Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΑΝΔΡΕΑ ΖΑΡΜΠΑΛΑ «ΡΑΒΔΟΜΑΝΤΗΣ» (Ποιήματα)

 

Γράφει η Μαργαρίτα Φρονιμάδη-Ματάτση* //

Η πλέον πρόσφατη ποιητική συλλογή του φίλου  ποιητή Ανδρέα Ζαρμπαλά από τους Αγ .Σαράντα κυκλοφόρησε το έτος 2009 από τις εκδόσεις «ΑΡΓΥΡΩ» με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ραβδομάντης». Στις 139 σελίδες του βιβλίου,  περικλείονται με τρυφερότητα 59 από τα πιο όψιμα ποιήματά του, το ένα καλύτερο από το άλλο,  χωρισμένα σε τρεις ενότητες.

ZarmpalasΗ πρώτη που είναι και η μεγαλύτερη, αποτελεί τον καμβά όπου υφαίνεται από τον ποιητή ο πονεμένος, «σαραντάχρονος κάμπος» της βίαιης αποκοπής από τον ομφάλιο λώρο της πατρίδας. Διακρίνεται σε  εννέα μικρότερα τμήματα, τριών έως και οχτώ ποιημάτων, διαχωριζόμενα ευρηματικά το ένα από το άλλο, με την παράθεση οκτώ τραγουδιών που παραπέμπουν σαφέστατα στο δημοτικό τραγούδι και τα παραδοσιακά ακούσματα. Από το ποίημα «Μικρή, ξενιτεμένη μου» του πρώτου τμήματος, της ενότητας «εγκλωβισμένοι» προκύπτει και ο τίτλος όλης της συλλογής: «Μικρή και τρομαγμένη μου πατρίδα,/ μια μέρα βγήκες ως την Κακαβιά, να ιδείς τι γίνεται/ και σ’ άρπαξε η Ελλάδα./ Τώρα σας ψάχνω και τις δυο σαν πεισματάρης/ ραβδομάντης,/μα δεν σας βρίσκω πουθενά.» Πρόκειται στην κυριολεξία για την όμορη αλλά απρόσιτη γενέτειρα του ποιητή που προσομοιώνεται στην έμπνευσή του με φλέβα χρυσού, με θησαυρό απαράμιλλης αξίας που μια ζωή επίμονα ο ίδιος αναζητεί ως πείσμων ραβδομάντης. Προχωρώντας στην ανάγνωση των ποιημάτων μας περιλούει  ο καυτός ήλιος μιας ολόθερμης κατάθεσης ψυχής. Βιώματα, συναισθήματα, γνώση και όραμα σ’ ένα καζάνι δημιουργικής απόδοσης, σ’ έναν αχταρμά λογοτεχνικού οίστρου, όπου με λόγια λιτά και απέριττα, καθαρά και ξάστερα ο ποιητής μας εμπιστεύεται μύχιους προβληματισμούς, προβάλλει άπειρα ερωτηματικά, απομυθοποιεί και αποκαθηλώνει σαθρά ονείρατα, εύρωστους θρύλους, ασταθείς εικασίες, λαθεμένους χειρισμούς: «Δεν ξέρω πώς/αν ήταν νύχτα σκοτεινή/αν ήταν ύφαλος/μα ήταν τόσο ξαφνικό/τόσο βαρύ το πρώτο του ναυάγιο!/……../Πώς να κρατήσεις με τα χέρια ένα καράβι;/……/Mε τον καιρό ναυάγησαν δυο-δυο/και πέντε-πέντε τα πλεούμενα./Πάνε οι σκούνες και τα στολισμένα καράβια,/με τα κατάρτια, τα πανιά και τις σειρήνες τους. /Γέμισε ο πυθμένας της ψυχής μου/σαπιοκάραβα.»

Διάχυτη στην πορεία προσέγγισής του η πίκρα της ξενιτειάς, το σαράκι του «εγκλωβισμού», η οικουμενικότητα των Fronimadi1ανθρώπινων αξιών, ο καημός της μοναξιάς, ο πόνος της απώλειας αγαπημένων προσώπων, η σοφία της ωριμότητας, το δάκρυ της εκτόνωσης και της λύτρωσης αλλά και η αισιοδοξία για το μέλλον: «Τα δέντρα λυγούνε, λυγούνε, να περάσουνε τ’ άλογα, /οι πέτρες μεριάζουν, να μην σκοντάψουνε τ’ άλογα, /οι χαράδρες πλαταίνουν, να χιμήξουνε τ’ άλογα,/……/Κι ο Μικρόκοσμος ιδρώνει, ιδρώνει./ Όπου να’ ναι τον προφταίνουν τα άλογα.»

Μετά τους «εγκλωβισμένους» ακολουθεί η «ανεμόσκαλα» του τραγουδιού που παίρνει κι ανεβάζει ψηλά στη Επική μνήμη και την Ιστορία, τη λεβεντιά, το ήθος την αυταπάρνηση και την Τόλμη ενός αντιστασιακού Ήρωα του «σαραντάχρονου κάμπου», του Λευτέρη Τάλιου, που πολύ καλά, παρά τα άγουρα (31) του χρόνια, ήξερε «πού κοιτάζει»: «Πού σε βγάζει ένας αγώνας;/Τι είναι πίσω από το αίμα;/ Μήπως πάλι εκεί στο τέρμα/ Καιροφυλακτεί χειμώνας;»

Zarmpalas1Ο επίλογος περιλαμβάνει ένα μόνο ποίημα: τη «Σωτηρία». Το ποίημα αυτό συνταυτίζεται, θα έλεγα, με την κάθαρση και το λυτρωτικό επιστέγασμα της χρόνιας νοσταλγίας του «μειονοτικού» ποιητή Α.Ζ. με το «νόστιμον ήμαρ» του απεγκλωβισμού και του περάσματος στην αντίπερα απαγορευμένη ζώνη της μικρής, της κωφής, της  «πικρής και παράξενης πατρίδας» του, της Ελλάδας.

 

αρχ/των-ποιήτρια, αντιπρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών