Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιώργος Ιωάννου

Γιώργος Ιωάννου, ένας από τους σημαντικότερους Ελληνες πεζογράφους της μεταπολεμικής γενιάς. Τα περισσότερα κείμενά του συνθέτουν ως σύνολο μια τοιχογραφία – μωσαϊκό της Θεσσαλονίκης, όπου γεννήθηκε το 1927, αλλά και των ανθρώπων της.

Πρωτότοκος γιος μιας προσφυγικής οικογένειας από την Ανατολική Θράκη, μεγάλωσε και σπούδασε κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες στη Θεσσαλονίκη, την πόλη που ιδιαίτερα αγάπησε.

Εζησε την Κατοχή, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο, γνώρισε από κοντά τον ξεριζωμό των Εβραίων.

Σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και ανέπτυξε πολύπλευρη φιλολογική και λογοτεχνική δραστηριότητα. Ασχολήθηκε, μεταξύ άλλων, με το δημοτικό τραγούδι και τη λαογραφία. Στον κόσμο των γραμμάτων, καθιερώθηκε το 1958, με τη συνεργασία του στο περιοδικό «Διαγώνιος», όπου και άρχισε να πρωτοδημοσιεύει το μεγαλύτερο μέρος των ποιημάτων του. Στο ίδιο περιοδικό προδημοσιεύτηκαν και τα περισσότερα πεζογραφήματά του.

Προικισμένος με αισθαντικότητα όσο και παρατηρητικότητα, συνταίριαξε στο έργο του τη δωρική σοβαρότητα με την ιωνική ελαφράδα δημιουργώντας ένα τελείως προσωπικό ύφος.

Στην πεζογραφία επιδόθηκε από το 1964, ενώ παράλληλα έκανε μεταφράσεις αρχαίων κειμένων, εξέδωσε συλλογές δημοτικών τραγουδιών, παραμυθιών, Καραγκιόζη, έγραψε θέατρο, χρονογραφήματα και μελέτες.

Από τα πεζά του ξεχωρίζουν: «Η σαρκοφάγος», «Η μόνη κληρονομιά», «Πολλαπλά κατάγματα», «Επιτάφιος θρήνος» κ.ά.

Πέθανε στις 16 Φεβρουαρίου 1985