Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η νόμιμη ληστεία

Γράφει ο Γιάννης Βεντούρας //

Τώρα θα αναρωτηθείς: Μα καλά, υπάρχει νόμιμη και παράνομη ληστεία; Η ληστεία έτσι κι αλλιώς είναι ανήθικη πράξη, συνεπώς καταδικαστέα, άρα και παράνομη!

Κι όμως φίλε μου, υπάρχει ένας τρόπος ληστείας που όλοι σε μεγάλο βαθμό τον έχουμε αποδεχθεί, τον θεωρούμε αυτονόητο και νόμιμο. Στο μόνο που διαφωνούμε, είναι το πόσα είμαστε διατεθειμένοι να δώσουμε στους ληστές για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο. Οι δε νόμιμοι ληστές, κυνηγάνε τους παράνομους, μόνο και μόνο για να μην χάνουν τη λεία τους.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Στην αρχή των ανθρώπινων κοινωνιών, για περίπου εκατό χιλιάδες χρόνια, η εργασία των ανθρώπων δεν άφηνε καθόλου περίσσευμα, καθόλου πλεόνασμα. Τα εργαλεία τους ήταν στην κυριολεξία πρωτόγονα (πέτρες, ρόπαλα, βέλη, ακόντια) με αποτέλεσμα η παραγωγικότητα να είναι πολύ μικρή. Αυτά, που με σκληρή εργασία συγκεντρώνανε από το κυνήγι, το ψάρεμα και τη συλλογή τροφών, τα μοίραζαν εξίσου στις μικρές τους κοινότητες και δεν περίσσευε τίποτα για να το αποθηκεύσουν. Συνεπώς, αφού δεν υπήρχαν πλεονάσματα, δεν υπήρχε η δυνατότητα μια ομάδα να ληστέψει μιαν άλλη, αλλά ούτε και κάποιος μέσα στην κοινότητα να έχει περισσότερα αγαθά από κάποιον άλλον.

Αργότερα, πριν από 10-15 χιλιάδες χρόνια, οι ανθρώπινες γνώσεις εμπλουτίσθηκαν και ανακαλύφθηκε η κτηνοτροφία και η γεωργία. Αυτός ο νέος τρόπος παραγωγής ήταν πολύ πιο αποδοτικός από τον προηγούμενο και η εργασία πλέον άρχισε να αφήνει πλεονάσματα και να δημιουργούνται περισσεύματα τα οποία αποθηκεύοντο. Αυτό όμως άνοιξε την όρεξη σε ορισμένες ομάδες και φυλές, και άρχισαν να επιτίθενται στους γειτόνους τους και να ληστεύουν τα έτοιμα αγαθά. Παράλληλα όμως με το πλεόνασμα που υπήρχε, εμφανίσθηκε και το φαινόμενο, το κάθε άτομο να γίνεται ιδιοκτήτης του χωραφιού που καλλιεργούσε ή του κοπαδιού που έβοσκε. Η συλλογικότητα χάθηκε και τη θέση της πήρε ο ατομικός τρόπος παραγωγής. Αυτός με τη σειρά του, έγινε η αιτία για να γίνουν κάποιοι πλούσιοι και κάποιοι φτωχοί. Οι πλούσιοι με τη σειρά τους, εφόσον είχαν την οικονομική δύναμη στα χέρια τους, άρχισαν να απαιτούν από τον υπόλοιπο λαό κάποια «δοσίματα», κάποια δώρα. Ο λαός ήδη είχε εκπαιδευθεί να δίνει δώρα στους θεούς που του επέβαλαν να λατρεύει ώστε να έχει την εύνοιά τους, κι έτσι εύκολα δέχθηκε να δίνει δώρα στους ισχυρούς, για να τον προστατεύουν από τις επιθέσεις των γειτόνων. Δεν είναι τυχαίο που, πολλοί άρχοντες και βασιλιάδες της αρχαιότητας, ήθελαν να εμφανίζονται επί της γης, σαν οι ζωντανοί θεοί.

