Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ιων Δραγούμης, εμπνευσμένο πρωτοπαλίκαρο της τάξης του

Επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //
Ίων Δρα­γού­μης
1878–1920
Πάπ­που προς πάπ­που αρι­στο­κρά­της. Από οικο­γέ­νεια που «ελέω θεού» κυβέρ­νη­σε τη χώρα για πάνω από ένα αιώ­να. Από­γο­νος πρω­θυ­πουρ­γών και υπουρ­γών. Γιός του Στέ­φα­νου Δρα­γού­μη, πρω­θυ­πουρ­γού που έπνι­ξε στο αίμα το αγρο­τι­κό κίνη­μα του Κιλε­λέρ στα 1910. Εθνι­κι­στής, διπλω­μά­της και συντη­ρη­τι­κός αντι­βε­νι­ζε­λι­κός πολι­τι­κός. Δολο­φο­νή­θη­κε στις 31 Ιου­λί­ου 1920 — στη συμ­βο­λή των οδών Βασι­λίσ­σης Σοφί­ας και Παπα­δια­μα­ντο­πού­λου στην Αθή­να από άνδρες της προ­σω­πι­κής φρου­ράς του Ελ. Βενι­ζέ­λου — το από­γευ­μα της ημέ­ρας που έγι­νε η από­πει­ρα δολο­φο­νί­ας του Βενι­ζέ­λου στο Παρί­σι. Αδιάλ­λα­κτος δημο­τι­κι­στής ονει­ρεύ­τη­κε μέσω της δημο­τι­κής να ανα­στή­σει τη βυζα­ντι­νή αυτο­κρα­το­ρία. Ιδρυ­τι­κό μέλος του Εκπαι­δευ­τι­κού Ομί­λου και θαμώ­νας του εντευ­κτη­ρί­ου το όπου έπαιρ­νε μέρος σε συζη­τή­σεις γύρω από το γλωσ­σι­κό, το εκπαι­δευ­τι­κό και το κοι­νω­νι­κό ζήτη­μα. Συνερ­γά­στη­κε με πολ­λά περιο­δι­κά με το ψευ­δώ­νυ­μο Ιδας.
Μαζί με τους Βλα­στό, Τσι­ρι­μώ­κο και Που­λη­μέ­νο ανή­κε στους πέντε δημο­τι­κι­στές οπα­δούς εθνι­κι­στι­κών αντιλήψεων.
Γρά­φει ο Κώστας Βάρ­να­λης σε άρθρο του στο «Ριζο­σπά­στη» στις 8/2/1936:
«Δω και τριά­ντα χρό­νια και για την ακρί­βεια τον Ιού­λιο του 1906, ο Ιωνας Δραγούμης54, που είτα­νε κεί­νην τη χρο­νιά πρό­ξε­νος στο Δεδε­α­γάτς, «είχε πάγει να επι­σκε­φθεί το απέ­να­ντι νησί» — τη Σαμο­θρά­κη. Είταν τότες σχε­δόν παι­δί, μόλις 27 χρο­νών, απά­νου στη βρά­ση της ηλι­κί­ας του και των ιδε­ών του. Ακό­μα απ’ αυτήν την ηλι­κία άρχι­ζε να ξεχω­ρί­ζει η εξαι­ρε­τι­κή του φυσιο­γνω­μία στα γράμ­μα­τα και στην πολι­τι­κή. Σ’ αυτό το τελευ­ταίο πεδίο είνε ο πνευ­μα­τι­κώ­τε­ρος τύπος, που έβγα­λε ίσα­με σήμε­ρα η αστι­κή μας τάξη.
