Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μεγάλη Παρασκευή 1947: Το χρονικό της Νιάλας και ένα ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ

Ένα ενδια­φέ­ρον ντο­κι­μα­ντέρ για την συγκλο­νι­στι­κή ιστο­ρία της Νιά­λας τη Μεγά­λη Παρα­σκευή του 1947 δημιούρ­γη­σε ο σκη­νο­θέ­της ο Στά­θης Γαλαζούλας .

Το ντο­κι­μα­ντέρ με τίτλο: “ΝΙΑΛΑ, ΜΙΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ” γυρί­στη­κε στη Νιά­λα με πρω­τα­γω­νι­στή τον επι­ζώ­ντα αντάρ­τη του ΔΣΕ Βασί­λη Φυτσιλή.

Το κεί­με­νο του ντο­κι­μα­ντέρ βασί­στη­κε στην εξαί­ρε­τη δου­λειά του «Ευρυ­τά­να ιχνηλάτη».

Το χρονικό της Νιάλας

Αντι­γρά­φου­με το χρο­νι­κό της Νιά­λας από κεί­με­νο της Νομαρ­χια­κής Επι­τρο­πής Καρ­δί­τσας της ΠΕΑΕΑ, είκο­σι χρό­νια πριν

Πέρα­σε ακρι­βώς μισός αιώ­νας από τη μεγά­λη τρα­γω­δία της Νιά­λας (σ.σ. σήμε­ρα 70), που μας φέρ­νει στη μνή­μη μας ανά­γλυ­φη τη σκλη­ρό­τη­τα και βαρ­βα­ρό­τη­τα του εμφυ­λί­ου πολέ­μου, τέκνο και δημιούρ­γη­μα της ντό­πιας αντί­δρα­σης και των Αγγλο­α­με­ρι­κα­νών ιμπεριαλιστών.

Ο εμφύ­λιος πόλε­μος άρχι­σε χωρίς τη θέλη­ση του ελλη­νι­κού δημο­κρα­τι­κού λαού και του ΚΚΕ, το οποίο ηγή­θη­κε της Αντί­στα­σης κατά των ξένων κατακτητών.

Οι μετα­βαρ­κι­ζια­νές κυβερ­νή­σεις και οι παρα­κρα­τι­κές συμ­μο­ρί­ες που απλώ­θη­καν σ’ όλη την Ελλά­δα, τύπου Σούρ­λα — Βουρ­λά­κη κτλ, σκόρ­πι­σαν στην ύπαι­θρο και στις πόλεις αφό­ρη­τη και πρω­τό­γνω­ρη τρομοκρατία.

Χιλιά­δες αγω­νι­στές βρέ­θη­καν στις φυλα­κές και χιλιά­δες κατέ­φυ­γαν στα βου­νά για να γλι­τώ­σουν από βέβαιο θάνα­το. Ετσι ξεκί­νη­σε ο εμφύ­λιος πόλε­μος, ο οποί­ος είχε τρα­γι­κές συνέ­πειες για τον τόπο μας, με δεκά­δες χιλιά­δες νεκρούς, τραυ­μα­τί­ες, φυλα­κι­σμέ­νους και με ανυ­πο­λό­γι­στες υλι­κές καταστροφές.

Στα Αγραφα

Οι επι­χει­ρή­σεις του κυβερ­νη­τι­κού στρα­τού ενα­ντί­ον του ΔΣΕ άρχι­σαν την Ανοι­ξη του 1947 και ξεκί­νη­σαν από την περιο­χή των Αγρά­φων. Τα Αγρα­φα, οχυ­ρή περιο­χή από την ίδια τους τη φύση, πρω­το­στά­τη­σαν σ’ όλους τους απε­λευ­θε­ρω­τι­κούς αγώ­νες κατά την περί­ο­δο της τουρ­κο­κρα­τί­ας, όπως επί­σης και στην περί­ο­δο της Κατο­χής, όπου ανα­δεί­χτη­καν κάστρα άπαρ­τα της λευτεριάς.