Έτσι η άρχουσα τάξη, που στο πέρασμα του χρόνου σχηματίστηκε στα πλαίσια της κάθε κοινωνίας, απαιτούσε και κατάφερνε, να παίρνει ένα τμήμα από τα αγαθά που παρήγαγαν οι παραγωγοί, το οποίο στην πορεία καθιερώθηκε σαν ένα είδος φόρου προς τους ηγεμόνες. Στην αρχή αυτό ίσχυε με νόμους άγραφους, αλλά αργότερα η κάθε άρχουσα τάξη συμπεριέλαβε τέτοιες διατάξεις και στο γραπτό δίκαιο που επέβαλλε. Όποιος δεν δεχόταν τη ληστεία της παραγωγής του από τους άρχοντες, είχε να αντιμετωπίσει τη βία από τους μηχανισμούς, που είχε δημιουργήσει γύρω της η κάθε εξουσία, από το μαστίγωμα και τη δήμευση της περιουσίας του, μέχρι τον θάνατο.

Τέτοια φορολογία συναντάμε στην αρχαία Αίγυπτο, στους λαούς της αρχαίας Κίνας και σε άλλους λαούς της Μεσοποταμίας. Στην αρχαία Αθήνα, πέρα των άλλων φόρων, συναντάμε το μετοίκιον και το ξενικόν. Τον πρώτο τον πλήρωναν οι μέτοικοι, οι ξένοι δηλαδή που έμεναν μόνιμα στην Αθήνα , ενώ ο δεύτερος επιβαλλόταν στους ξένους που τύχαινε να έρχονται για μικρό διάστημα στην Αθηναϊκή επικράτεια. Μια νόμιμη ληστεία, την οποία έπρεπε να αποδεχθεί όποιος ήθελε να περάσει από την περιοχή, ή να εγκατασταθεί σε αυτήν.

Παράλληλα με την ληστεία των πολιτών της, επειδή η κάθε άρχουσα τάξη δεν μπορούσε να ικανοποιήσει την απληστία της, οδηγούσε το λαό σε πολέμους για τη ληστεία ολόκληρων πόλεων. Το μεγαλύτερο κομμάτι της λείας βέβαια το κρατούσε η ίδια. Τέτοιου είδους ληστρικός πόλεμος ήταν και ο Τρωικός. Γνωστή είναι και η Αθηναϊκή Συμμαχία, η οποία δεν ήταν τίποτα άλλο από μια αναγκαστική πληρωμή λύτρων των «συμμαχικών» πόλεων στην άρχουσα τάξη των Αθηναίων. Στην ίδια λογική κινήθηκαν όλοι οι λαοί από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.

Οι Ρωμαίοι φορολογούσαν άγρια τους τις κατακτημένες περιοχές, είτε άμεσα τις οργανωμένες κοινωνίες, όπως η Αίγυπτος που πλήρωνε λύτρα στους Ρωμαίους, είτε τους πολίτες τους, κλέβοντας ένα μέρος της παραγωγής τους. Η είσπραξη των δασμών και των φόρων που επέβαλαν οι κάθε είδους κατακτητές σε μια χώρα, ήταν καθαρή ληστεία, η οποία γινόταν με την βία. Για αυτό κάθε τόσο υπήρχαν εξεγέρσεις των λαϊκών στρωμάτων. Για να συγκεντρώνουν οι άρχοντες την λεία τους, έφτιαξαν ολόκληρους μηχανισμούς είσπραξης. Γνωστοί είναι και οι τελώνες που χρησιμοποιούσε η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.

Αυτές οι μέθοδοι όπως είπαμε χρησιμοποιήθηκαν και στα επόμενα χρόνια. Οι Βυζαντινοί απαιτούσαν λύτρα από κάθε λαό που κατακτούσαν και αντίστροφα πλήρωναν λύτρα σε αυτούς που τους επιτίθεντο και τους νικούσαν. Τα λύτρα πηγαινοέρχονταν μεταξύ Βυζαντινών, Άβαρων, Βουλγάρων, Ρώσων, Οθωμανών και λοιπών θεοσεβών λαών.

Από τα πρώτα βήματα του εμπορίου στην αρχαιότητα, οι «έξυπνοι» κάθε πόλης επέβαλαν δασμούς στα εμπορεύματα που έμπαιναν σε αυτήν. Οι έμποροι, για να αποφύγουν τη ληστεία από πειρατές και συμμορίες, πλήρωναν τους δασμούς στους «νόμιμους ληστές» για να έχουν την προστασία τους. Οι δασμοί διατηρούνται μέχρι τις ημέρες μας και πληρώνονται στα τελωνεία κατά την εισαγωγή των εμπορευμάτων.

Η πρόοδος στην τεχνολογία έφερε το ξέφτισμα της δουλοκτησίας και το πέρασμα της κοινωνίας στον φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής. Η εργασία των δούλων δεν ήταν πια τόσο αποδοτική και οι δούλοι άρχισαν να απελευθερώνονται μαζικά αποκτώντας τα δικά τους χωράφια. Στους στρατιώτες, που πρόσφεραν τις έμμισθες υπηρεσίες τους στους «ευγενείς» αριστοκράτες για να κάνουν τους ληστρικούς πολέμους, άρχισαν να μοιράζονται κάποια χωράφια, κάτι σαν το εφάπαξ της εποχής. Μεγάλο μέρος της παραγωγής πέρασε στα χέρια των ελεύθερων μικροκαλλιεργητών οι οποίοι όμως δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα με τις ληστρικές επιθέσεις που δεχόντουσαν. Έτσι άρχισαν να ζητάνε την προστασία των μεγάλων γαιοκτημόνων.

Οι πλούσιοι φεουδάρχες, που αποτελούσαν την άρχουσα τάξη της εποχής, παρείχαν την προστασία τους στους χωρικούς, απαιτώντας σαν αντάλλαγμα, σαν νταβατζηλίκι δηλαδή, να εργάζονται δωρεάν μερικές ημέρες το χρόνο στα δικά τους χωράφια. Στη συνέχεια, επειδή ως γνωστόν τρώγοντας ανοίγει η όρεξη, απαίτησαν από τους χωρικούς να τους δίνουν και ένα μέρος της παραγωγής τους. Αυτό γενικεύτηκε και στο τέλος οι αγρότες παραγωγοί πλήρωναν με νόμο (αυτοκρατορικά και βασιλικά διατάγματα, φιρμάνια σουλτάνων και τσάρων) φόρο στους βασιλιάδες, αυτοκράτορες, σουλτάνους και στην από κάτω ιεραρχία (πασάδες, βαρόνους, κόντηδες) μέχρι και στους κατώτερους στην ιεραρχία, όπως τους δικούς μας κοτζαμπάσηδες επί τουρκοκρατίας. Είναι γνωστά τα χαράτσια, η δεκάτη και ο κεφαλικός φόρος που ίσχυε στα μέρη μας επί Βυζαντινών και Οθωμανών. Στην Πελοπόννησο για παράδειγμα, είτε με Ρωμαίους, είτε με Βυζαντινούς, είτε με Φράγκους, είτε με τους Κατακουζηνούς, είτε με τους Παλαιολόγους, είτε με τους Οθωμανούς, είτε τέλος με τους Έλληνες, ο λαός της πληρώνει ανελλιπώς τους φόρους. ΟΙ ληστές αλλάζανε κατά καιρούς, όχι όμως η ληστεία. Σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης, οι εργαζόμενοι παραγωγοί έθρεφαν ολόκληρη στρατιά από ληστές και παράσιτα που τους κάθονταν στο σβέρκο.

Κάθε καινούργια ομάδα εκμεταλλευτών που ανέβαινε στην εξουσία, είχε μοναδικό σκοπό είχε να πάρει για λογαριασμό της τα έσοδα από την φορολογία-ληστεία του λαού. Όλοι γνωρίζουμε για τον εμφύλιο που ξέσπασε ανάμεσα στις διαφορετικές ομάδες των ελλήνων επαναστατών κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης του 1821. Αυτό που δεν γνωρίζουμε όμως είναι ότι η αιτία για τον αλληλοφαγωμό, ήταν το ποιος θα εισπράξει τους πλούσιους φόρους από τους αγρότες της Πελοποννήσου, τους οποίους μέχρι τότε εισέπρατταν οι τούρκοι και οι συνεργάτες τους. Η μία ομάδα ήταν οι Καραβοκύρηδες και οι Έμποροι, η άλλη οι Οπλαρχηγοί (στην κυριολεξία κλέφτες) της Στερεάς Ελλάδας και η τρίτη οι Προεστοί και Γαιοκτήμονες της Πελοποννήσου. Αυτός είναι και ο λόγος που στη συνέχεια οργανώθηκαν σε τρία διαφορετικά κόμματα (το Αγγλικό, το Γαλλικό και το Ρωσικό), γιατί η κάθε ομάδα είχε κάνει τις δικές της συμμαχίες στο εξωτερικό. (Όπως οι σημερινοί έλληνες πλουτοκράτες, διαλέγουν συμμάχους ανάμεσα σε αμερικάνους, γερμανούς, ρώσους κλπ).

