Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πέθανε ο ψαράς, παράδειγμα ανθρωπιάς και αλληλεγγύης, Κώστας Αρβανίτης — Έσωσε 70 ανθρώπους από τη φωτιά στο Μάτι (ΒΙΝΤΕΟ)

Έφυ­γε από τη ζωή ο ψαρά Κώστα Αρβα­νί­τη ο οποί­ος με το καΐ­κι του κατά­φε­ρε να σώσει δεκά­δες πυρό­πλη­κτους στο Μάτι όταν η φονι­κή λαί­λα­πα της 23ης Ιου­λί­ου κατά­και­γε την περιοχή.

Σύμ­φω­να με την ιστο­σε­λί­δα tempo24.news, την ημέ­ρα της φονι­κής πυρ­κα­γιάς στο Μάτι, ο Κώστας Αρβα­νί­της βγή­κε με το καΐ­κι του « ταξιάρ­χης» με πλή­ρω­μα τη γυναί­κα του Χρύ­σα, τον γιο του Δημή­τρη και τον Μαχ­μούντ Μεσα­φέρ και έσω­σαν 70 ανθρώ­πους, που ήταν στη θάλασ­σα και καλού­σαν για βοή­θεια. Ήταν η ημέ­ρα των γενε­θλί­ων του 23 Ιουλίου.

Όπως είχε πει ο Αιγύ­πτιος ψαράς που ήταν μαζί του στο σκά­φος, «εκεί­νο το βρά­δυ το αφε­ντι­κό μου, ο Κώστας Αρβα­νί­της, που είναι και ιδιο­κτή­της του σκά­φους, είχε γενέ­θλια και μετά τη δου­λειά κανο­νί­ζα­με να γιορ­τά­σου­με. Ενώ ήμουν σπί­τι και ετοι­μα­ζό­μουν να βγω για τη γιορ­τή, με πήρε τηλέ­φω­νο και μου είπε να τα παρα­τή­σω όλα για­τί πρέ­πει να πάμε να σώσου­με ανθρώ­πους που πνί­γο­νται. Κατέ­βη­κα γρή­γο­ρα και μαζί με τον Κώστα, τον γιο του Δημή­τρη και την γυναί­κα του Χρύ­σα βγή­κα­με αμέ­σως στα ανοι­χτά γύρω στις 6.30πμ».

«Ήμα­σταν το πρώ­το καΐ­κι που βγή­κε, πριν ακό­μα από το λιμε­νι­κό. Ήταν η πιο δύσκο­λη στιγ­μή, είχε πάρα πολύ αέρα και όταν πλη­σιά­ζα­με στο σημείο με τη φωτιά ο καπνός ήταν τρο­με­ρός. Από τον πολύ καπνό δεν μπο­ρού­σες να ξεχω­ρί­σεις που ξεκι­νά­ει η θάλασ­σα. Ήμα­σταν σε πολύ δύσκο­λη κατά­στα­ση αλλά έπρε­πε να μπού­με μέσα στο μαύ­ρο καπνό».

«Μέσα στα επό­με­να λίγα λεπτά και μέσα στον πυκνό καπνό αρχί­σα­με να βλέ­που­με δεξιά και αρι­στε­ρά ανθρώ­πους που είχαν μπει στη θάλασ­σα για να σωθούν από τη φωτιά. Αρχί­σα­με να μαζεύ­ου­με κόσμο. Ένας άντρας φώνα­ζε μέσα στο μαύ­ρο καπνό το όνο­μα της γυναί­κας του, Κατε­ρί­να, Κατε­ρί­να… Αμέ­σως μετά μαζέ­ψα­με ένα ζευ­γά­ρι, έρι­ξα σκοι­νί και σημα­δού­ρα και τους τρά­βη­ξα. Λίγο πιο κάτω βρή­κα­με κάποιους ηλι­κιω­μέ­νους. Δεν μπο­ρού­σαν να δουν την παρα­λία. Κολυ­μπού­σαν αλλά κόντευαν να πεθά­νουν. Αυτοί οι άνθρω­ποι, μα το θεό, αν δεν ήμα­σταν εκεί­νη την ώρα εκεί να τους μαζέ­ψου­με θα χανόντουσαν».

Ήταν μέρα και παρό­λα αυτά δεν μπο­ρού­σες να δεις τίπο­τα. Δεν μπο­ρού­σες να πάρεις αέρα, μαύ­ρα όλα. Εμείς όμως πήγα­με ακό­μα πιο μπρο­στά κοντά στις πέτρες. Ο Δημή­τρης, ο γιος του Αρβα­νί­τη, έπε­σε στη θάλασ­σα και με μια μεγά­λη σημα­δού­ρα τρά­βα­γε τον κόσμο προς το σκά­φος. Εγώ τους ανέ­βα­ζα στη βάρ­κα. Μικρούς, μεγά­λους, τους τρά­βα­γα πάνω από την κου­πα­στή, σαν τα ψάρια. Μετα­ξύ τους ήταν πολ­λά μικρά παι­διά και μωρά. Και όλοι μαζί τρο­μαγ­μέ­νοι κλαί­γα­νε. Άλλοι μας αγκα­λιά­ζα­νε, μας φιλού­σαν, άλλοι φώνα­ζαν τα ονό­μα­τα των δικών τους. Μέσα στα επό­με­να λίγα λεπτά μαζέ­ψα­με 24 ανθρώ­πους από τη θάλασ­σα και τα βράχια.

Τότε ξεκί­νη­σαν να έρχο­νται κι άλλα καϊ­κια και το λιμε­νι­κό. Πήρα­με τα 24 άτο­μα και τα μετα­φέ­ρα­με στη Ραφή­να. Αμέ­σως μετά ξανα­γυ­ρί­σα­με πάλι αφού ήταν εκα­το­ντά­δες εγκλω­βι­σμέ­νοι στις παρα­λί­ες. Μας είπαν πως στο Μάτι είχαν εγκλω­βι­στεί 150 άτο­μα. Αμέ­σως μόλις τους απο­βι­βά­σα­με φύγα­με τρέ­χο­ντας ξανά πίσω. Είχε νυχτώ­σει και είχαν έρθει πλέ­ον πάρα πολ­λές βάρ­κες. Είχε έρθει και το Λιμε­νι­κό που όμως δεν μπο­ρού­σε να βγει στο για­λό, γι’ αυτό και πηγαί­να­με εμείς στη παρα­λία μαζεύ­α­με τους ανθρώ­πους και τους πηγαί­να­με στο σκά­φος του λιμε­νι­κού. Μέχρι τις 2 το βρά­δυ κάνα­με συνε­χή δρο­μο­λό­για. Όταν μας τελεί­ω­σε το πετρέ­λαιο γυρί­σα­με πίσω. Όλα πλέ­ον είχαν σχε­δόν τελειώσει.……».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο