Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αφιέρωμα στην Οχτωβριανή Επανάσταση: Κώστας Παρορίτης

Η Οχτωβριανή Επανάσταση είχε μεγάλη η επίδραση στον πνευματικό κόσμο της Ελλάδας, ιδιαίτερα δε στους οπαδούς του μαχόμενου δημοτικισμού που συσπειρώνονταν στο περιοδικό «Νουμάς» του Δ. Ταγκόπουλου. Ηταν τέτοια η επίδραση που αργότερα ο δημοτικιστής ταυτιζόταν με τον κομμουνιστή, εξ ου και το μαλλιοροκομμουνιστής. 

Τιμώντας την Οχτωβριανή Επανάσταση θα αναπτύξουμε ένα αφιέρωμα για την επίδραση που είχε στο λογοτεχνικό κόσμο και στη διανόηση της εποχής.

Αναφερθήκαμε ήδη στους Δημήτρη ΤαγκόπουλοΡήγα ΓκόλφηΜένο ΦιλήνταΚωνσταντίνο Χατζόπουλο και συνεχίζουμε με τον Κώστα Παρορίτη.

Γράφει ο Ηρακλής Κακαβάνης //

Ο Κώστας Παρορίτης είναι ο πρώτος Έλληνας, όχι σοσιαλιστής, μα κομμουνιστής. Είναι ο πρώτος που έγραψε με ξεκάθαρο κομμουνιστικό προσανατολισμό, έργα εμπνευσμένα από τη ζωή του λαού και της εργατικής τάξης. Τα έργα του διαβάστηκαν κα επηρέασαν τους εργάτες και βοήθησαν το κομμουνιστικό κίνημα στα πρώτα του βήματα πιο κοντά στο κόμμα της εργατικής τάξης, υπήρξε χρονογράφος του «Ριζοσπάστη» και πολεμήθηκε από τους εκπροσώπους της εργατικής τάξης όσο κανείς άλλος λογοτέχνης. Έφτασαν να του αμφισβητήσουν κάθε λογοτεχνική αξία.

Paroritis1Ως το θάνατό του (1931, γεννήθηκε το 1878 ) ο Κώστας Παρορίτης (το πραγματικό του όνομα Κώστας Σουρέας) έμεινε συνεπής στην ιδεολογία του, παρότι στα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε μια πίκρα για την κριτική που του ασκούσε ο «Ριζοσπάστης».

Ο Κ. Παρορίτης ανήκει στο στενό πυρήνα των συνεργατών του «Νουμά». Γράφει ο εκδότης του περιοδικού Δ. Ταγκόπουλος το 1921:

«Ο Παρορίτης είναι τόσο στενά δεμένος, ψυχικά, με το ‘’Νουμά’’, ώστε ο ‘’Νουμάς’’ νάναι τόσο δικός του, όσο είναι και δικός μου (…)

είναι από τους αρχαιότερους και πιστότερους συνεργάτες του ‘’Νουμά’’. Ελληνοδιδάσκαλος ακόμα σ’ ένα χωριό του Ταΰγετου, ήρθε στα 1903, την πρώτη χρονιά, μ’ ένα θερμό γράμμα, να με συγχαρεί για τον αγώνα μου και να μου δηλώσει πως είναι κι αυτός οπαδός της δημοτικιστικής ιδεολογίας. Από τη Σπάρτη, που πήγε κατόπι ως σχολάρχης κι από την Υδρα αργότερα, έστελνε ταχτικά άρθρα και διηγήματά του στο ‘’Νουμά’’ κι όταν καταστάλαξε τελευταία εδώ, χρόνια τώρα, καθηγητής σε γυμνάσιο, έγινε αναπόσπαστος από τη στενή συντροφιά μας, έγινε ένας από τους πρωτεργάτες του ‘’Νουμά’’».

ParoritisΗ ατμόσφαιρα του «Νουμά» ήταν δημοκρατική, προοδευτική, επαναστατική στην εποχή της. Αυτή την ατμόσφαιρα εισέπνευσε ο Παρορίτης και λίγο αργότερα η επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες, όταν ξεκίνησε στο «Νουμά» η συζήτηση με αφορμή το βιβλίο του Γ. Σκληρού «Το κοινωνικό μας ζήτημα». Επηρεάστηκε από τις σοσιαλιστικές ιδέες μόλις αυτές άρχισαν να συζητιούνται στην Ελλάδα.

Καθοριστική στάθηκε η γνωριμία του με τον Κ. Χατζόπουλο που τότε έμενε στο Μόναχο. Αλληλογραφούσαν για τα κοινωνικά ζητήματα και για θέματα αισθητικής Το 1909 γίνεται μέλος της Σοσιαλιστικής Δημοτικιστικής Ενωσης και από τη εποχή αυτή αρχίζει να διαβάζει και σοσιαλιστική φιλολογία και φιλοδοξεί να γίνει ο εισηγητής του κοινωνικού διηγήματος.

Και στη συνέχεια η Οχτωβριανή Επανάσταση τον ενθουσιάζει και από τότε αρχίζει να παρακολουθεί από πολύ κοντά τους πολιτικούς και οργανωτικούς αγώνες της ελληνικής εργατικής τάξης.

Ο πιο φανατικός οπαδός και θαυμαστής του Ψυχάρη. Αδιάλλακτος στο γλωσσικό ζήτημα:

«Γι’ αυτό την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση την έκρινε με ψυχαρικά κριτήρια και ως ένα σημείο την πολέμησε. Πρώτ’ απ’ όλα και πάνω απ’ όλα έβαλε δογματικά το γλωσσικό κήρυγμα του Ψυχάρη. Πίστευε στο αλάθητό του. Έβλεπε το δημοτικισμό σαν ένα προοδευτικό κίνημα, αλλά την παραπέρα εξέλιξη και γενικά τον πλουτισμό της λαϊκής μας γλώσσας τον έβλεπε μέσα στα στενά καλούπια του Ψυχαρισμού. Δεν αναγνώριζε τις επιδράσεις του σχολείου, του Τύπου και ακόμα δεν παραδεχόταν πως η δημοτική μας γλώσσα θα πλουτισθεί και θα εξελιχθεί μέσα στα μεγάλα αστικά (βιομηχανικά) κέντρα. Με δυο λόγια ο ‘’ορθόδοξος’’ δημοτικισμός του ήταν στατικός, αντιδιακλεχτικός.

Όταν όμως ο Ψυχάρης κήρυξε φανερά τις αντικοινωνικές και αντιδημοκρατικές ιδέες του, ο Παρορίτης κατάλαβε πως είχε πέσει έξω στο γλωσσικό ιδεολογικό προσανατολισμό του και πλησίασε πιο πολύ το εργατικό κίνημα και τους πολιτικούς εκπροσώπους του. Ηταν όμως αργά γιατί βαριά αρρώστια τον έριξε στο κρεβάτι».

Το έργο του

Κάνει την εμφάνισή του στα Ελληνικά Γράμματα στα 1906 με τη συλλογή διηγημάτων «Από τη ζωή του δειλινού». Κάνει εντύπωση ο κοινωνικός προβληματισμός σε μια εποχή που κυριαρχεί η ηθογραφία. Στα 1907 πάλι συλλογή διηγημάτων υπό τον τίτλο «Οι νεκροί της ζωής» που προκάλεσε σάλο. Οντας σχολάρχης κλήθηκε σε απολογία και τιμωρήθηκε με ένα μήνα παύση μιας και οι ιδέες του κρίθηκαν τολμηρές. Ενδεικτική είναι η αιτιολόγηση της απόφασης από το Ανώτατο εκπαιδευτικό Συμβούλιο:

«(…) εξέδωκε τόμον διηγημάτων, εν οις παρουσιάζει πρόσωπα της κατωτέρας κοινωνικής ιεραρχίας προερχόμενα, ως αδικούμενα… Εάν εις την εύπλαστον ελληνικήν κοινωνίαν παρουσιάσωμεν τοιούτου είδους ήρωας είναι λίαν επικίνδυνον, διότι δημιουργώμεν αυταπάτας και θίγομεν τας πατροπαραδότους ελληνικάς συνθήκας (…)

Η ελληνική κοινωνία ενδέχεται να παρασυρθεί εις αγώνας οίτινες θα καταλήξωσιν εις συμφοράς. Τα εκ της Pariritis2Ευρώπης διδάγματα πρέπει να μας εμβάλωσιν εις σκέψεις. Οι εκπαιδευτικοίλειτουργοί οφείλωσιν να διδάσκωσιν πάντοτε τας χριστιανικάς ηθικάς αρχάς και να πρωτοστατήσωσιν εις την καταπολέμησιν των νέων κοινωνικών ιδεών, αι οποίαι συνταράσσουσιν τας κοινωνίας της Δύσεως και προ ολίγου εβύθισαν εις το χάος την μεγάλην Αυτοκρατορία της Ρωσίας (…)»

Στα 1910 εκδίδει το  πρώτο του μυθιστόρημα «Στο άλμπουρο» και στα 1916 «Το μεγάλο παιδί». Και τα δύο θίγουν θέματα κοινωνικά και προκαλούν συζήτηση. Στα 1921 τη συλλογή διηγημάτων «Ο Πατέρας» και το 1924 το μυθιστόρημα «Ο κόκκινος τράγος» και το 1927 «Οι δύο δρόμοι». Και τα δύο μυθιστορήματα εμπνευσμένα από τους αγώνες της εργατικής τάξης πρόβαλλαν την ανάγκη της κοινωνικής επανάστασης.

Πολλά είναι τα άρθρα και τα λογοτεχνικά σημειώματα στο «Νουμά» (και σε άλλα περιοδικά) όπου προβάλλει την ανάγκη της σοσιαλιστικής λογοτεχνίας και αξιολογεί τα διάφορα λογοτεχνικά έργα από μαρξιστική σκοπιά.

«Ο Παρορίτης ήτο σοσιαλιστής το σοσιαλιστής και το κοινωνικόν σύστημα εθεώρει αίτιον της δυστυχίας των περισσοτέρων. Όλα του τα μυθσιτορήματα εγράφησαν με αποκλειστικόν σκοπόν να διαδώσουν και να ενισχύσουν την ιδέαν μιας ανατροπής. Είναι έργα προπαγάνδας. Δεν θα τα υποτιμήσωμεν δι’ αυτό, δε θα τα αποκηρύξωμεν, άπαγε! Διότι ο συγγραφεύς ήτο σοσιαλιστής. Σοσιαλιστής ήτο και ο Τολστόι και ο Γκόργκι και ο Μπαρμπύς και τόσοι άλλοι μεγάλοι μυθιστοριγράφοι. Ο Παρορίτης ομολογουμένως, δεν είχε τόσον ισχυρόν τάλαντον και από απόψεως τέχνης τα έργα του υστερούν. Αλλά και ούτως απομένουν σεβαστά, διότι είναι και τα πρώτα νεοελληνικά μυθιστορήματα τα οποία έχουν μιαν κοινωνικήν – και όχι απλώς ψυχολογικήν, ιστορικήν ή φιλοσοφικήν – θέσιν, στρέφονται περί το μέγα κοινωνικόν πρόβλημα, δονούνται από τον ανήσυχον, τον αγωνιώδη παλμόν της εποχής μας και κινούν την σκέψιν του αναγνώστου προς μιαν λύσιν ή άλλην» Γρ. Ξενόπουλος 1932

Ο χρονογράφος του «Ριζοσπάστη»

Με τον Κώστα Παρορίτη καθιερώθηκε στο «Ριζοσπάστη» το χρονογράφημα. Ξεκίνησε τον Ιούνη του 1921 όταν ο «Ριζοσπάστης» έγινε επίσημο όργανο του ΚΚΕ και διευθυντής του ήταν ο Γιάνης Κορδάτος.

Για το χρονογράφο Παρορίτη έγραψε ο Μ. Παπαϊωάννου:

«Στο χρονογράφημα ο Παρορίτης κρατήθηκε σωστά σ’ αυτές τις κύριες κατευθύνσεις. Υπεράσπιση της ειρήνης, καταδίκη της Μικρασιατικής Εκστρατείας, υποστήριξη του αγώνα για μεροκάματο. Οι θέσεις του κόμματος και του ‘’Ριζοσπάστη’’ δοσμένες με τον τρόπο της λογοτεχνίας. Επί δύο χρόνια, τουλάχιστον, πέρασαν από τις Κόκκινες πινελιές σκηνές του δρόμου, από δίκες στις αίθουσες Στρατοδικείων, μέσα σε τραμ, από απεργίες, από τη ζωή του καφενείου, που εκτυλίσσονταν, με το ρυθμό της επικαιρότητας. Τα προβλήματα της ημέρας, ήταν τα ίδια για όλους τους ανθρώπους και για τους χρονογράφους όλων των εφημερίδων. Το μόνο που άλλαζε ήταν η ιδεολογική, η ταξική τοποθέτηση. Για τον Παρορίτη η κατασυκοφάντηση του Λένιν, της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία από τις αστικές εφημερίδες, ήταν ένας ερεθισμός για να αναπτύξει τις απόψεις του σχετικά με τη νέα κοινωνία που χτίζονταν στην παλιά τσαρική αυτοκρατορία. Η απάντηση του Ανατόλ Φρανς στην έκκληση του Γκόργκι υπέρ των πεινασμένων διαμερισμάτων της Ρωσίας, με την αποστολή 300 χιλιάδων φράγκων που του απέδωσε η βράβευσή του με το Νόμπελ, ήταν κι αυτή μια άλλη ευκαιρία να μιλήσει για το καθήκον των διανοούμενων ή για να δώσει τον ορισμό του σύγχρονου διανοούμενου. Η επίθεση του αστικού Τύπου εναντίον των λογοτεχνών που υπέγραψαν στα 1921 μια έκκληση προς τον ελληνικό λαό για τη σωτηρία των πληθυσμών της Ρωσίας, που απειλούνταν από την πείνα, αποδεχόμενοι την έκκληση του Γκόργκι, τον κάναν να ξεσπαθώσει κατά των υποκριτών ανθρωπιστών μας (…)

Το χρονογράφημα του Παρορίτη στο ‘’Ριζοσπάστη’’ δεν ήταν μόνο μια συμβολή στην πληρότητα του δημοσιογραφικού οργάνου του Κόμματος. Ήταν και μια σοβαρή προσφορά στην εξέλιξη, στον πλουτισμό αυτού του είδους. Ο Παρορίτης ήταν ένας εμπνευσμένος αγωνιστής του λαού και λογοτέχνης, βοήθησε όσο λίγοι διανοούμενοι το απελευθερωτικό εργατικό κίνημα της Ελλάδας, βοήθησε αφάνταστα στη δημιουργία της σοσιαλιστικής μας πεζογραφίας. Βοήθησε το ‘’Ριζοσπάστη’’ στα πρώτα του βήματα».

Οι «Νέοι Πρωτοπόροι» αναφέρονται  στη διακοπή της συνεργασίας με το «Ριζοσπάστη».

«Οι αντιθέσεις ανάμεσα στο πολιτικό όργανο της εργατιάς και στο χρονογράφο του, που υπήρχαν το δίχως άλλο, περνούσαν τις πιο πολλές φορές απαρατήρητες, μα ως τόσο εκδηλωνότανε πότε πότε καθαρά και εξόφθαλμα. Απ’ τη στιγμή όμως που ο Ριζοσπάστης’’ με μια αλματώδη προσπάθεια έκανε το τεράστιο ιστορικό του βήμα σαν υπεύθυνος πια καθοδηγητής της ταξικής συνείδησης, ο Παρορίτης γιατί το θέλησε ο ίδιος – όχι γιατί αντικαταστάθηκε – εγκαταλείπει τη στήλη του για να ξαναγυρίσει στο Νουμά’’»