Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κωλοτούμπες ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛαστικά μνημόνια με το πενάκι του ΣΤΑΘΗ

Γρά­φει ο Γ. Κ. Ρετσια­νί­της //

Χαμό­γε­λα, έστω και αμυ­δρά, μέσα στην κατα­θλι­πτι­κή ατμό­σφαι­ρα της μνη­μο­νια­κής βαρ­βα­ρό­τη­τας της συγκυ­βέρ­νη­σης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, προ­σφέ­ρουν τα σκί­τσα του νέου άλμπουμ του ΣΤΑΘΗ απ’ τις εκδό­σεις ΚΨΜ.

«Ένα βήμα μπρος δύο κωλο­τού­μπες πίσω» είναι ο τίτλος του άλμπουμ, που απο­τε­λεί παρά­φρα­ση του τίτλου απ’ το κλασ­σι­κό έργο του Λένιν «Ένα βήμα μπρος δύο βήμα­τα πίσω». Τα 149 σκί­τσα (που γίνο­νται 150 με μια προ­σω­πο­γρα­φία του Στά­θη), είναι μια ανά­γλυ­φη κατα­γρα­φή με πολύ έντο­να χρώ­μα­τα του πολι­τι­κού εξαν­δρα­πο­δι­σμού των ζωντα­νών δυνά­με­ων που κινούν την κοι­νω­νία μπρο­στά. Όπως το σκί­τσο για τους συντα­ξιού­χους, τη γενιά δηλα­δή που έκτι­σε την ερει­πω­μέ­νη, μετα­πο­λε­μι­κή Ελλά­δα –αλλά και ολό­κλη­ρη την Ευρώ­πη- και θεμε­λί­ω­σε την Κοι­νω­νι­κή Ασφά­λι­ση, μια απ’ τις μεγα­λύ­τε­ρες κατα­κτή­σεις στον εικο­στό αιώ­να. Την εκθε­με­λί­ω­ση αυτής της κατά­κτη­σης στη χώρα μας, που άρχι­σε στην αρχή της δεκα­ε­τί­ας του 1990, ολο­κλή­ρω­σε ο «κομ­μου­νι­στής εν ανα­στο­λή της ιδιό­τη­τάς του», αλλά εμπνε­ό­με­νος απ’ το Πινο­σε­τι­κό εγχεί­ρη­μα, ο ψαλι­δο­χέ­ρης υπουρ­γός Εργα­σί­ας Γιώρ­γος Κατρού­γκα­λος. «Καλός συντα­ξιού­χος είναι αυτός που δεν βγαί­νει ποτέ στη σύντα­ξη» συμπυ­κνώ­νει ο Στά­θης τον κυνι­σμό των «επαϊ­ό­ντων» για το δημο­γρα­φι­κό πρό­βλη­μα, εξα­τμί­ζο­ντας με αυτή τη φού­σκα πολ­λές απ’ τις ψευ­δαι­σθή­σεις για την κοι­νω­νι­κή Ευρω­παϊ­κή Ένωση.

stathis2

Είναι απ’ τα σκί­τσα εκεί­να που απο­ζη­μιώ­νουν ακό­μα και τον ανα­γνώ­στη που δια­φω­νεί (ή και θυμώ­νει ενί­ο­τε) με τα γρα­πτά κεί­με­να του Στά­θη. «Μην τρε­λαί­νε­σαι … Όταν κόβεις τους δεσμούς σου με την Αρι­στε­ρά, απλώς απο­κτάς δεσμά με τη Δεξιά» λέει ένα ισο­πε­δω­μέ­νο που­λά­κι, δίπλα σε ένα επί­σης ισο­πε­δω­μέ­νο ανθρω­πά­κι, παρα­πέ­μπο­ντας προ­φα­νώς στην σύν­θλι­ψη των προσ­δο­κιών απ’ την κυβέρ­νη­ση της για πρώ­τη φορά Αρι­στε­ράς. Και σ’ αυτή την ερη­μία ο Στά­θης κάνει το ψυχο­γρά­φη­μα των Συρι­ζαί­ων σε όλες τις κλί­μα­κες. «Θεέ μου, συγ­χώ­ρε­σέ με που θα ψηφί­σω μέτρα ενα­ντί­ον των συναν­θρώ­πων μου» …οδύ­ρε­ται γονα­τι­στή η κυβέρ­νη­ση. Και το ανθρω­πά­κι που κρυ­φα­κού­ει σχο­λιά­ζει: «Δηλα­δή νομί­ζεις ότι είσαι άνθρωπος;».

stathis3

Τα δήγ­μα­τα απ’ το πενά­κι του Στά­θη δεν γλυ­τώ­νουν και όσοι, που αντί να σκέ­φτο­νται –και, του­λά­χι­στον, να απορ­ρί­πτουν- αυτο­λο­βο­το­μού­νται για να είναι απο­τε­λε­σμα­τι­κοί ιππο­κό­μοι στην επι­κοι­νω­νια­κή επι­βο­λή της κυβερ­νη­τι­κής επι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­ας. Στο σκί­τσο με τον τίτλο «Οι συρι­ζαί­οι στην χώρα των θαυ­μά­των» ο κεντρι­κός ήρω­ας βρί­σκε­ται σε νιρ­βά­να μ’ ένα ποτή­ρι στο χέρι. «Τι πίνεις;» τον ρωτά­ει κάποιος. Και ο ήρω­ας απα­ντά: «Δεν ξέρω… Το πίνω, αυτο­πα­ρα­μυ­θιά­ζο­μαι και ξεχνάω τι ήταν…»

stathis4

Ο Στά­θης χρη­σι­μο­ποιεί με ιδιαί­τε­ρα δημιουρ­γι­κό τρό­πο το μύθο. Στο σκί­τσο με τον Προ­μη­θέα τρείς γύπες εφορ­μούν στο Δεσμώ­τη του Καυ­κά­σου. «Είχε υπο­σχε­θεί κανείς από σας οτι θα αφή­σου­με ήσυ­χο τον Προ­μη­θέα;» ρωτά ο τελευ­ταί­ος γύπας τους άλλους δυό που προη­γού­νται. «Τι είναι Προ­μη­θέ­ας;» ρωτά ο μεσαί­ος γύπας. «Ένας αυτο­α­πα­σχο­λού­με­νος με το σηκώ­τι του…» απα­ντά ο γύπας που έχει πλη­σιά­σει τον Προ­μη­θέα. Με τρείς, δηλα­δή, φού­σκες απο­δί­δε­ται στις κυρί­αρ­χες δια­στά­σεις του ο κυνι­σμός, που αναι­ρεί, αλλά και δικαιο­λο­γεί τα πάντα, μετα­θέ­το­ντας τις αιτί­ες της συμ­φο­ράς στην ατο­μι­κή ευθύνη.

stathis7

«Την Αρι­στε­ρά δεν αρκεί να τη σκο­τώ­σεις για να πεθά­νει, πρέ­πει να τη δια­σύ­ρεις» γρά­φει η φού­σκα στο σκί­τσο με τον Αχιλ­λέα που με το άρμα του σέρ­νει ‑αντί για τον Έκτο­ρα- το κου­φά­ρι της κυβερ­νώ­σας Αριστεράς.

stathis1

Το σκί­τσο παρα­πέ­μπει στο Μενέ­λαο Λου­ντέ­μη, που έγρα­ψε πως ο κομ­μου­νι­στής δεν πεθαί­νει κι ακό­μα όταν εκτε­λε­στεί, αλλά χάνε­ται άμα χαλά­σει ο χαρα­κτή­ρας του. Αλλά προ­δια­θέ­τει και τον ανα­γνώ­στη να σιγο­τρα­γου­δή­σει τους στί­χους απ’ τον «Ισο­βί­τη» του Μάρ­κου Βαμ­βα­κά­ρη: «…Τέτοια μεγά­λη εκδί­κη­ση αν τηνε ξεμπουκάρω/ όπως τον Έκτο­ρα ο Αχιλ­λεύς τον έσουρ­νε στο κάρο!».

stathis5

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο