Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η κλοπή της Μόνα Λίζα — Πώς παράδοξα και παράνομα επέστρεψε στην κοιτίδα της

mona-liza5Ηταν 13 Δεκεμ­βρί­ου 1913 όταν η περί­φη­μη Μόνα Λίζα του Λεο­νάρ­ντο ντα Βίν­τσι επέ­στρε­ψε παρά­δο­ξα και παρά­νο­μα στη Φλω­ρε­ντία, μετά την κλο­πή της πριν από 2 και πλέ­ον χρό­νια από το μου­σείο του Λού­βρου από τον Ιτα­λό Βιν­τσέν­τζο Περούτζια.

Ο Ντα Βίν­τσι φιλο­τέ­χνη­σε τη Μόνα Λίζα από το 1503 έως το 1507 στη Φλω­ρε­ντία). Απει­κο­νί­ζει μία καθι­στή γυναί­κα, τη Λίζα ντελ Τζιο­κό­ντο, η έκφρα­ση του προ­σώ­που της οποί­ας χαρα­κτη­ρί­ζε­ται συχνά ως αινιγ­μα­τι­κή. Η Μόνα Λίζα θεω­ρεί­ται το πιο διά­ση­μο έργο ζωγραφικής.

Η Μόνα Λίζα κλά­πη­κε από το Μου­σείο του Λού­βρου στις 21 Αυγού­στου 1911. Η κλο­πή δια­πι­στώ­θη­κε την επο­μέ­νη, ημέ­ρα Τρί­τη όταν στις 11 το πρωί ο ζωγρά­φος Λουί Μπε­ρού, που συνή­θι­ζε να ζωγρα­φί­ζει αντί­γρα­φα της Τζο­κό­ντα και να τα που­λά στους επι­σκέ­πτες του Μου­σεί­ου, παρα­τή­ρη­σε με έκπλη­ξη ότι ο πίνα­κας απου­σί­α­ζε από τη θέση του.

mona_lisa

Όταν δια­πι­στώ­θη­κε ότι η Μόνα Λίζα δεν βρι­σκό­ταν στο συντη­ρη­τή­ριο σήμα­νε συνα­γερ­μός. Οι γαλ­λι­κές αρχές δεν σφρά­γι­σαν µόνο όλες τις εισό­δους του μου­σεί­ου, αλλά και τα σύνο­ρα της Γαλ­λί­ας. Την επό­µε­νη µέρα η είδη­ση φιλο­ξε­νή­θη­κε στην πρώ­τη σελί­δα των εφη­με­ρί­δων όλου του κόσµου.

mona-liza4

Όταν το Λού­βρο άνοι­ξε και πάλι τις πύλες του στις 29 Αυγού­στου, χιλιά­δες Γάλ­λοι περ­νού­σαν μπρο­στά από την άδεια θέση της Τζο­κό­ντα και έκλαι­γαν γοε­ρά, λες και είχαν χάσει ένα προ­σφι­λές τους πρόσωπο.

Για τα επό­με­να δύο χρό­νια οι έρευ­νες δεν απέ­δω­σαν τίπο­τα παρό­τι οι κλέ­φτες επι­κυ­ρή­χθη­καν με μεγά­λα ποσά από το κρά­τος και ιδιώ­τες. Η Τζο­κό­ντα είχε κάνει φτε­ρά και πολύς κόσμος πίστευε ότι είχε καταστραφεί.

mona-liza3

Στις 29 Νοεμ­βρί­ου 1913 ο Ιτα­λός γκα­λε­ρί­στας Αλφρέ­ντο Τζέ­ρι έλα­βε ένα γράμ­μα ταχυ­δρο­μη­μέ­νο από το Παρί­σι. Ο απο­στο­λέ­ας του, κάποιος Λεο­νάρ­ντο Βιτσέν­τσο, του έγρα­φε ότι έχει στην κατο­χή του τη Μόνα Λίζα και ότι σκό­πευε να τη χαρί­σει στην Ιτα­λία, αφού λάμ­βα­νε μια εύλο­γη αμοιβή.

Ο Τζέ­ρι έκλει­σε ραντε­βού στον Βιτσέν­τζο στις 10 Δεκεμ­βρί­ου στην γκα­λε­ρί του στη Φλω­ρε­ντία. Παρών στη συνά­ντη­ση ήταν και ο Τζιο­βά­νι Πότζι, διευ­θυ­ντής της διά­ση­μης πινα­κο­θή­κης της πόλης «Ουφί­τσι», που δεν πολυ­πί­στε­ψε αυτή την ιστο­ρία. Την επο­μέ­νη ο Βιτσέν­τζο οδή­γη­σε τους δύο άνδρες στο δωμά­τιο του ξενο­δο­χεί­ου του «Τρί­πο­λι-Ιτά­λια». Εκεί τους φανέ­ρω­σε το διά­σι­μο πίνα­κα που τον έκρυ­βε στον κρυ­φό πάτο ενός μπα­ού­λου. Οι δύο άνδρες έδει­ξαν συγκρα­τη­μέ­νη έκπλη­ξη, καθώς γνώ­ρι­ζαν ότι κυκλο­φο­ρούν δεκά­δες πλα­στές Τζο­κό­ντες. Για καλό και για κακό είχαν ειδο­ποι­ή­σει τους Καρα­μπι­νιέ­ρους, οι οποί­οι συνέ­λα­βαν τον Βιτσέντσο.

Κατά τη διάρ­κεια της ανά­κρι­σης απο­κα­λύ­φθη­κε ότι το πραγ­μα­τι­κό όνο­μα του Λεο­νάρ­ντο Βιτσέν­τζο ήταν Βιτσέν­τζο Περού­τζια και για ένα ένα διά­στη­μα δού­λε­ψε στο Λού­βρο ως ξυλουργός.

Όταν έγι­νε γνω­στό ότι ο πίνα­κας ήταν ο αυθε­ντι­κός, ένα κύμα συμπά­θειας σηκώ­θη­κε υπέρ του Περού­τζια. Η κοι­νή γνώ­μη θεώ­ρη­σε την πρά­ξη του πατριω­τι­κή, αφού το βασι­κό του κίνη­τρο ήταν να φέρει τη Μόνα Λίζα στην κοι­τί­δα της.

vincenzo_peruggiaΟ Βιν­τσέν­τζο Περού­τζια κατα­δι­κά­στη­κε σε πολυ­ε­τή κάθειρ­ξη στην Ιτα­λία, αλλά η ποι­νή του µειώ­θη­κε σε επτά µήνες και οκτώ µέρες καθώς του ανα­γνω­ρί­στη­κε από το δικα­στή­ριο το ελα­φρυ­ντι­κό της πνευ­μα­τι­κής υστέρησης.

Κατά τη διάρ­κεια της ακρο­α­μα­τι­κής δια­δι­κα­σί­ας ο Περού­τζια απο­κά­λυ­ψε ότι αφαί­ρε­σε τη Μόνα Λίζα από τη θέση της μεταμ­φιε­σμέ­νος σε συντη­ρη­τή του Μου­σεί­ου. Την έκρυ­ψε κάτω από τη φόρ­μα του (ο πίνα­κας έχει μέγε­θος 0,53 x 0,77 μ.) και βγή­κε σαν κύριος από το Μου­σείο. Το κρη­σφύ­γε­τό του ήταν μόλις ένα χιλιό­με­τρο από το Λούβρο.

Αφού εκτέ­θη­κε για έναν µήνα στα µεγα­λύ­τε­ρα µου­σεία της Ιτα­λί­ας, η Μόνα Λίζα επέ­στρε­ψε στο Λού­βρο στις 31 ∆εκε­µβρί­ου του 1913. Στον σιδη­ρο­δρο­µι­κό στα­θµό του Μιλά­νου συγκε­ντρώ­θη­καν περισ­σό­τε­ροι από 60.000 άνθρω­ποι για να απο­χαι­ρε­τή­σουν την αγα­πη­µέ­νη τους Τζοκόντα.

Και σήμε­ρα πάντως συνε­χί­ζουν να μένουν ανα­πά­ντη­τα δύο ερω­τή­σεις. Πώς µπό­ρε­σε ένας απλός εργά­της να πρα­γµα­το­ποι­ή­σει την «κλο­πή του αιώ­να»; Και πώς ήταν δυνα­τόν να κρα­τή­σει στο δωµά­τιό του ανε­νό­χλη­τος ένα από τα αρι­στουρ­γή­µα­τα της παγκό­σµιας ζωγρα­φι­κής επί δυό­µι­σι χρόνια;

Ο ίδιος ο Περού­τζια σε συνέ­ντευ­ξη που παρα­χώ­ρη­σε τον Ιού­λιο του 1915 στην εφη­µε­ρί­δα «Ζουρ­νάλ», ανα­φέρ­θη­κε σε κάποιον «γερµα­νό πρά­κτο­ρα». Σε αυτή τη συνέ­ντευ­ξη ο Περού­τζια είχε ανα­φέ­ρει ότι τον είχε παρα­κι­νή­σει να κλέ­ψει τον πίνα­κα ένας «µυστη­ριώ­δης Γερµα­νός πρά­κτο­ρας». Μόνο που µετά την κλο­πή αυτός ο Γερµα­νός εξα­φα­νί­στη­κε εξί­σου µυστη­ριω­δώς όσο είχε εμφανιστεί.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο