Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Οι ντόπιοι μάς εμπιστεύονται τη γη τους»: η ρητορική της αξιοποίησης και ιστορίες μιας άπληστης ανάπτυξης

Γρά­φει η Βασι­λι­κή Παπα­γε­ωρ­γί­ου //
Εθνο­λό­γος- Κοιν. Ανθρω­πο­λό­γος, δρ

Στο «Τύμπα­να βρο­ντά­νε για το Ράν­κας», του σπου­δαί­ου και πολυ­με­τα­φρα­σμέ­νου – αλλά άγνω­στου σχε­τι­κά στην Ελλά­δα – Περου­βια­νού συγ­γρα­φέα Μανου­έλ Σκόρ­σα, (Manuel Scorza, Redoble por Rancas, 1970, ελλη­νι­κή έκδο­ση Παρα­τη­ρη­τής, 1986) ο “Φρά­κτης” μεγα­λώ­νει χιλιό­με­τρα καθη­με­ρι­νά και κατα­βρο­χθί­ζει τα πάντα στον δρό­μο του. Γίνε­ται ένα αδη­φά­γο σκου­λή­κι που εξα­φα­νί­ζει τις λίμνες, τις κορυ­φές, ακό­μη και πόλεις ολό­κλη­ρες. Οι ντό­πιοι χρειά­ζε­ται τώρα να περ­πα­τούν χιλιό­με­τρα κατά μήκος του φρά­χτη για να δια­σχί­σουν τα χωριά τους.
Ο Σκόρ­σα απλά περι­γρά­φει τον αγώ­να των κατοί­κων μιας μικρής περου­βια­νής κοι­νό­τη­τας να σώσουν την γη τους από τη λυσ­σα­λέα πολι­τι­κή αρπα­γής του κρά­τους και των πολυ­ε­θνι­κών εται­ρειών. Ο “Φρά­κτης” στο μαγι­κό ρεα­λι­σμό του Σκόρ­σα, που εξα­πλώ­νε­ται σαν ένα ανθρω­πό­μορ­φο τέρας, είναι η πιο εκπλη­κτι­κή μετα­φο­ρά της μανί­ας αυτής για γη, που 50 χρό­νια μετά, παρα­μέ­νει παντού στον κόσμο το ίδιο άγρια και απειλητική.

Στο Περού της νότιας Αμε­ρι­κής ή στη μακρι­νή Ελλά­δα της νότιας Ευρώ­πης, ανα­τρέ­χο­ντας στον Σκόρ­σα, βρί­σκου­με από­λυ­τα ται­ρια­στή την ανα­λο­γία του “Φρά­κτη”, ως τη δυσοί­ω­νη νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρη πρα­κτι­κή της “συσ­σώ­ρευ­σης μέσω της απο­στέ­ρη­σης” και της “περί­φρα­ξης”, που έχει περι­γρά­ψει ο μαρ­ξι­στής γεω­γρά­φος και κοι­νω­νι­κός ανθρω­πο­λό­γος Ντέι­βιντ Χάρ­βεϊ. Ο ενερ­γός, κρι­τι­κός δια­νο­ού­με­νος έχει βασι­στεί στη μαρ­ξι­στι­κή έννοια της “πρω­ταρ­χι­κής συσ­σώ­ρευ­σης”, την οποία επε­ξερ­γά­ζε­ται για να την εφαρ­μό­σει στην επι­θε­τι­κή νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρη πολι­τι­κή και να κατα­δεί­ξει τους τρό­πους που αυτή παίρ­νει σάρ­κα και οστά στο σύγ­χρο­νο κόσμο (Harvey, David. “Accumulation by Dispossession,” The New Imperialism. Oxford: Oxford UP, 2003. 137–82).

Σήμε­ρα στην Ελλά­δα, είναι εται­ρεί­ες και επεν­δυ­τι­κά funds, υπερ­κροί­σοι άγνω­στοι και επώ­νυ­μοι, Έλλη­νες και μέλη της παγκο­σμιο­ποι­η­μέ­νης ελίτ, που ανα­ζη­τούν συστη­μα­τι­κά και μεθο­δευ­μέ­να γη για “περί­φρα­ξη”: στα αστι­κά κέντρα, στην ύπαι­θρο, σε χωριά και πόλεις, σε νησιά και ηπει­ρω­τι­κή χώρα. Οι επεν­δύ­σεις τους αφο­ρούν κάθε είδους επι­χει­ρη­μα­τι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα που απο­σκο­πεί στα δικά τους συμ­φέ­ρο­ντα – και κάθε άλλο παρά απευ­θύ­νο­νται στη μεγά­λη πλειο­ψη­φία των κατοί­κων της χώρας. Μεγά­λα projects, όπως στο Ελλη­νι­κό και στο Φαλη­ρι­κό Δέλ­τα, τα οποία ουσια­στι­κά εντάσ­σουν υπερ­φι­λό­δο­ξες επεν­δύ­σεις του επι­χει­ρη­μα­τι­κού κεφα­λαί­ου (γι’ αυτό αρχι­τε­κτο­νι­κά ξεχω­ρί­ζουν με το τοπό­ση­μο π.χ. ενός καζί­νο- ουρα­νο­ξύ­στη), πλα­σά­ρο­νται προ­πα­γαν­δι­στι­κά ως “στοι­χή­μα­τα ανά­πτυ­ξης” για την Ελλά­δα του 21ου αι., δημιουρ­γώ­ντας ζώνες κερ­δο­φό­ρας εκμε­τάλ­λευ­σης με του­ρι­στι­κή επι­σκε­ψι­μό­τη­τα και αξιο­ποί­η­ση για την ελίτ και τον κοι­νω­νι­κό της κόσμο. Το πιο χαρα­κτη­ρι­στι­κό τεκ­μή­ριο αυτής της κατά­στα­σης υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης πλού­του που περι­γρά­φω εδώ, είναι οι επεν­δύ­σεις στην πολυ­τε­λή και υπερ­πο­λυ­τε­λή κατα­νά­λω­ση, βίλες και resorts, απο­κλει­στι­κά ξενο­δο­χεία, αχα­νείς και περί­κλει­στους του­ρι­στι­κούς χώρους ανα­ψυ­χής, σε γεω­γρα­φι­κές ζώνες από­λυ­της αυτο­νο­μί­ας και τερά­στιας έκτασης.

Σε μια κατά­στα­ση κρί­σης η γη που­λιέ­ται και αγο­ρά­ζε­ται εύκο­λα. Αυτό ονο­μά­ζε­ται ευφη­μι­στι­κά “αξιο­ποί­η­ση”, όταν το κρά­τος εκχω­ρεί τη δημό­σια περιου­σία σε επι­χει­ρη­μα­τι­κά funds, εται­ρεί­ες δια­χεί­ρι­σης, επι­χει­ρη­μα­τι­κές οικο­γέ­νειες κλπ. για επεν­δυ­τι­κή εκμε­τάλ­λευ­ση. Το ίδιο κάνουν και οι ντό­πιοι μικροϊ­διο­κτή­τες κάτω από την ασφυ­κτι­κή πίε­ση, το καθα­ρά οικο­νο­μι­κό κίνη­τρο και την αδυ­να­μία τους να συνα­γω­νι­στούν τους ισχυ­ρούς σε επι­χει­ρη­μα­τι­κή δραστηριότητα.

Στα μίντια και τον δημό­σιο λόγο, οι εξα­γο­ρές και οι επεν­δύ­σεις παρου­σιά­ζο­νται μέσα από τη ρητο­ρι­κή της “ανά­πτυ­ξης” ως θρί­αμ­βος της εξω­στρέ­φειας της Ελλά­δας, που εξέρ­χε­ται επι­τυ­χη­μέ­να από την κρί­ση και “επα­να­συ­στή­νε­ται” στο διε­θνές περι­βάλ­λον ως “αξιό­πι­στος εταί­ρος”. Σε ένα από τα άφθο­να ρεπορ­τάζ του είδους δια­βά­ζου­με, για παρά­δειγ­μα, πώς χτί­ζε­ται ένας νέος επεν­δυ­τι­κός παρά­δει­σος, το Μεγα­νή­σι (περιο­δι­κό Gala, ν. 155, 13/6/2021). Το Μεγα­νή­σι περι­γρά­φε­ται ως τόπος που προ­σφέ­ρει πλή­ρη ιδιω­τι­κό­τη­τα και έχει μετα­τρα­πεί σε “Vip προ­ο­ρι­σμό” για διά­ση­μους, μεγι­στά­νες του πλού­του και μέλη της παγκό­σμιας ελίτ. Οι επεν­δυ­τές παρου­σιά­ζο­νται σχε­δόν ως ευερ­γέ­τες των κατοί­κων του μικρού αυτού νησιού απέ­να­ντι από τη Λευ­κά­δα. Δια­θέ­τουν “όρα­μα ανά­πτυ­ξης” που υλο­ποιεί­ται με την από­κτη­ση τερά­στιων εκτά­σε­ων κυρί­ως στο παρα­θα­λάσ­σιο μέτω­πο, όπου κτί­ζουν υπερ­πο­λυ­τε­λείς βίλες που απευ­θύ­νο­νται σε απο­κλει­στι­κό κοι­νό. «Οι ντό­πιοι μάς εμπι­στεύ­ο­νται τη γη τους», λένε.

Η ρητο­ρι­κή της “αξιο­ποί­η­σης” επι­χει­ρεί να νομι­μο­ποι­ή­σει την ασυ­γκρά­τη­τη ανά­πτυ­ξη, συγκα­λύ­πτο­ντάς την με απλου­στευ­μέ­να επι­χει­ρή­μα­τα και προ­φά­νειες που συνή­θως έχουν τη μορ­φή της ταυ­το­λο­γί­ας: μια περιο­χή χαρα­κτη­ρί­ζε­ται ως ανα­ξιο­ποί­η­τη, σε παρακ­μή ή εγκα­τά­λει­ψη, άρα νομο­τε­λεια­κά θα πρέ­πει να παρα­δο­θεί στις επι­χει­ρη­μα­τι­κές παρεμ­βά­σεις με την ιδιο­ποί­η­ση γης και τους επερ­χό­με­νους κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κούς μετα­σχη­μα­τι­σμούς που επι­βάλ­λο­νται ταχέ­ως. Προ­κει­μέ­νου μια ριζι­κή επέμ­βα­ση τέτοιου είδους να δικαιο­λο­γη­θεί και να καμ­φθούν οι ενδε­χό­με­νες αντι­δρά­σεις επι­στρα­τεύ­ε­ται ο λόγος (discourse) της “πρά­σι­νης ανά­πτυ­ξης”. Οι ανα­φο­ρές σε αει­φο­ρία και βιω­σι­μό­τη­τα χρη­σι­μο­ποιού­νται ως πρό­σχη­μα για να εξω­ρα­ΐ­σουν mega projects που θα υπο­δέ­χο­νται την άπλη­στη υπερ­πο­λυ­τε­λή κατα­νά­λω­ση και δρα­στη­ριό­τη­τα με δήθεν μηδε­νι­κό οικο­λο­γι­κό αποτύπωμα.

Ο “Φρά­κτης”, η μετα­φο­ρά που χρη­σι­μο­ποί­η­σα στην αρχή, είναι ακρι­βώς αυτή η κατα­λή­στευ­ση, η ιδιο­ποί­η­ση γης, ακί­νη­της περιου­σί­ας αλλά και κατ’ επέ­κτα­ση παρα­γω­γι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας τοπι­κής, μικρής, εντό­πιας που βασί­ζε­ται πάνω σε αυτή την ιδιο­κτη­σία, παράλ­λη­λα με το υπάρ­χων υλι­κό και συμ­βο­λι­κό κεφά­λαιο (γνώ­σεις, παρα­δό­σεις, γη, μνή­μη, τεχνο­γνω­σία κ.α.) που εκμη­δε­νί­ζε­ται και κατα­στρέ­φε­ται σταδιακά.

Ο “Φρά­κτης” εξο­ρί­ζει, απο­διώ­χνει, δημιουρ­γεί παρί­ες και απο­κλει­σμέ­νους. Τους ανα­γνω­ρί­ζου­με ήδη στο πρό­σω­πο του νησιώ­τη που εγκα­τα­λεί­πει τη μικρή του του­ρι­στι­κή επι­χεί­ρη­ση, καθώς η περιο­χή του καθο­λι­κά έχει μετα­τρα­πεί σε luxury προ­ο­ρι­σμό, του αγρό­τη που παρα­δί­δει την καλ­λιερ­γή­σι­μη γη του για εγκα­τά­στα­ση φωτο­βολ­ταϊ­κών, του μικρέ­μπο­ρα που καταρ­ρέ­ει κάτω από το κόστος ενός υψη­λού ενοι­κί­ου σε ζώνη που εξευ­γε­νί­ζε­ται και κατα­κλύ­ζε­ται από διε­θνή επώ­νυ­μα brands. Οι απο­κλει­σμέ­νοι είναι αυτοί που χάνουν την πρό­σβα­ση σε χωρι­κά, υλι­κά, συμ­βο­λι­κά αγα­θά μέσω της απο­στέ­ρη­σης που προ­κα­λούν τα επι­θε­τι­κά επεν­δυ­τι­κά κεφά­λαια. Δεν θα πρέ­πει, έτσι, να περ­νά­ει απα­ρα­τή­ρη­τη η φετι­νή είδη­ση ότι ο Μπιλ Γκέιτς, ο τέταρ­τος πλου­σιό­τε­ρος άνθρω­πος στον κόσμο, φέρει πλέ­ον τον τίτλο του μεγα­λύ­τε­ρου γαιο­κτή­μο­να της Αμε­ρι­κής, έχο­ντας απο­κτή­σει σχε­δόν 980.000 στρέμ­μα­τα καλ­λιερ­γή­σι­μης γης στις ΗΠΑ (Πηγή: ΕΔΩ). Μια τέτοια κατά­στα­ση δεν απο­τυ­πώ­νει τίπο­τε άλλο, παρά την καπι­τα­λι­στι­κή υπερ­συσ­σώ­ρευ­ση και τους τρό­πους που αυτή σήμε­ρα εμφα­νί­ζε­ται, με μορ­φές απο­στέ­ρη­σης και αφαί­ρε­σης πόρων, σε διά­φο­ρες γεω­γρα­φί­ες ανι­σό­τη­τας του παγκό­σμιου καπι­τα­λι­στι­κού συστήματος.

