Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δημοσθένης Βουτυράς – μια δόξα της πεζογραφίας μας

Σαν σήμερα 27 Μαρτίου 1958 γεννήθηκε ο Δημοσθένης Βουτυράς  (1872-1958).  Κορυφαίος διηγηματογράφος που για 58 χρόνια κυριαρχεί στα ελληνικά Γράμματα.

Ήταν ένας από τους πρώτους Έλληνες λογοτέχνες των αρχών του 20ού αιώνα που καταπιάστηκε με το κοινωνικό διήγημα.

Η ζωή του ήταν μια σκληρή πάλη, μια ακούραστη δημιουργική προσπάθεια. Αντιμετώπιζε καθημερινά την αγωνία του αύριο, χωρίς τις πιο στοιχειώδεις υλικές προϋποθέσεις τις περισσότερες φορές. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, βαριά άρρωστος αντιμετώπισε και το φάσμα της πείνας.

Στάθηκε όμως – όπως έγραψε ο Βάρναλης – «Βράχος ταλέντου, εργατικότητας, πίστης και ήθους. Βράχος ριζωμένος στην ελληνική ζωή. Ακατάλυτος κι ασάλευτος. Ασάλευτος και στις αγάπες και στα μίση του στα πάθη και στις αδυναμίες του. Ασάλευτος και στο κουράγιο του… Μόνο το λαό αγαπούσε. Μόνο το λαό μελετούσε. Και το λαό ζωντάνευε κι απαθανάτιζε στα έργα του».

voutirasΤο κύριο χαρακτηριστικό της δημιουργίας του Βουτυρά είναι η αγάπη, η απέραντη αγάπη για το λαό. Το λαό μ,ε τους καημούς του και τις λαχτάρες του, με τις πίκρες και τις αγωνίες του, την πάλη του για μια ανθρώπινη ζωή, θα ζωντανέψει στα 400 διηγήματά του,. Ο λαός, οι απλοί άνθρωποι – εργαζόμενοι και άνεργοι, προλετάριοι και μικροαστοί – όλοι όσοι έχουν δεμένη τη ζωή τους με τη φάμπρικα κι το εργοστάσιο, οι άνθρωποι του καθημερινού μόχθου που τους σφίγγουν στη μέγγενή τους οι αδυσώπητοι νόμοι της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, όλοι αυτοί είναι οι ήρωες των διηγημάτων του Βουτυρά. Γι’ αυτό και το έργο του, με την ιδιότυπη δομή και το τόσο προσωπικό ύφος, δίνει αναμφισβήτητα μια ολοζώντανη εικόνα της ελληνικής πραγματικότητας, μιας ολόκληρης εποχής.

«Ο Βουτυράς είναι ο μεγαλύτερος πεζογράφος της περασμένης και της τωρινής γενιάς. Σεβαστός παλαίμαχος της πέννας, δημιουργός του ρεαλιστικού διηγήματος στην Ελλάδα, ήρωας δημιουργός τόσων λαϊκών ηρώων, αγνός και τίμιος και σα συγγραφέας και σαν άνθρωπος, στάθηκε πάντα του δίπλα στο λαό και μακριά από τους έμπορους της συνείδησής τους.

(…)

Ο Βουτυράς, μέσα στις πιο τραγικές περιπέτειες του έθνους, δεν αποτραβήχτηκε στην άκρη, μα δέχτηκε κ’ έζησε με το λαδ το δράμα του λαού. Δεν ήθελε να «ελίσσεται», ν’ αποφεύγει τις κακοτοπιές και να ζητάει τη σωτηρία τη δική του γλύφοντας ξένες και ντόπιες πατούσες».

Στη διάρκεια της Κατοχής συντάχθηκε με την ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση, στάση που του κόστισε ποικιλώνυμες διώξεις μετά την απελευθέρωση.

Το περίφημο «Ημερολόγιο της Κατοχής» δεν είναι μόνο μια πιστή μαρτυρία για τη φρίκη του χιτλεροφφασισμού, αλλά και ένας ύμνος στο μεγαλείο της Αντίστασης του λαού.

(Αξιοποιήθηκαν κείμενο του Κώστα Βάρναλη και κείμενο ραδιοφωνικής εκπομπής στον ελληνικό σταθμό του Βουκουρεστίου, μεταξύ άλλων)

***

Βιογραφικό

Ο Δημοσθένης Βουτυράς, γιος του συμβολαιογράφου Νικολάου Βουτυρά και της Θεώνης το γένος Παπαδή γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια και ο πατέρας του εργαζόταν ως δάσκαλος. Μετά από μερικά χρόνια εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά, όπου ο πατέρας του διορίστηκε ως συμβολαιογράφος. Εκεί τέλειωσε το Δημοτικό και ξεκίνησε τη φοίτησή του στο Γυμνάσιο, την οποία όμως διέκοψε, καθώς παρουσίασε κρίσεις επιληψίας.

Η ιδιαιτερότητά του προκάλεσε την υπερπροστατευτικότητα των γονιών του και έτσι πέρασε τα εφηβικά χρόνια χωρίς στερήσεις. Παρακολούθησε μαθήματα μουσικής, ξιφασκίας, γράφτηκε στη Σχολή Μαχαιριάδη, τα διέκοψε όλα όμως λόγω της ιδιοσυγκρασίας του. Το 1900 πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στο χώρο των γραμμάτων δημοσιεύοντας ένα άρθρο στην καθαρεύουσα στο περιοδικό του Πειραιά Χρονογράφος και ένα στο Περιοδικόν μας του Γεράσιμου Βώκου (με τον οποίο ακολούθησε σταθερή συνεργασία). Γύρω στο 1902 ο πατέρας του εγκατέλειψε την εργασία του και ασχολήθηκε με οικοδομικές επιχειρήσεις. Στο εργοστάσιο σιδηρουργίας που έχτισε εργάστηκε αρχικά και ο Δημοσθένης. Στην περίοδο αυτή τοποθετείται η δημοσίευση του διηγήματος Ο Λαγκάς που έγινε δεκτό με επαινετικά σχόλια από τον Παλαμά και τον Ξενόπουλο (1903). Ακολούθησαν νέες δημοσιεύσεις έργων του σε λογοτεχνικά περιοδικά, μεταξύ άλλων και στα Παναθήναια.

Γύρω στο 1904 παντρεύτηκε τη Μπετίνα Φέξη, με την οποία απέκτησε μερικά χρόνια αργότερα δυο κόρες. Η ζωή του άλλαξε δραματικά μετά την οικονομική καταστροφή και την αυτοκτονία του πατέρα του το 1905. Προσπάθησε να αναλάβει τη συνέχιση της επιχείρησης, απέτυχε όμως και την οδήγησε στην ολοκληρωτική πτώχευση. Δυο χρόνια αργότερα μετακόμισε με τη σύζυγό του στο Κουκάκι και στράφηκε στην επαγγελματική πεζογραφία, πουλώντας διηγήματα σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής. Η καταξίωσή του ως πεζογράφου προήλθε αρχικά από τον ελληνισμό της Διασποράς, συγκεκριμένα από την Αλεξάνδρεια.

Μετά το 1920 άρχισε να γίνεται γνωστός και στην Αθήνα. Η πορεία του ήταν ανοδική και μέχρι το 1923, οπότε τιμήθηκε με το Αριστείο των γραμμάτων και των Τεχνών, είχαν τυπωθεί ήδη δέκα βιβλία του. Λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής του ανέχειας ασχολήθηκε επίσης με τη συγγραφή σχολικών συγγραμμάτων σε συνεργασία με τον Μ. Παπαμιχαήλ, η προσπάθεια όμως ναυάγησε καθώς το αναγνωστικό της τρίτης δημοτικού που ολοκλήρωσαν καταργήθηκε από τη δικτατορία του Παγκάλου.

Συνέχισε να ζει από τη συγγραφή και το 1931 τιμήθηκε με το Αριστείο του Δήμου Πειραιώς. Λίγους μήνες πριν την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία πρόλαβε να γιορτάσει τα σαράντα χρόνια της λογοτεχνικής του δράσης στην ταβέρνα Μπογράκου στην Κυψέλη, όπου σύχναζε. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής τάχθηκε υπέρ της Αντίστασης. Μετά το τέλος του Εμφυλίου, σε ηλικία 80 χρόνων δημοσίευσε το Αργό Ξημέρωμα.

Ως το θάνατό του έζησε κατάκοιτος, φτωχός και παραγνωρισμένος από την κρατική εξουσία (η Ακαδημία Αθηνών αρνήθηκε την πρόταση για υποψηφιότητά του σε δυο συνεχείς εκλογές). Πέθανε το 1954. Το πεζογραφικό έργο του Βουτυρά, σχεδόν αποκλειστικά διηγηματικό, εντάσσεται στο πλαίσιο του κοινωνικού ρεαλισμού και οριοθετεί το πέρασμα από την ηθογραφία στην αστική πεζογραφία.

Πηγή ΕΚΕΒΙ