Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η παρουσίαση της ταινίας «Όλγα» από τη Λιάνα Κανέλλη (βίντεο)

benario1Η ταινία «Όλγα» είναι βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Fernando Morais, είναι βραζιλιάνικη παραγωγή του 2004, σε σκηνοθεσία Χάιμε Μονχάρντιμ και πολυβραβευμένη. Την ταινία προλόγισε η Λιάνα Κανέλλη, βουλευτής του ΚΚΕ.

Η ταινία αφορά τη ζωή της κομμουνίστριας Όλγα Μπενάριο Γκούτμαν Πρέστες (1908-1942), μιας γυναίκας που υπήρξε θύμα του βραζιλιάνικου φασισμού και των ναζί, αλλά και σύμβολο για το βραζιλιάνικο λαό.

H Όλγα Μπενάριο κρατήθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ράβενσμπρουκ. Θανατώθηκε στο θάλαμο αερίων του Κέντρου Ευθανασίας του Μπέρνμπουργκ το 1942.

Η φωτογραφία της Ολγας Μπενάριο είναι από το μουσείο στρατοπέδου συγκέντρωσης  Ράβενσμπρουκ

Δεν θα μπορούσα να κάνω την παρουσίαση , αν δεν είχα δει την ταινία. Είχα την ατυχία – τύχη να τη δω με αγγλικούς υπότιτλους, χωρίς αυτό να την έχει θίξει κατ΄ ελάχιστο. Πιστέψτε με είναι από τις ταινίες που χωρίς υπότιτλους, στα πορτογαλικά και χωρίς να ξέρεις την γλώσσα, είναι τόσο αποτελεσματική. Θα καταλάβετε τι λένε οι ηθοποιοί που υποδύονται αυτές τις εξέχουσες προσωπικότητες, χωρίς να έχετε δει τους υπότιτλους.

Θα αρχίσω από την ταινία , γιατί η ταινία έχει πολλαπλές αναγνώσεις. Πρώτα από όλα είναι μια υπερπαραγωγή, πώς να σας το πω, όπως θα έλεγε ο Άδωνης Γεωργιάδης μια κουμουνιστική κι αν βάζαμε και λίγο life style της εποχής, κάτι μεταξύ Μπράντ Πίτ και Ατζελίνα Τζολί. Ειναι όμως υπερπαραγωγή και το εννοώ ότι είναι υπερπαραγωγή, που σημαίνει ότι έχει ηθοποιούς πρώτης ποιότητας επιλεγμένους να ανταποκρίνονται και στη φυσιογνωμία στους πρωταγωνιστές. Πράγμα το οποίο δεν είναι εύκολο να το πετύχεις.

Δεύτερον είναι γυρισμένη σε σημαντικό βαθμό σε φυσικούς χώρους, έχει τους καλύτερους φωτισμούς που μπορείτε να δείτε σε ταινία. Υπάρχουν στιγμές που νομίζεις ότι είσαι σε ψεύτικο χώρο και ότι αυτό το πράγμα δεν υπάρχει. Είναι στη γλώσσα τη βραζιλιάνικη , στα πορτογαλικά, που σημαίνει ότι βγάζει κι εκείνη τη δυναμική που μπορούσε να εκφραστεί κυρίως ο ΠΡΕΣΤΕΣ και ότι αυτό σημαίνει.

Μην ξεχνάτε ότι μιλάμε για μια γυναίκα η οποία εμένα με έκανε να ντραπώ, με έκανε να ντραπώ πολύ βαθιά και ντράπηκα για την δημοσιογραφικό – πολιτική ιδιότητα διότι δεν γνώριζα «την τύφλα» μου. Δεν την συνάντησα πουθενά την ΌΛΓΑ, αλήθεια σας λέω. Ούτε στο internet, αλήθεια σας το λέω. Ντράπηκα για τον τρόπο που αναπαράγονται οι πληροφορίες για τις πραγματικές προσωπικότητες, αυτές που έχουν βγει από τα σπλάχνα αγώνων, συνθηκών, είναι μια «Τσε γκε βαρίνα», με την έννοια καλοστεκούμενη, στη Γερμανία, με τις σπουδές της, με τις ανέσεις της.

Θέλω να προσέξετε στην ταινία, σας ικετεύω, η ταινία είναι ένα πράγμα που το βρήκα αριστουργηματικό, αναπαράγει τη σβάστιγκα μόνο σε ένα φευγαλέο πλάνο. Δεν πρόκειται να χορτάσετε να βλέπετε σβάστιγκες, αλλά θα τον βλέπετε το ναζιζοφασίστα σε όλα τα πλάνα. Θα τον βλέπετε παντού και θα τον βλέπετε με τέτοιο τρόπο που θα δείτε πόσο ίδιος είναι, είτε είναι γερμανός, είτε είναι βραζιλιάνος, είτε είναι έλληνας, είτε είναι ο Μιχαλολιάκος, είτε είναι ο Κασιδιάρης. Οι φάτσες είναι ίδιες, γιατί η δομή τους και ο τρόπος σκέψης τους είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, που καμώνεται ότι δεν ξέρει και τελικά ξέρει τόσα όσα του χρειάζονται, για να πάψεις εσύ να ξέρεις ποιός είσαι που πας και τι θες να κάνεις.

Στη διάρκεια της ταινίας θα δείτε τη γυναίκα αυτή που παίζει το ρόλο της φίλης, της συζύγου ενός πλουσίου ζευγαριού, για να μπορέσει να μεταφέρει τον ΠΡΕΣΤΕΣ πίσω στη Βραζιλία. Δεν θα σας πω λεπτομέρειες για το σενάριο γιατί θα σας χαλάσω την προσέγγιση της ταινίας αυτής καθαυτής και είναι κρίμα μετά από δυο ώρες έργο να σας το δηλητηριάσει κάποιος. Είναι σαν αυτές τις ταινίες των παθών που τις ξέρετε αλλά τις βλέπετε και τις ξαναβλέπετε και δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες και να τις χάσετε.

Ξεκινάει και θα δείτε ,μια όμορφη γυναίκα με τα πάντα στα πόδια της, και έναν ωραίο άντρα. Και ταυτόχρονα δυο πολύ ωραίους ανθρώπους, δυο πολύ ωραίους αγωνιστές και στην όψη, όπου καμώνονται τους μεγαλοαστούς, για να μπορέσουν να περάσουν από χώρα σε χώρα και για να τον φέρει στη Βραζιλία τον “φρουρεί”. Στη σύγχρονη αντίληψη ο μοναδικός που είχε γυναίκες φρουρούς ήταν ο Μουαμάρ Καντάφι, σας θυμίζω. Τον φρουρεί! Να τον δείτε την στιγμή που τον φρουρεί. Και τον φρουρεί ως κομμουνίστρια πρώτα και μετά γυναίκα που τον αγαπάει, γιατί στον δρόμο αγαπήθηκαν. Ήταν οι άνθρωποι που έπαιξαν τη ζωή τους ως έργο, δεν έπαιξαν το έργο που έγινε η ζωή τους.

Υπάρχουν δυο εκπληκτικές γυναικείες φιγούρες μέσα στην ταινία. Η μια είναι η μάνα της Όλγας και η άλλη είναι η μάνα του ΠΡΕΣΤΕΣ . Η μάνα του ΠΡΕΣΤΕΣ λέει σε κάποια στιγμή, για να μην σας φύγει η φράση “είμαι κι εγώ θύμα του ναζισμού, ξέρω ότι τον γιό μου δεν θα τον ξαναδώ ποτέ”. Κι έχει το κουράγιο να τον στηρίξει και δεν τον έχει στηρίξει απλώς. Η πιο τρυφερή στιγμή της ταινίας είναι όταν, υπό διωγμό, ο γενικός γραμματέας του Κ.Κ. της Βραζιλίας διωκόμενος ράβει με τα χέρια του για την καλή του ένα ρούχο να το φορέσει. Κι όταν αυτή τον κοιτά κατάπληκτη της απαντά, κάτι που κατά την γνώμη μου μόνο ένας κομμουνιστής, (φανταστείτε την εποχή των «ματσό» του ΄30 και πως ήταν η γυναίκα του ΄30 και στην Βραζιλία) απαντάει: “έμαθα να ράβω από τις αδερφές μου και τη μάνα μου” και το λέει περήφανος. Έχει δηλαδή κάποια τέτοια σημεία.

Η μάνα, της ενταγμένης από τα δεκαπέντε της , “κνίτισας” ας μου επιτραπεί η έκφραση, κομμουνιστική νεολαία. Είναι στην κομμουνιστική διεθνή νεολαία, εβραία, γερμανίδα, κορίτσι, σε δράσεις, πως σας φαίνεται αυτό ως καινοτομία; Ένα κορίτσι που οργανώνει την απόδραση του πρώτου της άνδρα , τη φυγή του πρώτου της άνδρα μέσα από το δικαστήριο την ώρα που δικάζεται, τον έχουν πιάσει και κάθεται, επί δημοκρατίας Βαϊμάρης, για να διαλύσουμε τις μυθολογίες. Γίνεται η αιτία αυτό το κοριτσόπουλο, το οποίο δεν είναι τυχαίο, ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο κοριτσόπουλο, με την στάση του και με τη ζωή του να ανοίξει τόσα θέματα.

Σας φέρνω ένα παράδειγμα, ανοίγει μέσα στην ταινία ένα μείζων νομικό θέμα. Πρέπει να είναι κάποιος νομικός για να το καταλάβει δηλαδή το «habeas corpus». Δηλαδή αν το παιδί του γεννήθηκε από βραζιλιάνο πατέρα, χωρίς να είναι παντρεμένοι όμως, χωρίς να έχει χαρτιά ότι είναι δικό του το παιδί, το οποίο βεβαίως ο ΠΡΕΣΤΕΣ αναγνωρίζει αμέσως, το παιδί γεννιέται και δεν του αναγνωρίζουν (αλλά δεν μπορούν και να μην του το αναγνωρίσουν) το γεγονός ότι είναι βραζιλιάνος υπήκοος. Το κορίτσι είναι βραζιλιάνα υπήκοος και ανοίγει και νομικό θέμα, ανοίγει η μετατροπή των υποσχόμενων λαϊκές λύσεις, που μοιάζουν προοδευτικοί και καλά μοιάζουν προοδευτικοί, συμμετέχουν, συζητάνε, παρελκύουν, τάζουν προσέρχονται, προσφέρονται, για να γλιστρήσουν στη περίφημη νέα τάξη της εποχής που είναι ο ναζισμός, ο φασισμός όπως τον γνωρίσαμε.

Η ταινία έχει ερωτικές στιγμές που τις περνάει, επιτρέψτε μου να σας πω, με κομμουνιστική αισθητική. Ήταν και ο μεγάλος μου φόβος, ξέρετε τι εννοώ, περνάει το καρναβάλι (γιατί το καρναβάλι υπήρχε στη Βραζιλία, είναι κομμάτι της λαϊκής κουλτούρας) μέσα από μάτια που δεν τα έχετε φανταστεί, θα το δείτε, είναι στιγμές αυτά στις ταινίες, είναι στιγμές! Περνάει την παρέλκυση να μπει αυτή στο καράβι, που νομίζει ότι αλλού πηγαίνει και η μόνη στιγμή που λυγάει είναι η στιγμή που επιτρέπει στον εαυτό της να κλάψει. Πείτε μου ποια γυναίκα αν δεν έχει μετατρέψει την ιδεολογία της σε έρωτα και τον έρωτα σε ιδεολογία (πράγμα που δεν μπορεί να γίνει σε άλλη ιδεολογία, ενίοτε μόνο σε κορυφαίες στιγμές του έρωτος να μπορεί κάποιος να μιλήσει σε επίπεδο ΆΣΜΑΤΟΣ ΑΣΜΑΤΩΝ . Αυτό είναι ένα ΆΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ ερωτικής σχέσης που προέκυψε ανάμεσα σε δυο συντρόφους με δυο διαφορετικές κουλτούρες, με δυο διαφορετικά θρησκεύματα, με δυο διαφορετικές οικογένειες, από δυο διαφορετικά σημεία του κόσμου, όπου η μια μάνα βοηθάει τον γιο να γίνει αυτό που θέλει και προσχωρεί και γίνεται οπαδός του και η άλλη αποκηρύσσει την κόρη γιατί, για να επιζήσει και να μην χάσει τα καλούδια της, γίνεται ναζί.

Πριν από μερικά χρόνια, πολύ λίγα, κυκλοφόρησε και η αλληλογραφία , προσέξτε αλληλογραφία λογοκριμένη , χαμένη, του ΠΡΕΣΤΕΣ με την ΟΛΓΑ από γερμανούς.

Η ταινία έχει σαρώσει τα βραβεία στο εξωτερικό, πρωτοπαίχτηκε το 2004 και μετά το 2005, έχουμε 2016! Μέχρι τότε έχουμε δει την «Άρτα και τα Γιάννενα», μπρος-πίσω, σε ταινίες, σε υπερπαραγωγές, σε μεγάλους έρωτες , σε χίλια δυο πράγματα. Η υποκειμενικοποίηση του αισθήματος δικαίου (του συνειδητά αποφασισμένου ανθρώπου να είναι κομμουνιστής όπως η ΟΛΓΑ είναι κομμουνίστρια), το έχει υποκειμενικοποιήσει και το έχει φτιάξει και κύτταρό της. Δεν έχει αντικειμενική ευθύνη επειδή της έχει ανατεθεί απλώς η αποστολή για να τον πάει πίσω. Εμποδίζει τον εαυτό της να τον ερωτευτεί, για να μην θεωρηθεί ότι υπολείπεται των καθηκόντων της και καταφέρνει τα αισθήματά της να τα κάνει «πολλαπλασιαστή ισχύος» των καθηκόντων της. Δεν θα σας πω τι συμβαίνει τη κρίσιμη στιγμή που πρέπει να τον πιάσουν, θα σας αφήσω να το δείτε. Δεν προσπαθούν να ηρωοποιήσουν στην ταινία την ΟΛΓΑ.

Σας καλώ να το δείτε με αντιστασιακή συνείδηση και επί του ονόματος. Θεωρώ δηλαδή μακάρια συγκυρία το γεγονός ότι παίζεται, Οκτώβρη του 2016, παραμονές της 28ης Οκτωβρίου και της αρχής του αντιφασιστικού αντιναζιστικού αγώνα που τέλειωσε, ευτυχώς για όλους μας με το σφυροδρέπανο στην κορυφή του Ράιχσταγκ.

Σας καλώ να την δείτε ως αντίπαλο, ουσιαστικό, πολιτισμικό, πολιτικό, ιδεολογικό, ηθικό και αισθητικό δέος, στην αποκατάσταση της βασίλισσας ΟΛΓΑ και του αγάλματος που στήθηκε στη Θεσσαλονίκη πριν από λίγες μέρες και τον εορτασμών για τα 100 χρόνια από το κυνηγητό της βασίλισσας Όλγας στην Ελλάδα της «Αριστεράς» των Σύριζα και των Ανέλ.