανω­λε­θρία κι υπο­χρε­ώ­θη­καν να κλει­στούν κυνη­γη­μέ­νοι στο Φρού­ριο. Έτσι ο λαός έμει­νε κύριος της πόλης και γιόρ­τα­σε τη νίκη του. Ύστε­ρα από τρεις μέρες έφτα­σαν οι πρό­κρι­τοι στην απε­λευ­θε­ρω­μέ­νη πια πόλη και σχη­μά­τι­σαν το «Αχαϊ­κόν Διευθυντήριον».

«Ψέμα λοι­πόν πως ο Γερ­μα­νός ύψω­σε πρώ­τος τη σημαία της Επα­νά­στα­σης. Τη σημαία την ύψω­σε ο Καρα­τζάς μαζί με τους δικούς του που όλοι τους ανή­κα­νε στη μέση τάξη, στο λαό κι όχι στο αρχο­ντο­λό­γι» (Κορ­δά­τος «Ιστο­ρία της Νεό­τε­ρης Ελλά­δας», τομ Β’, σελ. 185).

Είναι φανε­ρό πως το θρύ­λο τον δημιούρ­γη­σαν οι ίδιοι οι κοτζα­μπά­ση­δες και ο ανώ­τε­ρος κλή­ρος που κυριάρ­χη­σαν μετά την Επα­νά­στα­ση κι έκα­ναν ό,τι τους ήταν δυνα­τό, να προ­βλη­θούν αυτοί ως ελευ­θε­ρω­ταί του Έθνους και να μειώ­σουν τη συμ­βου­λή των αλη­θι­νών αγω­νι­στών που τους κατέ­τρε­χαν, τους φυλά­κι­ζαν και τους κατα­δί­κα­ζαν ακό­μη και σε θάνα­το (Κολο­κο­τρώ­νη, Πλα­πού­τα) σαν …προ­δό­τες!

 

Σπ. Λιναρ­δά­τος, Αυγή 24/3/1959

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο