Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δίστομο – Λίντιτσε: Δύο σύμβολα της ναζιστικής θηριωδίας – Γ. Ρίτσος: Ο τελευταίος και ο πρώτος του Λίντιτσε

Δυο χρόνια πριν το Ολοκαύτωμα του Διστόμου, στις 10 Ιουνίου 1942, σε ένα άλλο σημείο της Ευρώπης, οι ναζί έδειξαν την κτηνωδία τους και αφάνισαν ένα άλλο χωριό, το Λίντιτσε της Τσεχοσλοβακίας, ως αντίποινα για την εκτέλεση ενός πρωτοπαλίκαρου του Χίτλερ, του εμπνευστή της τελικής λύσης για τους Εβραίους, του Χάιντριχ.

Ήταν 10 Ιουνίου 1942, όταν οι ναζί ισοπέδωσαν το Λίντιτσε.  Ενα εκτελεστικό απόσπασμα αρχίζει να εκτελεί όλους τους άνδρες άνω των 16 ετών. 198 ο αριθμός τους. Οι γυναίκες στέλνονται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ράβενσμπουρκ.

Η διαταγή του Χίτλερ ήταν σαφής: «Να διαγραφεί από το χάρτη». Έτσι και έγινε. Στο χώρο που άλλοτε υπήρχε μια κωμόπολη, οι Γερμανοί Ναζί, αφού διέλυσαν τα πάντα, με μπουλντόζες απομάκρυναν τα ερείπια, έσπειραν σιτάρι και εξέδωσαν νέους χάρτες στους οποίους δεν υπήρχε πια περιοχή με το όνομα Λίντιτσε.

Τι έγιναν όμως τα παιδιά; Και γι’ αυτά οι εντολές δεν χωρούσαν παρερμηνειών! «Τα παιδιά να αρπαγούν από τους γονείς τους. Όσα έχουν Άρια χαρακτηριστικά να δοθούν για υιοθεσία σε γερμανικές οικογένειες για να ανατραφούν σωστά! Τα υπόλοιπα σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως διαφορετικά από τους γονείς τους». 105 παιδιά του Λίντιτσε μεταφέρθηκαν στην Γκεστάπο. Τα 82 από αυτά, 40 αγόρια και 42 κορίτσια, στάλθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Γκνάιζενάου. Μερικές μέρες αργότερα δολοφονήθηκαν σε θαλάμους αερίων.

Το γλυπτό με τα 82 χάλκινα αγάλματα, 40 αγόρια και 42 κορίτσια, των παιδιών του Λίντιτσε που θανατώθηκαν στους θαλάμους αερίων των χιτλερικών, στέκει στο μαρτυρικό χωριό για να θυμίζει τι σημαίνει φασισμός

Το γλυπτό με τα 82 χάλκινα αγάλματα, 40 αγόρια και 42 κορίτσια, των παιδιών του Λίντιτσε που θανατώθηκαν στους θαλάμους αερίων των χιτλερικών, στέκει στο μαρτυρικό χωριό για να θυμίζει τι σημαίνει φασισμός

 

Γ. Ρίτσος: Ο τελευταίος και ο πρώτος του Λίντιτσε

(Χειμώνας. Χιόνι πολύ. Ένας σταυρός φτιαγμένος από δυο λεπτούς κορμούς καμένων δέντρων κ’ ένα συρμάτινο αγκαθωτό στεφάνι – το ταπεινό μνημείο του Λίντιτσε. Μικρές πινακίδες πάνω από το χιόνι έδειχναν: «Εδώ ήταν το σχολείο». «Εδώ η λίμνη». Ένας γέρος καθόταν στον τριανταφυλλώνα με το σκαλιστήρι, το ποτιστήρι, το κλαδευτήρι του. Παράξενο. Οι τριανταφυλλιές ήταν σκεπασμένες με ψάθες για να προστατεύονται απ’ τον πάγο. Τι ήθελε λοιπόν αυτός ο γέροντας μέσα στο χιόνι; Μήπως για μια προσευχή, για μια αυτοτιμωρία ή για μιαν άσκηση; Τα μάτια του βαθιά, μεγάλα, αόριστα, σπίθιζαν με την επιμονή να στυλωθούν στο εδώ, στα πράγματα. Όμως το χαμογελό του, γνήσιο, πράο και ισόρροπο – [πασμένο] σχεδόν και πειστικό. Αυτός μας οδήγησε – δυο ξένους όλο όλο – στο Μνημείο, στο Μουσείο, στο Νεκροταφείο, στο Μέγαρο Πολιτισμού και στο καινούριο Λίντιτσε. Σ’ όλο το δρόμο μας μιλούσε. Έκανε πολύ κρύο. Τρέμαμε. Αυτός αντιστεκόταν στην παγωνιά με τη μνήμη του και ίσως με τη φωνή του):

Αυτά απομείναν όλο-όλο απ’ το παλιό μας Λίντιτσε
αυτές οι ταυτότητες τρυπημένες απ’ τις σφαίρες
κ’ οι άλλες, όσες βρέθηκαν στο Κλάντνο, μέσα στις φόρμες
των ανθρακωρύχων,
αυτή η φωτογραφία των παιδιών στο τέλος του σχολικού έτους με τον Ζντένεκ Πέτρικ
λίγο πριν απ’ τους θαλάμους αερίων του Χέλμν.
(…)
Θα σας πω – οι πεθαμένοι δε θυμούνται,
κάθονται πλαγιασμένοι σε σκοτεινές σειρές μέσα στη μνήμη μας
σ’ ένα ψηλό σανιδένιο πατάρι∙ – λιγάκι αν δεν προσέξεις
λιγάκι να σκοντάψεις, μπορεί και να πέσουν τα μακριά καδρόνια
ολόγυρά σου, να σου φράξουν το δρόμο, να σε φράξουν∙
όμως κι ίδιοι οι πεθαμένοι προσέχουν – το νοιώθεις
απ’ την ακινησία που δεν είναι ακαμψία
μα ισορροπία. μας διδάσκουν τον ευθύγραμμο δρόμο∙
κι όσο κι αν δεν θυμούνται, μας θυμίζουν
και συμμετέχουν στην ευθύνη του μέλλοντος. Αυτά έμειναν.
[…] Παλιές φτωχές ώρες, χωρίς την υποψία του κινδύνου, χωρίς τη γνώση του πλούτου τους
και της βαθιάς τους απλότητας, – γι’ αυτό φτωχές. Αυτά μονάχα απόμειναν
και μερικές λάμπες των ανθρακωρύχων κ’ οι σκεβρωμένες μπότες τους
σε μικρά γυάλινα φέρετρα.
[…] Τίποτ’ άλλο. Ολα τ’ αφάνισαν με τη φωτιά και το σίδερο
ως και τη λίμνη ενταφιάσανε με μεγάλες φτυαριές μίσους.
(…)
Σας δείχνω αυτά τα πράγματα που σώθηκαν, για ν’ αποφύγω
να σας δείξω αυτά που δεν σώθηκαν. Το δάχτυλό μου
τρομάζει ν’ αγγίξει τον ίσκιο τους κι ούτε μπορώ καν να τον δω.
[…] Ενα σκοινί της μπουγάδας λαμπάδιασε σε μιαν αυλή
κι απόμεινε αποτεφρωμένο στον αέρα, ολοφάνερο στο φως της πυρακαϊάς
σα μαύρο φρύδι πάνω από βγλαμένο μάτι.
Κανείς δεν τ’ άγγιξε. Ο θάνατος φοβήθηκε
Το γδούπο της στάχτης. Θυμάμαι.
Ήταν μια νύχτα από κραυγές κι από πέτρες –
το αίμα κυλούσε σιωπηλό μέσα στο μαύρο στόμιο του θανάτου.
[…] Ενα μεγάλο χρυσοκέντητο τραπεζομάντηλο
σηκώθηκε απ’ την ’για Τράπεζα της εκκλησίας,
ταλαντεύτηκε μετέωρο κάτω απ’ το θόλο,
έσπασε με τη μια γωνιά του τα τζάμια του μεγάλου παράθυρου,
βγήκε στη νύχτα σαν πλατύ κούφιο πουλί,
σα μαδημένο, ακόκκαλο πουλί,
λάμποντας όλο απ’ τη διάφανη γύμνια του
και στάθη σ’ ένα δρόμο αντίκρυ στη μάντρα του Χόρακ.
[…] Θυμάμαι τ΄απλωμένα φτερά του όπως λόξευαν
μπαίνοντας μες απ’ τη σχισμή της υψηλής ησυχίας. Εκεί έσβησε.

Υστερα πια δεν θυμάμαι. Σας μιλάω για τα πράγματα
γιατί δε μου είναι βολετό να μιλήσω για τον άνθρωπο.
Μια σειρά πτώματα απλωμένα στο χώμα,
άκαμπτα σαν κομμένα δέντρα, σα μεγάλα σανίδια
σ’ ένα έρημο ξυλουργείο για ένα μοναδικό, πελώριο φέρετρο,
σα μεγάλα ματωμένα καρφιά.
[…] Ο φόβος σου λύνει τα γόνατα. Ανάμεσα
στην οργή και στον πόνο, πιο δυνατός είναι ο φόβος. Ακομη και τώρα
στα ξύλινα σκαλιά των καινούριων σπιτιών, μπορείς να δεις τα μεσάνυχτα, μαύρες σταγόνες αίμα απ’ το κομμένο αυτί ενός φαντάσματος.
[…] Τα παιδιά τάχαν πάρει. Τους άντρες τους είχαν σκοτώσει. Οι γυναίκες
έμειναν μια σειρά κολώνες από στάχτη
ενός μεγάλου ληστεμένου ναού – κι οι κολώνες κινήθηκαν
βάδισαν όρθιες κατά φάλαγγα προς τα μαύρα καμιόνια για το Ραβενσμπρουκ
βουβές κι αδάκρυτες με την άφοβη τώρα περηφάνια της απέραντης ορφάνιας.

Με την κάθετη σπαραγμένη καρτερία της ανέκκλητης ελευθερίας.
Μόνο την τελευταία στιγμή, μόνο για μια στιγμή, οι γυναίκες
έστρεψαν λίγο και κοίταξαν τα μέρη τους. Στο λοφίσκο του Λίντιτσε
ένα άλογο ξύλινο παιδιάστικο, ξεχασμένο εκεί πάνω, καιγόταν
διατηρώντας το σχήμα του μεγεθυσμένο –
καιγόταν μόνο, σα μια μάταιη, φωτεινή προσευχή, επιμένοντας σε κάτι άγνωστο,
ώσπου τινάχτηκε μ’ ένα σπασμό πίσω απ’ το λόφο
ή μες στη σκοτεινή καρδιά του ανθρώπου. Δεν ήξερες
πού βρίσκεται η καρδιά του ανθρώπου. Ενα παιδιάστικο παιχνίδι μόνο
μέσα στην τελευταία του μοναξιά – ένα υπερφυσικό άλογο
που βούλιαξε μέσα στη νύχτα. Ούτε που το θυμάμαι. Τι ήταν;
Δεν ήθελα να θυμάμαι. Βασανίστηκα.
να σκοτώσω τη μνήμη. Τώρα βασανίζομαι
να σκοτώσω τη λησμοσύνη που απλώνεται μαλακιά μες στους κήπους,
σκεπάζει το θυμό, το μίσος, τον πόνο, το φόβο,
δίνει μια τρυφερή, κυκλική λάμψη στα ποτήρια
σαν φωτεινά μηδενικά, μετέωρα πάνω απ’ το τραπέζι ,
μετέωρα πάνω απ’ την καινούργια δίψα μας, (-να διψάς ακόμη
σαν έχεις δει τις ορθωμένες κείνες γλώσσες
μαύρες μες στον καμένο ουρανίσκο!-) η λησμοσύνη
σκεπάζει ακόμη μια φορά τους σκοτωμένους
όχι πια με τρία μέτρα χώμα
μα με μια σκέψη που σκέφτεται για το αύριο,
που σκέφτεται για το καλύτερο. Δεν ξέρω, η λησμοσύνη
αν είναι σοφία ή δειλία ή κούραση. Θέλω να θυμάμαι.
Θέλω να δώσω τη συγνώμη μου μες απ’ τον πόνο μου
Όχι μες απ’ την κούρασή μου. Θέλω να θυμάμαι και να σκέφτομαι,
Να εκμηδενίζω τον πόνο με τη σκέψη
κι όχι να κρύβω το φόβο με τη σκέψη. Μια σκέψη θετική κι οργανωμένη
στην πείρα τη δική μας, τη δική σας – μια σκέψη για όλους μας
που να νικήσει ακόμη των εχθρών την εχθρότητα. Κ οι λάμπες εκείνες
του Κλάντνο – τα καλοκαιριάτικα βράδια.
Την άλλη μέρα ήρθε κατάχλωμη η ζωή – δεν ήξερε τι να κάνει
σ’ αυτή την καμένη ερημιά. ένας κίτρινος ήλιος
στεκότανε σαν άδειο ανάποδο πηγάδι πάνω απ’ τον κόσμο
όταν η τελευταία ανθρώπινη κραυγή χανόταν στο βάθος της πεδιάδας
κρυβόταν στα μάτια της σε δυο τελευταία ξερά φύλλα
κ’ οι λάμπες των ανθρακωρύχων άναβαν ακόμα αδιόρατες
πέρα, μακριά, περασμένες στη ζώνη του ορίζοντα – χάνονταν.

Τώρα σκαλίζω και ποτίζω τούτον τον Τριανταφυλλώνα,
κουβεντιάζω με τα τριαντάφυλλα – έχουν όλα μια γλώσσα
μυστική κι αποκαλυπτική. Ξέρετε αυτά τα τριαντάφυλλα,
είναι η μεγάλη μας φιλία δεμένη σε μεγάλες ώρες –
και πρέπει να τη διατηρήσουμε πιο πέρα από τη μεγάλη ώρα του πόνου
ή τη μεγάλη ώρα του ενθουσιασμού – πιο πέρα
απ’ την κρίση της σκλαβιάς ή της ελευθερίας, της μνήμης ή της λήθης,
τις ώρες που λιγοστεύει το αίμα στους μίσχους των τριαντάφυλλων,
το χειμώνα, με το ήσυχο, σκληρό χιόνι.
[…] Καλλιεργώ αυτόν τον κήπο και θυμάμαι και σκέφτομαι.
[…] Απ’ την κουζίνα μπαίνει
Ο φιλικός αχνός του καφέ και του γάλακτος
Ενα αίσθημα πλατειάς λευκότητας από στρωμένα κρεββάτια
Κι από χέρια παιδιών που φαίνονται διάφανα στον ήλιο.
Και τα παπούτσια μου που πάτησαν σε τάφους κ’ αίματα και λάσπες
και που ανάμεσα στις πρόκες τους κρατούν ακόμη
χώματα σάπια φύλλα και κουρέλια από λυμένα χιτώνια
τα βλέπω μες στον ίσκιο της κάμαρας σα δυο πλοιάρια
που πλέουν αργά σε μια ήσυχη, ανθισμένη λίμνη.
[…] Και το ότι διακρίνω κι ονομάζω τα πράγματα, μου δίνει μια γλυκειά ευτυχία,
κι η ευτυχία μου δίνει την αίσθηση της ελευθερίας μου
γιατί μονάχα οι ελεύθεροι μπορούν να διακρίνουν
τα χρώματα, τις μυρωδιές, τη σιωπή και τα σχήματα.
[…] τα βουνά είναι γαλάζια κι ο ουρανός γαλάζιος κι ο χρόνος γαλάζιος,
κι όσο βαθιά και να κοιτάξεις όλα είναι γαλάζια απ’ το βάθος τους.
Αυτόν τον Κήπο τώρα καλλιεργώ – γαλάζιος κήπος. Ισως και νάχω αργήσει.
Και δε μου φτάνει η μέρα μου ούτε η νύχτα. Βλέπετε,
σέβομαι πολύ τη δουλειά μου. Σέβομαι και το χρόνο σας –
ο αλληλοσεβασμός μας. Κι ο κήπος μας. Καληνύχτα σας.

[…] (Χάθηκε αργά στο βάθος του χιονισμένου τοπίου όπως λιώνει λίγο λίγο ένα χαμόγελο σ’ ένα ευγενικό πρόσωπο. Ποιος ήταν; Μήπως ο δάσκαλος του παλιού λίντιτσε ή ο εφημέριος ή ο αρχιτέκτονας ή κάποιος ανθρακωρύχος του Κλάντο; Όχι. Αυτου΄ς τους είχαν εκτελέσει. Όμως πάντα, πάνω απ’ όλες τις καταστροφές, κάποιος επιζεί για να μαρτυρήσει, να διδάξει και ν’ αποκαταστήσει την ενότητα της ιστορίας – πιο πολύ της ζωής. Κι αυτός είναι ο μόνος που επέζησε – ο τελευταίος του παλιού Λίντιτσε και ο πρώτος του καινούριου. Οπωσδήποτε ο Τελευταίςο κι ο Πρώτος. Καθώς φεύγαμε, γυρίσαμε μια στιγμή σαν κάτι να μας τραβούσε μαγνητικά. Ήταν Αυτός που μας έγνεφε με το χαίρι του σαν κάτι να μας θύμιζε. Αυτός στην άκρη ττου Τριανταφυλλώναν μες στους αχνούς της χειμωνιάτικης εσπέρας, σαν το βάθος ενός γαλάζιου κήπου. Βράδιαζε κιόλας και τα μάτια μας θάμπιζαν κάπως)

Γενάρης Μάρτης 1960
Γιάννης Ρίτσος
(Επιθεώρηση Τέχνης 6/1961)