Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ουν λιλίτσιê αρόšιê

Γρά­φει ο Γεώρ­γιος Μαγιά­κης //

(α) Σημειώματα σχετικά με την παράδοση του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού: Το παράδειγμα της Βοβούσας

Μία ακό­μη θερι­νή περί­ο­δος ολο­κλη­ρώ­νε­ται όπου άγιοι μετά πανη­γυ­ρί­ων είχαν δεσπό­ζου­σα θέση στην κοι­νω­νι­κή ζωή των παλιν­νο­στού­ντων της υπαί­θρου, των παρα­θε­ρι­στών, των ερα­σι­τε­χνών ερευ­νη­τών αλλά προ­πα­ντός των μόνι­μων κατοί­κων που αμφιρ­ρέ­πουν ανά­με­σα στο άμε­σο αίσθη­μα πλη­ρό­τη­τας και στη μελαγ­χο­λι­κή σκέ­ψη της επι­κεί­με­νης απο­μό­νω­σης. Ανα­φο­ρι­κά, λοι­πόν, με όλες αυτές τις εορ­τές με λαϊ­κό-πανη­γυ­ρι­κό χαρα­κτή­ρα οδη­γού­μα­στε να εκθέ­σου­με μια κρι­τι­κή όσων βιώ­σα­με, όσων μας διη­γή­θη­καν είτε όσων παρα­κο­λου­θή­σα­με (μέσω κοι­νω­νι­κών δικτύ­ων ή κάποιας δια­φη­μι­στι­κής αφί­σας εθνι­κού, περι­φε­ρεια­κού ή επαρ­χια­κού οδι­κού δικτύ­ου!). Στα δύο πρώ­τα σημειώ­μα­τα θα παρα­θέ­σου­με ερε­θί­σμα­τα και συνα­γω­γι­κά συμπε­ρά­σμα­τα δύο δια­φο­ρε­τι­κών κατα­στά­σε­ων λαϊ­κής δημιουρ­γί­ας στο πλαί­σιο θεμε­λιω­μέ­νων πατρο­πα­ρά­δο­τα εθι­μι­κών αρχών και τελε­τών. Εδώ, θα προ­σεγ­γί­σου­με τη δομή των τελε­τουρ­γι­κών εθι­μο­τυ­πι­κών ανα­πα­ρα­στά­σε­ων στην περιο­χή του Ανα­το­λι­κού Ζαγο­ρί­ου και πιο συγκε­κρι­μέ­να ενός βλα­χό­φω­νου χωριού, της Βοβούσας.

Η Βοβού­σα, ή κατά τη βλα­χι­κή «Μπαϊ­ά­σα», δια­θλα­σμέ­νη σε δύο μέρη καθώς διαρ­ρέ­ει εν τω μέσω ο ποτα­μός Αώος που πηγά­ζει από τη βόρεια Πίν­δο, θα λέγα­με ότι μετα­λα­μπα­δεύ­ει κρυ­πτο­λο­γι­κά την ιδέα της αθα­να­σί­ας. Ο εορ­τα­σμός της Αγί­ας Παρα­σκευ­ής όπου πραγ­μα­το­ποιεί­ται το τρι­ή­με­ρο 26–27-28 Ιου­λί­ου βρί­θει από συμ­βο­λι­σμούς καθώς συντε­λεί­ται βάσει τυπι­κών αντι­κει­μέ­νων τα οποία διέ­πο­νται από κανο­νι­στι­κές αρχές, αρχές που τέθη­καν στην ηθι­κή βάση προ­γε­νέ­στε­ρων κοι­νω­νιών και απο­τέ­λε­σαν τον κρί­κο συνο­χής των πολι­τι­κών μερών της. Δεν θα επι­κε­ντρω­θού­με στην κοι­νω­νιο­λο­γι­κή ανά­λυ­ση των τυπι­κών αντι­κει­μέ­νων ως αντι­κεί­με­να, αλλά θα εστιά­σου­με σε μια πιο ατο­μι­στι­κή προ­σέγ­γι­ση των υπόρ­ρη­των εννοιών.