Οι Αγγλο­α­με­ρι­κα­νοί εξου­σια­στές, καθώς και η υπο­τε­λής τότε κυβέρ­νη­ση των Αθη­νών πίστευαν ότι εάν κατόρ­θω­ναν να συντρί­ψουν το ΔΣΕ στην περιο­χή των Αγρά­φων, θα ξεμπέρ­δευαν μια για πάντα μ’ αυτόν. Ετσι ετοι­μά­στη­καν με κάθε λεπτο­μέ­ρεια οι επι­χει­ρή­σεις στα Αγρα­φα και το βάρος το ανέ­λα­βαν τρεις καλά εξο­πλι­σμέ­νες ταξιαρ­χί­ες που ξεκί­νη­σαν από Καρ­δί­τσα, Καρ­πε­νή­σι και Αρτα. Στό­χος τους ήταν να εγκλω­βί­σουν τους μαχη­τές του ΔΣΕ και να τους εξοντώσουν.

Στην περιο­χή των Αγρά­φων δρού­σαν μικρές ομά­δες ανταρ­τών, καθώς και το τάγ­μα του Σοφια­νού. Οι πρώ­τες σκλη­ρές μάχες δόθη­καν στα ριζά των Αγρά­φων και την περιο­χή της Νεβρο­πό­λε­ως, όπου σήμε­ρα είναι η λίμνη Πλα­στή­ρα. Κάτω από την πίε­ση ισχυ­ρών κυβερ­νη­τι­κών δυνά­με­ων το τάγ­μα του Σοφια­νού, ακο­λου­θού­με­νο από εκα­το­ντά­δες κατα­διω­κό­με­νους πολί­τες και πολι­τι­κές οργα­νώ­σεις της Καρ­δί­τσας ανα­γκά­στη­κε να απο­τρα­βη­χτεί στα Πετρί­λια και κατό­πιν στα Μ. Βραγ­για­νά. Η κατά­στα­ση ήταν άκρως κρί­σι­μη, καθώς οι τρεις ταξιαρ­χί­ες πλη­σί­α­ζαν προς τα Βραγ­για­νά και απει­λού­σαν με εγκλω­βι­σμό και ολι­κή συντρι­βή τις ανταρ­τι­κές δυνάμεις.

Σ’ ένα σπί­τι των Βραγ­για­νών συγκε­ντρώ­θη­κε η διοί­κη­ση του τάγ­μα­τος, οι διοι­κή­σεις των λόχων και διμοι­ριών και τα πολι­τι­κά στε­λέ­χη της Οργά­νω­σης όπως ο Βασί­λης Τσι­ρώ­νης, γραμ­μα­τέ­ας της Επι­τρο­πής Πόλης Καρ­δί­τσας του ΚΚΕ, η Βαγ­γε­λί­τσα Κου­σιάν­τζα, μέλος της Επι­τρο­πής, ο Βαγ­γέ­λης Ταγκού­λης, μέλος της Νομαρ­χια­κής του ΕΑΜ Καρ­δί­τσας, ο Σού­λας από το Γρα­φείο Περιο­χής του Κόμ­μα­τος στη Θεσ­σα­λία κι άλλοι.

Η σωτηρία της Νιάλας

Μία ήταν η λύση για να βγουν από τον κλοιό, που σαν θανά­σι­μος βρόγ­χος απει­λού­σε με αφα­νι­σμό τις ανταρ­τι­κές δυνά­μεις. Η σωτη­ρία θα ήταν εάν το τάγ­μα έφθα­νε στη Σάι­κα και στο Καρο­πλέ­σι, όπου άνε­τα θα έμπαι­ναν στην περιο­χή της Βουλ­γά­ρας, εκεί που βρι­σκό­ταν το Γενι­κό Αρχη­γείο και το Αρχη­γείο Θεσ­σα­λί­ας του ΔΣΕ.

Η εισή­γη­ση του Σοφια­νού γίνε­ται απο­δε­κτή, για­τί ήταν η μόνη λύση που τους έβγα­ζε από το τρα­γι­κό αδιέξοδο.