Το λυπηρό είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των λαού κάθε κράτους, έχει αποδεχθεί ως αυτονόητη, ηθική και αναγκαία την αναγκαστική ληστεία του μέσω των φόρων. Μια ληστεία που γίνεται με την άσκηση βίας, την απειλή κατάσχεσης της περιουσίας του θύματος, μέχρι και τον εγκλεισμό του σε σωφρονιστικά καταστήματα (φυλακές). Η όποια αντίδραση των θυμάτων (ακόμα και μια εξέγερση), περιορίζεται στο ύψος της ληστείας, δηλαδή στο πόσο φόρο θα πληρώνει και όχι στην κατάργηση του σάπιου εκμεταλλευτικού συστήματος που επιβάλει ως νόμιμη τη ληστεία των παραγωγών του πλούτου.

Βέβαια υπάρχουν μερικοί που νομίζουν ότι οι φόροι χρησιμοποιούνται για το κοινό όφελος. Δυστυχώς αυτό είναι αυταπάτη. Το κάθε καπιταλιστικό κράτος στις ημέρες μας, δαπανάει ένα μέρος των λύτρων που εισπράττει για διατηρεί ένα ανεκτό επίπεδο υγείας στο λαό (επειδή με άρρωστο τον λαό δεν μπορεί να έχει υγιείς εργαζόμενους να εκμεταλλευθεί, ούτε ικανό στρατό να πολεμήσει για λογαριασμό του), να παρέχει κάποιου είδους εκπαίδευση (επειδή η παραγωγή στις μέρες μας απαιτεί εξειδίκευση) και κάποιες άλλες υπηρεσίες οι οποίες είναι απαραίτητες για να λειτουργήσει ένα κράτος και να βγάζουν κέρδη οι επιχειρηματικοί όμιλοι. Όμως τα περισσότερα έσοδα του κράτους πηγαίνουν για την πληρωμή τόκων στους κεφαλαιοκράτες που δανείζουν το κράτος τους και στους επενδυτικούς νόμους με τους οποίους δίνεται ΔΩΡΕΑΝ χρήμα στους επιχειρηματίες. (Πρόσφατα γνωρίσαμε και την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, με την οποία ο λαός πλήρωσε τα χρέη των επιχειρηματιών).

Η φορολογία δεν είναι τίποτα άλλο, παρά τα λύτρα που πληρώνουμε για «προστασία» (κοινώς νταβαντζιλίκι), η ληστεία που κάνει το κράτος (δηλαδή ο συλλογικός εκπρόσωπος των καπιταλιστών), για λογαριασμό της άρχουσας τάξης.

Όταν δέχεσαι μέσα στο σπίτι σου μια επίθεση ληστών, είσαι υποχρεωμένος να αντισταθείς. Δεν πρέπει να κάνεις τον «κοιμισμένο» όπως μας προτρέπουν οι πολιτικοί υπάλληλοι των επιχειρηματιών. Ούτε να προσπαθείς να αλλάζεις κάθε φορά τους κυβερνητικούς «χαρατσάρηδες» που θα αποφασίζουν για το πόσα και με ποιο τρόπο θα πληρώνεις τους φόρους.

Μην ανέχεσαι άλλο να σε ληστεύουν. Πάρε απόφαση να αποτινάξεις μια και καλή τους λήσταρχους από το σβέρκο σου. Να στείλεις στον κάλαθο της ιστορίας και τα παράσιτα και το βάρβαρο εκμεταλλευτικό τους σύστημα. Έλα να οικοδομήσουμε μιαν άλλη κοινωνία, ανθρώπινη, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, μια κοινωνία του επιστημονικού σοσιαλισμού.

________________________________________________________________________________________________

Ο Γιάννης Βεντούρας είναι οικονομολόγος – συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1959 και σπούδασε στο οικονομικό τμήμα της σχολής ΝΟΕ του ΑΠΘ. Εργάσθηκε σαν οικονομικός διευθυντής και οικονομικός σύμβουλος σε εταιρείες του ιδιωτικού τομέα, μελετώντας από τα «μέσα» το καπιταλιστικό σύστημα. Συμμετέχει ενεργά στο λαϊκό κίνημα και είναι μέλος στο Δ.Σ. των συνταξιούχων του Μενιδίου. Είναι εκλεγμένος τοπικός σύμβουλος στον Δήμο Αχαρνών.  Κάνει δωρεάν σεμινάρια Πολιτικής Οικονομίας σε συλλόγους και εργατικά σωματεία.  facebook  // email: [email protected]