Ας πλα­νη­θού­με, όμως, πριν, σε ένα φαντα­σια­κό οδοι­πο­ρι­κό. Μετα­φε­ρό­μα­στε στο ξωκλή­σι της Αγί­ας Παρα­σκευ­ής το οποίο τοπο­θε­τεί­ται στην καρ­διά ενός δρυ­μού από ψιλό­κορ­μα πεύ­κα. Το βλά­χι­κο τρα­γού­δι με τη συνο­δεία οργά­νων και προ­ε­ξάρ­χο­ντες Βοβου­σιώ­τες με παρα­δο­σια­κή ενδυ­μα­σία ακο­λου­θεί μια μαγευ­τι­κή πορεία και μας οδη­γεί στα «προ­πύ­λαια» του κεντρι­κού οικι­σμού με θέα τα σκαρ­φα­λω­τά πετρό­χτι­στα σπί­τια της κοι­λά­δας. Εκεί σχη­μα­το­ποιεί­ται ο πρώ­τος χορευ­τι­κός κύκλος και το κάθε μέλος κατά ηλι­κια­κή ταξι­νό­μη­ση κατα­θέ­τει δια­κρι­τι­κά το δικό του βήμα στη μνή­μη και στο παρόν. Μετά την πρώ­τη «ανά­στα­ση» η πορεία εισβά­λει στο χωριό το οποίο ανα­μέ­νει να υπο­δε­χτεί μια μάζα οίστρου στα σπί­τια του. Εκεί, κάθε όρος του οικο­δε­σπό­τη καταρ­γεί­ται και η χορευ­τι­κή μάζα οιστρη­λα­τεί με τα πόδια στο τίπο­τα και τη ψυχή στο πάντα. Το άγγελ­μα της πανη­γυ­ρι­κής τρι­η­με­ρί­ας δια­σκορ­πί­ζε­ται από τους δεκά­δες αγγε­λιο­φό­ρους έως αργά το μεσημέρι.

Στο χρο­νι­κό της πατρο­γο­νι­κής τελε­τουρ­γί­ας προ­στί­θε­νται ο Γενι­κός Χορός. Οι καμπά­νες του Άγιου Αθα­να­σί­ου στον Πέρα Μαχα­λά κυμ­βα­λί­ζο­νται αργό­συρ­τα στον ερχο­μό του δει­λι­νού και όλοι οι κάτοι­κοι συγκρα­τούν την ψυχή στο σώμα σαν αυτή η ενθυ­λα­κω­μέ­νη έκστα­ση να ανα­γκά­ζει το σώμα να χορεύ­ει. Στο προ­αύ­λιο της εκκλη­σί­ας στοι­χειο­θε­τού­νται δύο ομό­κε­ντροι κύκλοι κατά ηλι­κια­κή ταξι­θέ­τη­ση. Ο εσω­τε­ρι­κός κύκλος απο­τε­λεί­ται από άντρες και ο εξω­τε­ρι­κός από γυναί­κες. Η δια­δι­κα­σία υπά­γε­ται νομο­τε­λεια­κά σε ένα σύνο­λο απα­ρά­βα­των κανο­νι­σμών μιας άγρα­φης ηθι­κής σύμ­βα­σης που δια­σφα­λί­ζει την κοι­νω­νι­κή συνο­χή. Ο οδη­γη­τής του αντρι­κού χορευ­τι­κού κύκλου παίρ­νει θέση πίσω από μια μεγά­λη πέτρα η οποία σημα­το­δο­τεί την αφε­τη­ρία και τη λήξη του χορού. Ο άνδρας εντέλ­λε­ται με τη μορ­φή «παραγ­γέλ­μα­τος» την ορχή­στρα και επι­λέ­γει τη γυναί­κα που θα συνο­δέ­ψει τον ίδιο και θα οδη­γή­σει το γυναι­κείο σύνο­λο του εξω­τε­ρι­κού κύκλου. Η παρα­δο­σια­κή σύν­θε­ση που εκτε­λεί η ορχή­στρα επι­με­ρί­ζε­ται σε τρία μου­σι­κά μέρη με ρυθ­μό 3/4 (ή 4/4), 7/8 και 2/4 οι οποί­οι εναλ­λάσ­σο­νται δια­δο­χι­κά. Ο χορευ­τής ορί­ζε­ται πως πρέ­πει να απο­δώ­σει το παράγ­γελ­μα του μέχρι την ολο­κλή­ρω­ση ενός χορευ­τι­κού κύκλου. Στους επι­δέ­ξιους χορευ­τές το πρώ­το μου­σι­κό μέρος αντι­κα­θί­στα­ται από ένα σκο­πό σε 8/4, την «Αση­μέ­νια μ’ αλυ­σί­δα», που απαι­τεί ιδιαί­τε­ρη αντι­λη­πτι­κή ικα­νό­τη­τα του χορευ­τή ώστε να ερμη­νεύ­σει κινη­σιο­λο­γι­κά τον συγκε­κρι­μέ­νο σκο­πό. Την τρί­τη ημέ­ρα των εορ­τα­σμών ο Γενι­κός Χορός συντε­λεί­ται εξο­λο­κλή­ρου από τις γυναί­κες και παλαιό­τε­ρα ειδι­κά, από τις γυναί­κες που δεν επε­λέ­χθη­σαν από κάποιον άνδρα ως συνο­δοί κατά την τέλε­ση του χορού των. Στο τέλος της εθι­μι­κής δια­δι­κα­σί­ας κυριαρ­χεί ο χορός «Σύρ­μπα» κατά τον οποίο οι άνδρες δημιουρ­γούν έναν εξω­τε­ρι­κό κύκλο γύρω από τις γυναί­κες και προ­σπα­θούν να τις περι­σφί­ξουν στο εσω­τε­ρι­κό ενω­νό­με­νοι ο πρώ­τος με τον τελευ­ταίο χορευ­τή. Απο­κο­ρύ­φω­μα βέβαια του τρι­ή­με­ρου απο­τε­λούν οι βρα­δι­νές πανη­γυ­ρι­κές τελετές.

Σε αυτό το σημείο, θα επι­στρέ­ψου­με από τη φαντα­σία στον καθα­ρό λόγο και θα στα­χυο­λο­γή­σου­με ορι­σμέ­να συμπε­ρά­σμα­τα για το εννοιο­λο­γι­κό περιε­χό­με­νο σύμ­φω­να με μια ατο­μι­στι­κή προ­σέγ­γι­ση, όσο, βέβαια, η υπο­κει­με­νι­κή κρί­ση μάς γνω­μο­δο­τεί να επι­τε­λέ­σου­με κάτι τέτοιο. Αυτό που αντι­λαμ­βά­νε­ται εκ πρώ­της ένας εξω­τε­ρι­κός παρα­τη­ρη­τής είναι η απου­σία ενός συλ­λό­γου-κηδε­μό­να με παρεμ­βα­τι­κή, ελεγ­κτι­κή και χει­ρα­γω­γι­κή συμπε­ρι­φο­ρά. Από το γεγο­νός αυτό προ­κύ­πτει ότι όταν ανα­φε­ρό­μα­στε στην παρά­δο­ση των εθί­μων του συγκε­κρι­μέ­νου αυτού χωριού του βλα­χο­ζά­γο­ρου, δεν ανα­φε­ρό­μα­στε με όρους θεσφά­του ή ιδιο­κτη­σια­κού κλη­ρο­δο­τή­μα­τος που εφαρ­μό­ζε­ται άνω­θεν. Τα πολι­τι­κά μέρη της κοι­νό­τη­τας δεν λει­τουρ­γούν εντο­λο­δο­χι­κά σε ημιε­παγ­γελ­μα­τί­ες και­ρο­σκό­πους αλλά αυθόρ­μη­τα και ισό­τι­μα προ­κει­μέ­νου να επι­τε­λέ­σουν αυτό που ξέρουν μόνον οι ίδιοι να δια­μορ­φώ­νουν: τον λαϊ­κό τους πολι­τι­σμό. Ο πολι­τι­στι­κός σύλ­λο­γος που εδρά­ζει στο χωριό δια­χει­ρί­ζε­ται πρα­κτι­κά και ουσια­στι­κά ζητή­μα­τα τα οποία εξυ­πη­ρε­τούν την τεχνι­κή υπο­στή­ρι­ξη. Καθαυ­τό τον τρό­πο θα λέγα­με μετα­φο­ρι­κά επι­με­λού­νται την κυψέ­λη του ίδιου τους του σμή­νους μελισ­σών. Έτσι, όλοι οι κάτοι­κοι παρί­στα­νται στο γεγο­νός ως άμε­σα, συμ­βαλ­λό­με­να μέρη της συμ­φω­νί­ας τους με την ιστο­ρία. Η δια­τή­ρη­ση των παρα­δο­σια­κών τυπι­κών αντι­κει­μέ­νων δεν παρα­χω­ρεί­ται σε ανά­δο­χους έργων, αλλά τοπο­θε­τεί­ται βαθιά στο αίσθη­μα ευθύ­νης όλων των κατοίκων.

Το αίσθη­μα ευθύ­νης δεν προ­κύ­πτει από κανέ­να τυχο­διω­χτι­κό χαρα­κτή­ρα θήρευ­σης του­ρι­σμού ή θήρευ­σης οποιασ­δή­πο­τε μορ­φής κέρ­δους. Ούτε, επί­σης, (θέση που εδρά­ζει στην υπο­κει­με­νι­κή μου πεποί­θη­ση) προ­κύ­πτει από τη δια­τή­ρη­ση απαρ­χαιω­μέ­νων δοξα­σιών δίχως αυτές να αξιο­λο­γού­νται κρι­τι­κά. Το να συντη­ρή­σεις στην αλέα του χρό­νου ένα σπό­ρο, δεν έχει καμία σημα­σία αν δεν γίνει δέντρο που τα κλα­διά του θα βρουν την πορεία τους προς το φως ή αν δεν καρ­πί­σουν επά­νω τους φρού­τα εδώ­δι­μα για τις γενιές που έρχο­νται. Εκεί βρί­σκε­ται το αίσθη­μα ευθύ­νης. Να προ­σαρ­μό­σου­με τα κλα­διά μέσα στη θύελλα.

Μέσα από τις βλά­χι­κες πολυ­φω­νι­κές ωδές, που λίγοι σήμε­ρα ξέρουν το νόη­μα των στί­χων και που πολ­λές φορές δημιουρ­γεί­ται μια νοη­μα­τι­κή ασά­φεια ως προς το περιε­χό­με­νο, οι κάτοι­κοι του βλα­χο­χω­ρί­ου της Βοβού­σας συνα­ντούν έναν αρχέ­γο­νο γλωσ­σι­κό κώδι­κα και επι­δί­δο­νται σε μια δια­λε­κτι­κή σχέ­ση με το παρελ­θόν. Ανα­κα­λούν είδω­λα προ­σώ­πων που είτε ταυ­τί­στη­καν με την πορεία μιας ολό­κλη­ρης κοι­νω­νί­ας είτε απο­τέ­λε­σαν στο μικρό­κο­σμο του κάθε ατό­μου μια ανα­λα­μπή στο σκό­τος. Πρό­σω­πα που έσβη­σαν, πρό­σω­πα που ξενι­τεύ­τη­καν, πρό­σω­πα που κυνη­γή­θη­καν, πρό­σω­πα που τώρα βρί­σκο­νται στο κατώ­φλι μιας άγνω­στης φυγής. Μπο­ρεί να ακού­σε­τε μέσα στην ηρε­μία τα τρα­γού­δια των υλο­τό­μων από τα δάση με τα ρόμπολα(1) και τη μαύ­ρη πεύ­κη. Μπο­ρεί ο ήχος των κωδώ­νων από τα κάρα των κυρατζήδων(2) να σας παρα­σύ­ρει καθώς στέ­κε­στε στην κορυ­φή της μονό­το­ξης γέφυρας.

Μέσα από την αέναη κυκλι­κό­τη­τα του χορού, το χορο­στά­σι μετα­κυ­λύ­ει στο χωρο­χρό­νο και ο καθέ­νας με χέρια ελεύ­θε­ρα τρα­γου­δά και χορεύ­ει. Η νέα γενιά, ξένη στον τόπο της χορεύ­ει για όσα χάνο­νται, μα και για όσα μπο­ρεί να κερ­δί­σει. Μνη­μο­νεύ­ει και ταυ­τό­χρο­να σμι­λεύ­ει το δικό της απο­τύ­πω­μα στη συλ­λο­γι­κή μνή­μη αγω­νιώ­ντας να μεί­νει άσβη­στη. Σαν τρα­γι­κοί ήρω­ες ξενι­τε­μέ­νοι χορεύ­ουν για τους ξενι­τε­μέ­νους και κατα­τρύ­χο­νται από την ιδέα της λήθης. Μια ολό­κλη­ρη γενιά συγκρού­ε­ται και αυτή η σύγκρου­ση αντι­κα­το­πτρί­ζε­ται στα εθι­μι­κά τυπι­κά αντι­κεί­με­να. Στο αίσθη­μα ευθύ­νης των κατοί­κων του χωριού περι­λαμ­βά­νε­ται και ο απο­λο­γι­σμός της ηθι­κής του παρελ­θό­ντος. Για­τί, δεν πρέ­πει να αφε­θού­με μόνον στους ιδε­α­τούς συμ­βο­λι­σμούς και να παρα­βλέ­ψου­με την πολι­τι­κή εκδο­χή που περι­γρά­φει τη γενι­κό­τε­ρη περιο­χή ως πεδίο εθνι­κι­στι­κής προ­πα­γάν­δας. Μιας ανε­λέ­η­της προ­πα­γάν­δας που επι­δό­θη­καν τα μεγά­λα βαλ­κα­νι­κά κέντρα αλλο­τριώ­νο­ντας την ιστο­ρι­κή αλή­θεια και απο­προ­σα­να­το­λί­ζο­ντας τη φυσι­κή εξέ­λι­ξη του πολι­τι­σμού της περιοχής.

Με την προ­σέγ­γι­ση που επι­λέ­ξα­με να κατα­το­πι­στού­με, ίσως, οδη­γη­θή­κα­με σε αρκε­τά υπερ­βα­το­λο­γι­κά μονο­πά­τια. Ο λαϊ­κός πολι­σμός, όμως, είναι τέχνη και όπως συμ­βαί­νει στην Τέχνη στο σύνο­λό της, προ­κα­λεί φιλο­σο­φι­κά ερω­τή­μα­τα. Ο λαϊ­κός πολι­τι­σμός υπο­στα­σιο­ποιεί αυτά τα ερω­τή­μα­τα και, όπως κάθε μορ­φή τέχνης, τα υπο­βάλ­λει προς προ­βλη­μα­τι­σμό υπό τους όρους που θεσμο­θε­τεί στην ηθι­κή κατά­στα­σή του ο σύγ­χρο­νος άνθρω­πος. Στο παρά­δειγ­μα της Βοβου­σιώ­τι­κης παρά­δο­σης που εξε­τά­σα­με σε αυτό το σημεί­ω­μα, η παρά­δο­ση του λαϊ­κού πολι­τι­σμού απο­τε­λεί κάτι αυθόρ­μη­το και αχει­ρα­γώ­γη­το που ανα­πα­ρι­στά είδω­λα του παρελ­θό­ντος τα οποία, άλλα τίθε­νται αφε­νός σε αξιο­λο­γι­κή κλί­μα­κα και άλλα αφε­τέ­ρου τίθε­νται ως κανο­νι­στι­κές αρχές του νόμου της ανθρώ­πι­νης ελευ­θε­ρί­ας και ισό­τη­τας. Έτσι, δικαιο­λο­γεί­ται αυτό που ανα­φέ­ρα­με νωρί­τε­ρα, ότι μετα­λα­μπα­δεύ­ε­ται κρυ­πτο­λο­γι­κά η αθα­να­σία, η αθα­να­σία ως σφρα­γί­δα του καθε­νός στον καθη­με­ρι­νό αγώ­να. Ένα λου­λού­δι κόκ­κι­νο σαν στά­μπα ανά­με­σα στις γκρί­ζες ποτα­μό­πε­τρες του Αώου.

* «Ουν λιλί­τσιê αρό­šιê»: ένα λου­λού­δι κόκκινο
1.Ρόμπολο: είδος πεύ­κου που απα­ντά­ται σε μεγά­λο υψό­με­τρο ανά­με­σα 1100 έως 2400m.
2.Κυρατζήδες (ο κυρα­τζής): ο αγωγιάτης

__________________________________________________________________________________________________________

Γεώργιος Μαγιάκης Κάτοικος Πατρών και φοιτητής στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου. Ασχολείται «ατέχνως» με τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό, καθώς διδάσκει ερασιτεχνικά στο Χορευτικό Τμήμα του Πολιτιστικού Οργανισμού Δήμου Πατρέων. Γαλουχημένος στις αξίες της ερασιτεχνικής δημιουργίας, προσφέρει τις υπηρεσίες του δίχως υλική ανταμοιβή ‑όπως και όλα τα μέλη & στελέχη του φορέα. Υπεύθυνος αρκετών καλλιτεχνικών συγκροτημάτων, επιμελείται θεατρικά και ιστορικά κείμενα που πολλά μεταφέρθηκαν στη ραδιοφωνία. Αρθρογραφεί για ζητήματα του λαϊκού πολιτισμού αλλά και πολιτικά, καθώς «εάν η οικονομία και η πολιτική είναι το σώμα του κόσμου, τότε ο πολιτισμός είναι η ψυχή του».

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο