Επιμέλεια Ειρηναίος Μαράκης //
Πέθανε το Σάββατο 26 Αυγούστου ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Γιώργος Ματζουράνης. Η ΕΣΗΕΑ αναφέρει σε σχετική ανακοίνωση ότι:
«Ο Γιώργος Ματζουράνης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1931. Σπούδασε στην Πάντειο Σχολή και στην Ανώτατη Σχολή Πολιτικής Επιστήμης του Μονάχου.
Τη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία άρχισε το 1964 στην εφημερίδα «Αυγή», ενώ από το 1966 ήταν μόνιμος ανταποκριτής της εφημερίδας στην Γερμανία. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας υπήρξε ανταποκριτής της εφημερίδας «Ελεύθερη Ελλάδα» στη Γερμανία, ενώ είχε συνεργασίες με έντυπα και ραδιοφωνικούς σταθμούς της Γερμανίας, της Σουηδίας, των ΗΠΑ και της Αυστραλίας.
Το 1974 επέστρεψε στην Ελλάδα και εργάστηκε στην «Αυγή» ως πολιτικός και καλλιτεχνικός συντάκτης, συντάκτης ύλης και αρχισυντάκτης στην «Κυριακάτικη Αυγή», ενώ είχε την επιμέλεια των σελίδων για το βιβλίο, έως τη συνταξιοδότησή του.
Ο Γιώργος Ματζουράνης πέραν της δημοσιογραφικής του σταδιοδρομίας έγραψε διηγήματα, εμπνευσμένα, κυρίως, από τα προβλήματα των μεταναστών και ερευνητικές εργασίες για τις συνθήκες της ζωής τους. Ενδεικτικά: «Σημείον Επαφής» 1964, «Έλληνες εργάτες στη Γερμανία» 1974, «Uhuru – ελευθερία» 1974, «Η μετανάστευση στη Δυτική Ευρώπη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο» 1970, «Έλληνες εργάτες στη Γερμανία» 1974, «Μας λένε Γκασταρμπάιτερ» 1977, «Τα παιδιά του Νότου» 1990 και «Ανάμεσα σε δύο κόσμους» 1995.
Ο Γιώργος Ματζουράνης υπήρξε ένας ευγενής, ευαίσθητος και καλλιεργημένος συνάδελφος, ο οποίος εργάστηκε με αυταπάρνηση, εντιμότητα και δίκαιη κρίση. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ αποχαιρετά τον εκλεκτό συνάδελφο και συλλυπείται θερμά τους οικείους του.
Η κηδεία του Γιώργου Ματζουράνη θα γίνει αύριο Τρίτη, 29 Αυγούστου 2017, στη Σίφνο, τον τόπο καταγωγής του.»
~
ΜΑΣ ΛΕΝΕ ΓΚΑΣΤΑΡΜΠΑΙΤΕΡ
Από το έβδομο μέρος του προλόγου:
«Η οικονομική κρίση που ξέσπασε από τις αρχές του 1974 και τα μέτρα που πάρθηκαν είχαν σοβαρές επιπτώσεις στη ζωή των μεταναστών. Η εργατική τους θέση έγινε ακόμα πιο αβέβαιη, η άδεια παραμονής πιο δύσκολη, η συμβίωση με τους Γερμανούς συναδέλφους τους πιο υπονομευμένη και εύθραυστη.
Οι εργοδότες και όσοι ενδιαφέρονταν να διατηρήσουν τους ξένους εργαζόμενους σαν ένα εφεδρικό στρατό έτοιμο να υπηρετήσει πιστά και χωρίς απαιτήσεις τη γερμανική βιομηχανία, αλλά επίσης και σαν μέτρο πίεσης και αντιπαράθεσης στους διεκδικητικούς αγώνες των Γερμανών εργατών, το πέτυχαν σε σημαντικό βαθμό. Η έντονη καταπίεση, η απειλή της απόλυσης και της απέλασης, η πικρή εμπειρία για το τι θα αντιμετωπίσουν σε μιαν ενδεχόμενη αναγκαστική επιστροφή στις πατρίδες τους αποτελούν έναν εξαιρετικά μοντέρνο αλλά και εξίσου απάνθρωπο μηχανισμό εξουθένωσης και ουδετεροποίησης των ξένων. Οι βιομήχανοι επιθυμούσαν να εισάγουν από τις εξελισσόμενες και τις υποανάπτυκτες χώρες εξαρτήματα των μηχανών τους και όχι ανθρώπους. Η προσαρμογή όμως των ξένων μετά δέκα χρόνια παραμονής και η συνειδητοποίηση από Γερμανούς και αλλοδαπούς των κοινών συμφερόντων και της ανάγκης των κοινών αγώνων εκδηλώθηκε έντονα ιδιαίτερα στην περίοδο 1971–1973. Αυτή την ελάχιστη προσαρμογή και τη συνειδητοποίηση επιχείρησαν να σπάσουν με τα νέα μέτρα που τρομοκράτησαν τους ξένους εργάτες, αλλά και με την προπαγάνδα προς τους Γερμανούς για το βάρος που προσθέτουν οι ξένοι στη γερμανική οικονομία».
(εκδόσεις Θεμέλιο, 1977, Ακαδημίας 63
Τυπώθηκε τον Μάη του 1977 στο τυπογραφείο Δ. Κορέλλα — Χ. Ροδίτη, Αχαρνών 432)
Πηγές
1) ΕΣΗΕΑ
2) Ελευθεροτυπία, έντυπη έκδοση, 26/10/2013