indonesia

Ινδο­νη­σία, περί­φρα­ξη γης ιθα­γε­νών [πηγή: ΕΔΩ]

Στο «Τύμπα­να βρο­ντά­νε για το Ράν­κας» τα μέλη της ανώ­τε­ρης τάξης έχουν προ­σβλη­θεί από μία περί­ερ­γη ασθέ­νεια, μία τυφλό­τη­τα που τους επι­τρέ­πει να βλέ­πουν τα πάντα εκτός από τον “Φρά­κτη”. Πραγ­μα­τι­κά, οι “περι­φρά­ξεις” του κυρί­αρ­χου μοντέ­λου ανά­πτυ­ξης δεν μπο­ρούν ποτέ να δια­τυ­πω­θούν και να ερμη­νευ­τούν ως τέτοιες από αυτούς που τις ορα­μα­τί­ζο­νται και τις πραγ­μα­το­ποιούν. Το αντί­θε­το, αποϊ­δε­ο­λο­γι­κο­ποιού­νται, εξω­ρα­ΐ­ζο­νται και παρου­σιά­ζο­νται πάντα ως ουδέ­τε­ρες πρα­κτι­κές κοι­νω­νι­κής προ­ό­δου και εξέ­λι­ξης. Όταν το επι­χεί­ρη­μα μιας συγκε­κρι­μέ­νου τύπου ανά­πτυ­ξης (ενσω­μα­τω­μέ­νης, ενδει­κτι­κά, σε κεί­με­να, προ­γραμ­μα­τι­κές εξαγ­γε­λί­ες, σχέ­δια και στρα­τη­γι­κές κατευ­θύν­σεις της ΕΕ, του τύπου του ταμεί­ου Ανά­καμ­ψης και Ανθε­κτι­κό­τη­τας), έχει εδραιω­θεί καθο­λι­κά, απο­τε­λεί δηλα­δή μια ηγε­μο­νι­κή ιδε­ο­λο­γία, κάτι που σε μεγά­λο βαθ­μό σήμε­ρα έχει επι­τευ­χθεί, χρειά­ζε­ται να αρθρω­θεί ένας άλλος λόγος, λόγος ενά­ντιος, μια ετε­ρο­δο­ξία στην κατε­στη­μέ­νη τάξη. Δεν ξέρω αν είναι εφι­κτή μια τέτοιου είδους συλ­λο­γι­κή δρά­ση συμ­βο­λι­κής ανα­τρο­πής που θα κατα­δεί­ξει τις ολέ­θριες δια­δι­κα­σί­ες των νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρων πρα­κτι­κών, όμως θα πρέ­πει να δού­με προ­σε­κτι­κά και με την αντί­στοι­χη βαρύ­τη­τα, το παρά­δειγ­μα που μας δίνουν αυτήν τη στιγ­μή ομά­δες αυτο­χθό­νων, μικρές κοι­νό­τη­τες ιθα­γε­νών σε όλο τον κόσμο, που αγω­νί­ζο­νται με πεί­σμα ενά­ντια στους Γολιάθ του κρά­τους και των πολυ­ε­θνι­κών εται­ριών για να κρα­τή­σουν τη γη τους και τον έλεγ­χο των πλου­το­πα­ρα­γω­γι­κών της πόρων.

________________________________________________________________________

vasilikiΗ Βασιλική Παπαγεωργίου είναι εθνολόγος και διδάκτορας κοινωνικής ανθρωπολογίας. Εργάζεται στον ΟΑΕΔ ως εργασιακή σύμβουλος ενώ παράλληλα διδάσκει στη τριτοβάθμια. Αρθρογραφεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά για θέματα δημόσιας κουλτούρας και κριτικής κοινωνικής και πολιτισμικής θεωρίας.

 

«Ο πικρός βίος του Μαξ Χάβε­λα­αρ, Μια ιστο­ρία εκμε­τάλ­λευ­σης στις αποι­κί­ες καφέ»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο