Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μπλόκο Κοκκινιάς – Διαμάντω Κουμπάκη, η ΕΛΑΣίτισσα της Κοκκινιάς

Α. Κοκκινιά,
εσύ κονάκι της κυνηγημένης πάντοτε Δημοκρατίας
οι πόρτες σου και οι στέγες σου
όλες γαζωμένες απ΄το ντουφεκίδι
στην κεφαλή σου πάντα μαύρο
το τσεμπέρι
και στη μέση σου το κόκκινο ζωνάρι
(Γιάννης Ρίτσος)

Ήταν χιλιάδες γυναίκες
Έκρυψαν τους κυνηγημένους αγωνιστές. Στέγασαν συνεδριάσεις του ΕΑΜ.
Μοίρασαν προκηρύξεις.
Έστειλαν ανταποκρίσεις στην Πειραιώτικη «Φωνή της Γυναίκας».
Κατέβηκαν στις διαδηλώσεις της Αθήνας. Έτρεξαν για τα συσσίτια,
Έκαναν απεργίες στα εργοστάσια.
Έκαναν σαμποτάζ στη δουλειά.

Ήταν χιλιάδες γυναίκες
Έφτιαξαν ομάδα σκοποβολής. Τρομοκρατούσαν τους Γερμανούς ρίχνοντας στον αέρα.
Φύλαξαν τη συνοικία τους με βάρδιες.
Πολέμησαν τους Γερμανούς. Τους εξευτέλισαν.

Ήταν χιλιάδες Κοκκινιώτισσες.
Μία εξ αυτών η Διαμάντω Κουμπάκη. Το πραγματικό της όνομα ήταν Μαντούλα.
Νεαρή στην ηλικία, ίσαμε 20 χρονώ.
Μέλος του ΚΚΕ, στέλεχος της ΕΠΟΝ και μαχήτρια του ΕΛΑΣ

Πιάστηκε με το όπλο στο χέρι στη Νεάπολη, να πολεμάει Γερμανούς και Γερμανοτσολιάδες.
Η πατριωτική της δράση ήταν ακουστή σε όλες τις συνοικίες του Πειραιά.
Δρούσε στα Ταμπούρια, στη Δραπετσώνα, Αμφιάλη και τελευταία στην Κοκκινιά.
Γύριζε στις γειτονιές με το όπλο στην πλάτη και το δίκοχο του ΕΛΑΣ.
Σε μια μάχη με τους Γερμανούς στα «Νερά» της Αμφιάλης τραυματίστηκε.
Δεν το έβαλε κάτω.

Στην Κοκκινιά ήρθε μετά τις 7 Μάρτη 1944 (Μάχη της Κοκκινιάς) με σκοπό να οργανώσει μια ομάδα ένοπλων νέων και με την ομάδα αυτή να βγουν στο βουνό, μόλις τους δινόταν η εντολή.

Ξεχώριζε για το θάρρος της, την ενεργητικότητά της και την πειθαρχία της.

Στις 17 Αυγούστου 1944, στην πιο ματωμένη μέρα για την ιστορία της Κοκκινιάς, στο μεγάλο Μπλόκο των Ναζί και των ντόπιων συνεργών τους, η Διαμάντω ως επικεφαλής της ομάδας της συλλήφθηκε μέσα σε ένα σπίτι στη συνοικία του 4ου Καραβά (Νεάπολη).

Όταν τα ζαγάρια του δοσίλογου Πλυντζανόπουλου και του Σγουρού την πιάσανε ζωντανή πανηγύριζαν.

Η ΕΛΑΣίτικη ομάδα της Διαμάντως κρυβόταν στην αρχή στην οδό Αγαμέμνονα.
Επισημάνθηκε και προχώρησε στην οδό Κοραή.
Στη συνέχεια μπήκε και κρύφτηκε στο σπίτι της Καίτης Μυράτ (Τροίας και Αθηνών).
Οι Γερμανοί βομβαρδίζουν με όλμους όλη την περιοχή.
Ένα βλήμα θα βρει τη Μυράτ και θα την κομματιάσει.
Οι άλλοι πιάνονται και μαζί τους και η Διαμάντω.
Με αλαλαγμούς χαράς τη φέρνουν στην πλατεία Οσίας Ξένης, εκεί που είναι γονατισμένοι χιλιάδες Κοκκινιώτες.

Στο δρόμο τη χτυπάνε με λύσσα.
Τη βρίζουν χυδαία. Της σκίσανε τα στήθια. Τα αίματα σκέπασαν το νεανικό της πρόσωπο.
Μένει όμως ατάραχη.
Έτσι, καθώς τη σέρνουν στη Μάντρα για εκτέλεση, γυρίζει και λέει στους ταγματασφαλίτες:

– Σαν κι εσάς έφαγα πολλούς προδότες

Ούτε παρακάλια ούτε κλάματα. Τη στιγμή που τη στήνουν στον τοίχο, ένα αμούστακο παιδί, ο Μαραθέφτης κλαίει. Η Διαμάντω τον αγκαλιάζει.

Μια ζωή χρωστάμε – του λέει – ας την πάρουν οι προδότες! Υπάρχουν χιλιάδες λεβέντες να τους εκδικηθούν!

Ο Μαραθέφτης έπεσε στο πλευρό της, λες και πήρε θάρρος!

Η Διαμάντω Κουμπάκη άφησε την τελευταία της πνοή στη Μάντρα της Οσίας Ξένης, πέφτοντας από τις ριπές των ναζιστικών πυροβόλων, στις 17 Αυγούστου 1944.

Αυτή ήταν η Διαμάντω, η ΕΛΑΣίτισσα της Κοκκινιάς.