Αρι­στο­κρά­της και πατριώ­της από σόι κι επάγ­γελ­μα και μόρ­φω­ση. Ωραί­ος, λυγε­ρός, στη­τός και υπε­ρό­πτης. Προι­κι­σμέ­νος με πλού­σια ποι­η­τι­κή φαντα­σία και σπά­νιο λογο­τε­χνι­κό ταλέ­ντο και στο­χα­σμό. Η εσω­τε­ρι­κή του ζωή παλ­λό­τα­νε απ’ όλες τις υψη­λές λαχτά­ρες (φιλο­δο­ξί­ες) κι από όλους τους έρω­τες (για την πατρί­δα- για τη γυναί­κα- για τη γλώσ­σα). Γεμά­τος πίστη στον εαυ­τό του, στην απο­στο­λή του και στο άστρο του. Ολος ο κόσμος είτα­νε δικός του και δημιούρ­γη­μά του. Κι ο εαυ­τός του είτα­νε όλος ο κόσμος.
Πανευ­τυ­χής κι ωπλι­σμέ­νος με τη διπλω­μα­τι­κή του ασυ­λία πάτη­σε σα θεός τα χώμα­τα του σκλα­βω­μέ­νου τότες νησιού. Ουρα­νός και γη και θάλασ­σα τρά­ντα­ξε και γέμι­σε από την προ­σω­πι­κό­τη­τά του. «Τίπο­τα δε σκιά­ζο­μαι, είμαι λεύ­τε­ρος και τίπο­τα δεν μου είνε βάρος» (“Σαμο­θρά­κη” σελ. 54).
Μαγε­μέ­νος απ’ τη φυσι­κή ομορ­φιά κι απ’ τον εαυ­τό του κοί­τα­ξε «αφ’ υψη­λού» με το μονύ­ε­λό του τη θάλασ­σα, τα βου­νά, το χορ­τά­ρι, τις πέτρες, τα σπί­τια και τους ανθρώ­πους — και την ιστο­ρία τους και την ψυχήν τους. Με την υπο­κει­με­νι­κή του συνεί­δη­ση, «το μόνο από­λυ­το κρι­τή­ριο» (“Στα­μά­τη­μα”, σελ. 135) μέτρη­σε όλην τη γύρα του πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Και μέθυ­σε από ιδέ­ες, ελπί­δες και θυμούς.
Είταν τότες η επο­χή του πιο έξαλ­λου πατριω­τι­κού παρο­ξυ­σμού. Είτα­νε η επο­χή που η αστι­κή μας τάξη συνει­δη­το­ποι­ή­θη­κε και γινό­τα­νε ιμπε­ρια­λι­στι­κή με τους μακε­δο­νι­κούς αγώ­νες. Είτα­νε η επο­χή, που η Μεγά­λη Ιδέα άφη­νε τα σύν­νε­φα και έμπαι­νε στην πράξη.
Ο Δρα­γού­μης πίστευε τον εαυ­τό του για εθνι­κόν από­στο­λο, για Μεσ­σία των φυλε­τι­κών πεπρω­μέ­νων. Μαθη­τής του Μπαρ­ρές και του Νίτσε, παρά­σται­νε το δυνα­τό και το σκλη­ρό. Αυτός είτα­νε ο νικη­τής. Ομως στο βάθος του δεν πίστευε ούτε στο πατριω­τι­κό, ούτε στο θρη­σκευ­τι­κό ιδα­νι­κό — όπως τ’ ομο­λο­γεί και ο ίδιος σ’ ένα βιβλίο του. Ομως είχε πια­στεί γερά από τις δυο αυτές άγκυ­ρες της σωτη­ρί­ας, για­τί του δικαιο­λο­γού­σα­νε την ποι­η­τι­κή και την πνευ­μα­τι­κή του δρά­ση, τόνε βοη­θού­σα­νε να ολο­κλη­ρώ­σει την ηθι­κή του ατο­μι­κό­τη­τα. Ο πατριω­τι­σμός και η θρη­σκευ­τι­κό­τη­τά του είταν ένα είδος ατο­μι­κού σπορ. Μια χαρού­με­νη και λεύ­τε­ρη “άσκη­ση” των εσω­τε­ρι­κών του δυνά­με­ων. Ηθε­λε τη λύτρω­ση των σκλά­βων “αδερ­φών” όχι γι’ αυτούς μα για τον εαυ­τό του. Στο βάθος του περι­φρο­νού­σε το λαό — το “προ­φά­νουμ βούλ­γκους”. «Εγώ δεν αγω­νί­ζο­μαι για κανέ­να σκο­πό. Χωρίς σκο­πό αγω­νί­ζο­μαι για τη Νίκη» (“Σαμο­θρά­κη”, σελ. 54). Μ’ αυτήν τη στεί­ρα του εγω­λα­τρεία και την απου­σία αλη­θι­νής πίστης ο Δρα­γού­μης φανέ­ρω­νε ένα αντι­κει­με­νι­κό της επο­χής του φαι­νό­με­νο: πως η απο­σύν­θε­ση των “αιώ­νιων” συν­θη­μά­των της πατρί­δας και του θεού είχε αρχί­σει να γίνε­ται έξω από τη συνεί­δη­σή του.
Ωστό­σο για την τάξη του είτα­νε ένα “εμπνευ­σμέ­νο” πρω­το­παλ­λή­κα­ρο. Για τις μάζες, που όπως είπα­με, τις περι­φρο­νού­σε, είτα­νε ένας κρυμ­μέ­νος οχτρός. Ηθε­λε να τους λυτρώ­σει από την τυραν­νία των Τούρ­κων και των Βουλ­γά­ρων για να τους παρα­δώ­σει στην τυραν­νία των Ελλήνων.
Γι’ αυτό χτύ­πη­σε με όλη του τη νεα­νι­κή ορμή τα πρώ­τα κινή­μα­τα του ουτο­πι­κού σοσια­λι­σμού, που αρχί­σα­νε τότες να φανε­ρώ­νο­νται και στη χώρα μας (Κ. Χατζό­που­λος, Γ. Σκλη­ρός κλπ.). Φοβό­τα­νε το σοσια­λι­σμό, για­τί τόνε φαντα­ζό­τα­νε, όπως και τόσοι πνευ­μα­τι­κοί δού­λοι της αστι­κής ολι­γαρ­χί­ας, για κοι­νω­νι­κόν οδο­στρω­τή­ρα που κατα­τσα­κί­ζει τις εξαι­ρε­τι­κές ατο­μι­κό­τη­τες. Κι εξαι­ρε­τι­κές ατο­μι­κό­τη­τες είνε κεί­νες που μπο­ρού­νε να στέ­κο­νται πάνου από κάθε νόμο, να πατά­νε πάνου σε κάθε ηθι­κή αρχή, πάνου στη ράχη των σκυμ­μέ­νων σκλά­βων, για να ανε­βαί­νου­νε αυτές ψηλό­τε­ρα και να κάνουν τη χαρά και τη νίκη τους παγκό­σμιο αγα­θό. «Ομπρός του δεν κυτ­τά­ει κανείς να σηκώ­σει κεφά­λι ουδέ να βρει, ούτε να πει αντι­λο­γί­ες». (Αυτού, σελ. 5 5). Έτσι είνε από θεού ωρι­σμέ­νο «στη γη απά­νου πάντα θα υπάρ­χουν σκλά­βοι και ελεύ­θε­ροι» (Αυτού, σελ. 52).
Έτσι ο εθνι­κός από­στο­λος Δρα­γού­μης, ο Μεσ­σί­ας και Λυτρω­τής του σκλα­βω­μέ­νου Εθνους, είτα­νε ένας απο­λο­γη­τής κ’ ένας εργά­της της σκλα­βιάς του. Το συνει­δη­τό όργα­νο στα χέρια της ταξι­κής βίας των παρα­σί­των» (Από­σπα­σμα από το άρθρο «Δρα­γού­μης – εμείς/ Σαμο­θρά­κη – Αϊ-Στρά­της» που περιέ­χε­ται στο βιβλίο «Κώστας Βάρ­να­λης. Αϊ-Στά­της Θυμή­μα­τα εξο­ρί­ας», εκδό­σεις Καστα­νιώ­τη, επι­μέ­λεια δική μου)
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο