Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μια αφανής ηρωίδα της Αντίστασης

ΤΖΕΝΗ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΥ-ΣΚΟΥΡΤΗ

Μια αφανής ηρωίδα της Αντίστασης

Η Πολυξένη Αποστολοπούλου- Σκούρτη, αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης, γνωστή στην πόλη της Κορίνθου ως κ. tzeni1Τζένη, η μανταρίστρια , γεννήθηκε στα Φάρσαλα ν. Λάρισας στις 4 Απρίλη του 1927 και είναι το 6οπαιδί μιας πολυμελούς οικογένειας, που πριν κηρυχτεί ο πόλεμος του ’40 μπορούμε να πούμε ότι ευημερούσε. Ο πατέρας της διατηρούσε υποδηματοποιείο με 9 άτομα προσωπικό, ενώ η μητέρα της προερχόταν από οικογένεια κτηνοτρόφων της περιοχής.

Η συμμετοχή και η συνεισφορά τους στη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης του 1940-1944, στο Ε.Α.Μ.-ΕΛΛΑΣ-ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ είχε ως αποτέλεσμα αμέσως μετά την απελευθέρωση να μπουν στο στόχαστρο των Μάηδων και των Ταγματαλητών. Στις 2 Απρίλη του 1946, σε ηλικία 19 ετών η Τζένη που ήταν «λογοδοσμένη» με ένα παληκάρι, κατεβαίνει με τη μάνα και τις αδελφές της στη Λάρισα για ψώνια, αφού το Σάββατο που ερχότανε θα γίνονταν οι αρραβώνες της.

Δυο μέρες αργότερα , ανήμερα στα γενέθλιά της, 4 Απρίλη 1946 τα Τάγματα Ασφαλείας συλλαμβάνουν τον πατέρα της και τον κλείνουν φυλακή. Η μάνα της με τις τρεις αδερφές της τα μαζεύουν και καταφεύγουν στο Βόλο για να σωθούνε. Η Τζένη παίρνει το δρόμο για το βουνό. Εντάσσεται στο Δ.Σ.Ε., αρματώνεται, ιππεύει τ’ άλογό της και σαν άλλη αμαζόνα , ακολουθεί το λοχαγό Παπαδόγιαννη στις πλαγιές και τις βουνοκορφές των Τζουμέρκων. Έμπιστη και αφοσιωμένη ακολουθεί με γενναιότητα τις οδηγίες και τις διαταγές των ανωτέρων της και εκπληρώνει τα καθήκοντα του «σύνδεσμου» που έχει αναλάβει αποτελεσματικά, παλληκαρήσια και άφοβα.

Ώσπου ήρθε η αποφράδα μέρα της αεροπορικής επιδρομής του τακτικού στρατού στους Χουλιαράδες Ιωαννίνων, το καλοκαίρι του 1948, που τους αποδεκάτισε. Τραυματισμένη βαριά η Τζένη από τα μυδραλιοβόλα του στρατού, με πολλαπλά τραύματα και τρύπιο το κορμάκι της από τις σφαίρες μεταφέρεται κακήν κακώς στο υποτυπώδες χειρουργείο που διατηρούσαν οι αντάρτες στο μοναστήρι της Αγ. Παρασκευής, στους Μελισσουργούς της Άρτας και αφήνεται στα χέρια των γιατρών. Το πιο σοβαρό τραύμα που έφερε ήταν εκείνο από σφαίρα που ξεκινώντας ψηλά από το θώρακα, τρύπησε την κοιλιά, πέρασε ξυστά από το δεξί της πόδι, τρύπησε το αριστερό λίγο κάτω από το γόνατο και της σακάτεψε την κνήμη.

Αμέριστο το ενδιαφέρον και η προσπάθεια των γιατρών να περισώσουν ό,τι περισσότερο γινόταν από την πληγμένη ακεραιότητα του κοριτσιού. Με επικεφαλής τον Βολιώτη γυναικολόγο-χειρούργο γιατρό, ονόματι Σκύφτη, κατάφεραν να διαφυλάξουν το πόδι έως και το γόνατο. Η Τζένη αναφέρεται με ευγνωμοσύνη σήμερα στο ενδιαφέρον όλων τους και ιδιαίτερα του Χαρίλαου Φλωράκη, Καπετάν Γιώτη, τότε, που την επισκέφτηκε δύο φορές, εκεί στο Χειρουργείο και μίλησε με τους γιατρούς , πριν από την επέμβαση.

Στις αρχές του ’49 όταν το κυνήγι κεφαλών και ειδικά εκείνων των ανταρτών, πήρε τη μεγαλύτερη έκταση που μπορούσε να πάρει, αναγκάστηκαν οι σώοι αντάρτες κατά εκατοντάδες και χιλιάδες να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς, εγκαταλείποντας την πατρίδα και βρίσκοντας καταφύγιο στις γειτονικές, σοσιαλιστικές, τότε, χώρες, η Τζένη μαζί με όλους τους άλλους τραυματίες που δεν μπορούσαν να μετακινηθούν, παγιδεύτηκε μέσα σε ένα από τα 7 πρόχειρα καταφύγια της Πίνδου (κοντά στο Μέτσοβο).Εκεί τους είχανε μεταφέρει για ασφάλεια οι συναγωνιστές τους, μέσα από απάτητα δάση και βουνοπλαγιές γεμάτες έλατα και οξιές. Όπου , όπως η ίδια λέει, εκεί θα τους γινόταν και ο τάφος καθώς τριγύρω άγρια ζώα και θεριά καραδοκούσαν, εκτός από την πείνα, το χειρότερο απ’ όλα.

Για καλή τους τύχη ο νοσοκόμος, ένας για τα εκατό άτομα των επτά καταφυγίων, συλλήφθηκε σε μια από τις μετακινήσεις του, από φαντάρους τακτικούς και αφού βασανίστηκε υπερβολικά δεν άντεξε και μαρτύρησε τις θέσεις των καταφυγίων. Έτσι κατέφτασε ο στρατός, τους πήρε όλους και τους μετέφερε σηκωτούς στις φυλακές των Ιωαννίνων. Η Τζένη ευτυχώς στάθηκε πιο τυχερή. Την αναγνώρισε κάποιος γνωστός, συγγενής φίλης της από Καρδίτσα και αντί για τη φυλακή κατάφερε να την πάρει και να την πάει στο νοσοκομείο. Όταν συνήλθε λίγο την οδήγησαν στο στρατοδικείο. Εκεί ο στρατοδίκης πρότεινε ποινή δεκαετούς κάθειρξης, όμως, το σούσουρο που σηκώθηκε και η φωνή ενός αγνώστου που ακούστηκε πολύ δυνατά, από το βάθος της αίθουσας ότι: «πρόλαβαν άλλοι και την καταδίκασαν την κοπέλα», τα χάλια που είχε μετά από τόσες περιπέτειες η ίδια η Τζένη, επηρέασαν ευτυχώς την τελική κρίση τους κι έτσι απαλλάχτηκε επί τόπου.

Με ένα μόνο, γερό ποδάρι και χωρίς δραχμή στην τσέπη πήρε το δρόμο για τη Λάρισα. Πάλι για καλή της τύχη βρέθηκε ένας γνωστός λοχαγός που πρότεινε και την βάλανε κι αυτή μαζί με άλλους σε στρατιωτικό αεροπλάνο που θα έφευγε για τη Λάρισα κι έτσι μεταφέρθηκε έως εκεί. Από εκεί με το τρένο έφτασε στο Βόλο όπου επιτέλους συνάντησε τη μάνα και τις αδελφές της που την είχαν σχεδόν ξεγραμμένη. Δεν πίστευαν ότι θα την ξαναδούν ποτέ. Το ίδιο και το παλληκάρι που την ήθελε κι ετοιμαζόταν να την αρραβωνιαστεί, λίγο πριν από τα γεγονότα που σημάδεψαν την Ελλάδα και τη ζωή της. Μαθαίνοντας την επιστροφή της και παρά τη δοσμένη πλέον αναπηρία της, την πολιόρκησε ξανά προτείνοντάς της το γάμο. Αλλά η πρότασή του αυτή έπεσε στο κενό. Ήταν αδύνατο η ευαίσθητη, περήφανη και πανέξυπνη Τζένη να «καταδικάσει» τον άνθρωπό της, τον άνθρωπο που αγάπησε πιότερο από τον καθένα στη ζωή της να συμβιώσει μ’ ένα πλάσμα σημαδεμένο ανεπανόρθωτα από τη μοίρα. Προτίμησε να διατηρήσει σαν ιερή μνήμη αυτόν τον ανεκπλήρωτο έρωτα και να παραμείνει μαγκούφισσα και μόνη.

Αλλά να που μετά από μερικά χρόνια, σε ηλικία 33 ετών, τυχαία ή και σκόπιμα κάπου στην Αθήνα, στο σπίτι του ωρολογοποιού θείου της και ανήμερα στη γιορτή του, συναντά τον ωρολογοποιό Αντώνη Σκούρτη, που μαθήτευε τότε στο κατάστημά του. Μολονότι ψηλός ομορφάντρας με ωραίο μελαμψό πρόσωπο, μπιρμπιλωτό μάτι και βλέμμα καθάριο ήταν κι αυτός σημαδεμένος ανεπανόρθωτα από την μάστιγα της εποχής, την ασθένεια της πολιομυελίτιδας. Είχε χάσει κι αυτός το ένα του ποδάρι και είχε απομείνει ανάπηρος και μόνος. Με το που την είδε ο Αντώνης την έβαλε στη καρδιά του. Την κοίταξε βαθειά στα μάτια με ειλικρίνεια και θαυμασμό. Τι αιθέρια ύπαρξη ήταν ετούτη; Του φάνταξαν αμέσως τα κυματιστά, ολόξανθα μαλλιά της, το πανέξυπνο και γελαστό μουτράκι της, η χάρη και το νάζι που δεν περιορίστηκαν καθόλου, παρά την κατάφορη σε βάρος της αδικία. Ειδικά μετά την τοποθέτηση του ξένου μέλους στη θέση του δικού της ποδιού ξεγελιόταν πανεύκολα ο καθένας. Αμέσως κατάλαβαν πως ήσανε πλασμένοι ο ένας για τον άλλο κι έτσι αποφάσισαν να παντρευτούν. Αποκτήσανε ένα γιο, το Σπύρο, που εδώ και χρόνια μένει στη Ρόδο και της έχει χαρίσει στο μεταξύ τρία εγγόνια και ένα δισέγγονο.

tzeni2

Εργατική, φιλόπονη περήφανη , έντιμη, αξιαγάπητη και πάντα με το χαμόγελο στο στόμα , η Τζένη ζώντας από το 1960 στην Κόρινθο και βιοπαλεύοντας με πείσμα κέρδισε τις καρδιές όλων μας, ειδικά των γυναικών αφού για πάνω από τριάντα χρόνια μαντάριζε τις κάλτσες τους, κατέχοντας το μονοπώλιο αυτού του είδους της εργασίας. Για την προσφορά της στην αντίσταση και για την περήφανη στάση της στη ζωή ο Σύλλογος Γυναικών Κορίνθου, μέλος της ΟΓΕ με αφορμή την 8η Μάρτη, Παγκόσμια μέρα της Γυναίκας την τίμησε απονέμοντάς της αναμνηστικό δίπλωμα.

Μαργαρίτα Φρονιμάδη-Ματάτση