Το εγχεί­ρη­μα δύσκο­λο και επι­κίν­δυ­νο, για­τί έπρε­πε να περά­σουν τα ανε­μο­δαρ­μέ­να και αφι­λό­ξε­να ύψη των 2.200 μ. της Νιά­λας, το φοβε­ρό αυτό βου­νό των Αγρά­φων, που και αυτά τα αγρί­μια διστά­ζουν να το περά­σουν, αφού και την Ανοι­ξη σκορ­πά­ει γύρω του τη συμ­φο­ρά, τον όλε­θρο και την καταστροφή.Το σχέ­διο μπή­κε αμέ­σως σε ενέρ­γεια. Ο 1ος και 2ος λόχος θα απο­τε­λού­σε την εμπρο­σθο­φυ­λα­κή της μεγά­λης πορεί­ας, θα ακο­λου­θού­σαν οι πολί­τες με τα γυναι­κό­παι­δα και οπι­σθο­φυ­λα­κή ο 3ος λόχος του Ερμή. Η ανα­χώ­ρη­ση από τα Βραγ­για­νά έμοια­ζε με την ηρω­ι­κή έξο­δο του Μεσολογγίου.

Η φάλαγ­γα ξεκί­νη­σε Μεγά­λη Παρα­σκευή, 11 Απρί­λη 1947, για τη μεγά­λη πορεία. Στα πρώ­τα βήμα­τα ξεσπά άγρια κακο­και­ρία με βρο­ντές, αστρα­πές, κατα­κλυ­σμιαί­ες βρο­χές, κρύο ανυ­πό­φο­ρο και η Νιά­λα είναι ακό­μα πολύ μακριά και αόρα­τη από τα μολυ­βέ­νια σύν­νε­φα που τη σκε­πά­ζουν. Ο δρό­μος, ένας κατσι­κό­δρο­μος με ατέ­λειω­τες στρο­φές, τρα­χύς, δύσκο­λος και δύσβα­τος. Σε λίγο το κρύο γίνε­ται πολι­κό και η βρο­χή μετα­τρέ­πε­ται σε χιό­νι. Παρά ταύ­τα η φάλαγ­γα, μια τερά­στια αργο­κί­νη­τη σαρα­ντα­πο­δα­ρού­σα, συνε­χί­ζει αργά την πορεία της και όλοι ελπί­ζουν στο ποθού­με­νο τέρ­μα. Το χιό­νι, όσο πάει, γίνε­ται πιο πυκνό, ο δρό­μος αδιά­βα­τος και το κρύο ανυ­πό­φο­ρο αρχί­ζει να παγώ­νει ανθρώ­πι­νες υπάρ­ξεις. Τα πρώ­τα θύμα­τα της φρι­χτής παγω­νιάς είναι τα μωρά και οι γυναί­κες. Με το τέλος της πορεί­ας οι νεκροί θα ανέλ­θουν σε μερι­κές δεκάδες.

Ο Βασί­λης Φυτσι­λής, ο οποί­ος βίω­σε προ­σω­πι­κά την τρα­γω­δία της Νιά­λας, γρά­φει στο βιβλίο του, που είναι αφιε­ρω­μέ­νο στην ηρω­ί­δα του λαού Βαγ­γε­λί­τσα Κου­σιάν­τζα: “Είδα δίπλα μου αντάρ­τες και πολί­τες να πέφτουν και να πεθαί­νουν σε ένα λεφτό. Εβγα­ζαν απ’ τα ρου­θού­νια τους λίγο αίμα, τρε­μό­παι­ζαν για μια στιγ­μή τα βλέ­φα­ρα και σε λίγο ήταν νεκροί”.

Ο μαχη­τής του ΔΣΕ Μενέ­λα­ος Μού­στος, στο βιβλίο του “Η Νιά­λα” περι­γρά­φει με το δικό του παρα­στα­τι­κό τρό­πο την τρο­με­ρή θύελ­λα: “Η φύση λες συμ­μά­χη­σε κι αυτή με τον εχθρό να μας αφα­νί­σει. Βογκά­νε οι λαγκα­διές, τα φαράγ­για, τα διά­σε­λα. Σειέ­ται το σύμπαν από το τρο­με­ρό μπουμπουνητό”.

Μέσα σ’ αυτή την τρο­με­ρή, την αφό­ρη­τη κατά­στα­ση, που μοιά­ζει με την “Κόλα­ση” του Δάντη, η φάλαγ­γα εξα­κο­λου­θεί να προχωράει.

Το βρά­δυ, 12 Απρί­λη, ο 1ος και ο 2ος λόχος φθά­νουν στην κορυ­φή του αυχέ­να και με μια ηρω­ι­κή προ­σπά­θεια περ­νούν την πόρ­τα του θανά­του, το διά­σε­λο της Νιά­λας και βρί­σκο­νται στο απυ­ρό­βλη­το της κατα­ρα­μέ­νης θύελλας.

Στην Καρ­δί­τσα οι αρχές περι­μέ­νουν να υπο­δε­χτούν την ατέ­λειω­τη φάλαγ­γα των αιχ­μα­λώ­των και γλε­ντούν προ­κα­τα­βο­λι­κά. Μάταια όμως…

Η χαρά των ανταρ­τών για την επι­τυ­χία τους μετριά­ζε­ται από την περι­πέ­τεια του 3ου λόχου και των πολι­τών. Οι άοπλοι μαζί με το λόχο του Ερμή ξέκο­ψαν από την κύρια δύνα­μη του τάγ­μα­τος, πήραν λάθος μονο­πά­τι και έπε­σαν πάνω στο μέρος που βρί­σκο­νταν τα φυλά­κια του κυβερ­νη­τι­κού στρατού.

“Σαστι­σμέ­νοι οι φαντά­ροι, γρά­φει ο Μενέ­λα­ος Μού­στος, κοι­τά­νε τους μαχη­τές του ΔΣΕ να κατε­βά­ζουν τους γυλιούς τους και ν’ απο­θέ­τουν τα όπλα τους σαν νάταν παλιοί γνώ­ρι­μοι ή νοι­κο­κύ­ρη­δες στις σκη­νές. Παίρ­νουν κι αυτοί θάρ­ρος. Ξεκουκουλώνονται.

- Είμα­στε αδέλ­φια, λένε, μη μας πει­ρά­ξε­τε, ούτε εμείς θα σας πει­ρά­ξου­με.- Αδέρ­φια, αδέρ­φια, απα­ντά­νε οι δικοί μας”.

Τέτοιο πράγ­μα δε ματα­γνώ­ρι­σε η ιστο­ρία. Ο εμφύ­λιος ήταν έξω από τη φύση, τη ζωή και τη θέλη­ση του ελλη­νι­κού λαού. Και μόνο οι σκο­τει­νές δυνά­μεις των Αγγλο­α­με­ρι­κα­νών τον επι­δί­ω­καν, για­τί εκεί­νοι μόνο είχαν άνο­μα συμφέροντα.

Σ’ ένα ξεκομ­μέ­νο εχθρι­κό αντί­σκη­νο βρέ­θη­κε η πολι­τι­κή οργά­νω­ση που δεν άκου­σε το πρωί τις φωνές των ανδρών του 3ου λόχου, που τους καλού­σαν να βγουν έξω από τα αντί­σκη­να και να ακο­λου­θή­σουν τον προ­ο­ρι­σμό τους.

Η εκτέλεση των δέκα

Τα μισο­πα­γω­μέ­να μέλη της πολι­τι­κής οργά­νω­σης και μερι­κούς άλλους πολί­τες τους ξύπνη­σαν από το λήθαρ­γο οι βρι­σιές και οι κλο­τσιές ανδρών του κυβερ­νη­τι­κού στρα­τού, οι οποί­οι ήρθα­νε πρωί πρωί από το χωριό Αγρα­φα, για να δού­νε τους δικούς τους, τους φόρε­σαν χει­ρο­πέ­δες και έπει­τα από ένα πικρό οδοι­πο­ρι­κό τους μετέ­φε­ραν στη Λαμία. Εκεί τους πέρα­σαν από το έκτα­κτο Στρα­το­δι­κείο, στις 3.5.47, και δέκα απ’ αυτούς τους κατα­δί­κα­σαν σε θάνα­το, τους δε υπο­λοί­πους σε ισό­βια δεσμά.

Οι κατα­δι­κα­σθέ­ντες σε θάνα­το ξεπέ­ρα­σαν τον εαυ­τό τους, στις δύσκο­λες εκεί­νες ώρες και ανα­δεί­χτη­καν άξιοι ηγή­το­ρες και ήρω­ες του ΔΣΕ.

Δεν υπάρ­χει ανθρώ­πι­νη καρ­διά να μη ράγι­σε και μάτια να μη βούρ­κω­σαν δια­βά­ζο­ντας τα γράμ­μα­τα των μελ­λο­θα­νά­των: Βασί­λη Τσι­ρώ­νη, Βαγ­γε­λί­τσας Κου­σιάν­τζα και Κώστα Χαλκιά.

Η ώρα της εκτέ­λε­σης για τους δέκα μελ­λο­θα­νά­τους φθά­νει στις 4 το πρωί, στις 9 Μάη 1947. Τόπος εκτέ­λε­σης το νεκρο­τα­φείο της Ξηριώ­τισ­σας. Οι μελ­λο­θά­να­τοι άφο­βοι μπρο­στά στο θάνα­το στή­νουν τον ηρω­ι­κό χορό του Ζαλόγ­γου. Η Βαγ­γε­λί­τσα, φορώ­ντας το κόκ­κι­νο μετα­ξω­τό φου­στά­νι της, σέρ­νει πρώ­τη το χορό και την ακο­λου­θούν οι υπό­λοι­ποι εννέα τρα­γου­δώ­ντας, σ’ αυτό το “παρά­ξε­νο” το συγκλο­νι­στι­κό ξεφάντωμα.

Εκπλη­κτοι, οι άνδρες του εκτε­λε­στι­κού απο­σπά­σμα­τος που προ­έρ­χο­νται από το 106 Τάγ­μα, από το ανε­πα­νά­λη­πτο αυτό θέα­μα, αρνού­νται να τους εκτε­λέ­σουν. Το φονι­κό έργο θα το ανα­λά­βουν “μαυ­ρο­σκού­φη­δες” και “ΜΑΥ­δες”.

Οι δέκα αγω­νι­στές και ήρω­ες που έπε­σαν νεκροί από τα δολο­φο­νι­κά βόλια του εμφυ­λί­ου πολέ­μου είναι: 1. Τσι­ρώ­νης Βασί­λης, 2. Κου­σιάν­τζα Βαγ­γε­λί­τσα, 3. Παπα­γε­ωρ­γί­ου Μήτσιος, 4. Χαλ­κιάς Κώστας, 5. Γαλα­νί­τσας Αλέ­κος, 6. Βαρ­νά­βας Αλέ­κος, 7. Χασιώ­της Δημή­τριος, 8. Καψά­λης Θανά­σης, 9. Αθα­νά­τος Δημή­τρης και 10. Κυρί­τσης Χαρί­λα­ος. Δυο άλλοι ο Παπα­λέ­ξης Σωκρά­της και ο Σερα­φέ­ας Αντώ­νης πέθα­ναν καθ’ οδόν και στέ­ρη­σαν τη χαρά στους στρα­το­δί­κες να τους κατα­δι­κά­σουν σε θάνατο.

Στις πλα­γιές της Νιά­λας, από όσα γνω­ρί­ζου­με, “κοι­μή­θη­καν” κάτω από το χιό­νι οι: 1. Ζορ­μπάς Βαγ­γέ­λης, 2. Θεο­δω­ρής Κώστας, 3. Θεο­δω­ρής Χαρ. 4. Καού­ρας Χρή­στος, 5. Καλα­τζής Γιώρ­γος, 6. Μπουλ­τσή Ελέ­νη, 7. Οικο­νό­μου Λάμπρος, 8. Πατρί­κης Κώστας, 9. Πανα­γιω­τό­που­λος Σερ. 10. Παπα­δη­μη­τρί­ου Θωμάς, 11. Ράγια Βάια, 12. Ράγια Ιου­λία, 13. Ράγιας Γιάν­νης, 14. Στάι­κος Αθαν. 15. Ταγκού­λης Βαγ­γέ­λης, 16. Τσα­μα­νής Σού­λας, 17. Τσα­μα­νή Κού­λα, 18. Τσού­λας Παυσανίας.

Στον αυχέ­να της Νιά­λας, έπει­τα από πολ­λές δεκα­ε­τί­ες στή­θη­κε ένα απλό μνη­μείο για να θυμί­ζει τη φρί­κη του εμφυ­λί­ου. Τού­τες τις μέρες, κάθε χρό­νο, η Νιά­λα, το τρο­με­ρό βου­νό της θύελ­λας αλλά και της συμ­φι­λί­ω­σης μας στέλ­νει το δικό της μήνυ­μα, ηχη­ρό όσο και οι ισχυ­ροί άνε­μοι που βγαί­νουν από τα σπλά­χνα της: Ποτέ πόλε­μος, ποτέ εμφύ­λιος. Ειρή­νη και πρόοδος.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο