Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «ο μεγαλύτερος Ελληνας ποιητής»

Γράφει ο Ηρακλής Κακαβάνης //

Σα νάχαν ποτέ τελειωμό
τα πάθη κι οι καημοί του κόσμου

Ένας από τους κορυφαίους λογοτέχνες του λαού μας, ο χαρακτηρισμένος και κοινά αποδεκτός ως «δημιουργός και θεμελιωτής του νέου ελληνικού διηγήματος» που μίλησε με την ψυχή του λαού.

«ο παπαΔιαμαντης είναι η μεγαλύτερη δόξα της νεοελληνικής πεζογραφίας. Κι όσο περνούνε τα χρόνια, τόσο η δόξα αυτή θα στερεώνεται περισσότερο. Ρωτήσανε κάποτες τον αριστοτέχνη του στίχου Μαλακάση: ‘’Ποιος είναι o μεγαλύτερος ποιητής της Ελλάδας;’’ — Ο Παπαδιαμάντης!, απάντησε χωρίς δισταγμό. Οχι γιατί o Παπαδιαμάντης έγραψε τα καλύτερα ελληνικά ποιήματα (γιατί έγραψε και ποιήματα), αλλά γιατί η πεζογρα­φία του περιέχει περισσότερη ποιητική ουσία από τα περισσότερα νεοελληνικά έμμετρα έργα.

Αλλά δεν είναι μονάχα ο μεγαλύτερος ποιητής. Είναι κι ο περισσότερο ελληνικός, αν Ελληνες είναι ο λαός. Η ψυχή του κ’ h ψυχή των ηρώων του είναι h ψυχή του ελληνικού λαού στην πιο εξαγνισμένη της υπόσταση. Δε χώρισε τnο εαυτό του από το πλήθος κ’ έμεινε απλός σ’ όλη του τη ζωή. Μέσα στο έργο του δεν υπάρχει καμιά ξενική ανάμνηση ούτε η εκζήτηση θέματος.

Αλλ’ o Παπαδιαμάντης υπήρξε και κάτι άλλο ακόμα. Ο περισσότερο ‘’άνθρωπος’’ aπ’ όλους τους ομοτέχνους του: χαραχτήρας ανυπόκριτος κι ατόφιος, άσπιλος και παρθενικός» (Κ. Βάρναλης).

Γεννήθηκε στις 4 Μάρτη του 1851 σε οικογένεια φτωχού παπά, του Αδαμάντιου Εμμανουήλ. Δεν κατάφερε να ακολουθήσει ανώτερες ή ανώτατες σπουδές (αν και το 1874 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή) αλλά η δίψα για γνώση θα τον στρέψει στην αυτομόρφωση, η οποία, παρά τη στέρηση που θα τον ακολουθήσει μέχρι το τέλος της ζωής του, είναι εντυπωσιακή και περιλαμβάνει ξένες γλώσσες (γαλλικά και αγγλικά) και την αρχαία ελληνική γραμματεία. Πέθανε στις 3 Γενάρη 1911.

«Υπήρξε άγιος ο Παπαδιαμάντης, όχι μοναχά γιατί ήτανε θρήσκος και το έργο του γεμάτο χριστιανική μυστικοπάθεια, παρά και γιατί πέρασε μια μαρτυρική ζωή όλο στερήσεις και φτώ­χειες, χωρίς να βγει από τον ίσο δρόμο της αρετής και χωρίς να κατεβεί ούτ’ ένα σκαλί από ό,τι καλούμε πνευματική αξιοπρέπεια» (Κ. Βάρναλης).

Για να βγάλει μεροκάματο, χωρίς να αποκοπεί εντελώς από την πνευματική ζωή της εποχής του, ακολουθεί τη δημοσιογραφία. Η πρώτη του δημοσίευση ωστόσο ως λογοτέχνης ήταν το 1879 με το ρομαντικό μυθιστόρημα «Η μετανάστις» που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Νεολόγος» της Κωνσταντινούπολης με τα αρχικά του.

Πήρε αντιδραστική θέση στο κίνημα του Ψυχάρη. Συμπαθούσε όμως το δημοτικισμό. Το 1905 έγραψε την “Αποσώστρα” στη δημοτική και τον κατηγόρησαν ότι πήρε ρούβλια. Ετσι σταμάτησε. «Συνήθισα, είπε μια μέρα στο Σημηριώτη, και τώρα πια είναι αργά».

Και ανερριχήθην πάλιν σιγά-σιγά προς τα επάνω και εις την κορυφήν του βράχου, καλυπτόμενος όπισθεν των θάμνων· έκυψα να ίδω την κολυμβώσαν νεάνιδα.

     Ήτο απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. […] Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας τας αύρας, τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων…

                «Όνειρο στο κύμα», 1900. Άπαντα, Γ΄. Εκδόσεις Δόμος, 1989. 267-268