Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο διάλογος της Αντιγόνης του Σοφοκλή με την Αντιγόνη του Μπρεχτ

Της Αναστασίας Αβραμίδου* //

Για τους μελετητές της λογοτεχνίας είναι κοινός τόπος η παραδοχή ότι τα κείμενα των συγγραφέων βρίσκονται σε μια διαρκή συγχρονική και διαχρονική σχέση επικοινωνίας[1], αφού τόσο ο συγγραφέας όσο και ο αναγνώστης, έχουν αναγνώσει έργα άλλων προγενέστερων ή σύγχρονων συγγραφέων.[2] Τα αναγνώσματα διαμορφώνουν τη φιλοκαλία και την κουλτούρα αναγνώστη και συγγραφέα. Κυρίως μέσω της ερμηνευτικής ελευθερίας των διακειμένων, επιτρέπουν τον «αλληλοφωτισμό» των κειμένων και τη δημιουργία ενός «μυστικού κώδικα επικοινωνίας»[3] μεταξύ τους, μεταξύ αναγνώστη-συγγραφέα, αλλά και μεταξύ αναγνωστών. Η διακειμενικότητα δεν περιορίζεται μόνο στη διαπλοκή των κειμένων, καθώς πλήθος κοινωνικοπολιτικοί παράγοντες επιδρούν πολλαπλά στο κείμενο. Αυτοί οι παράγοντες θα παίξουν πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της διακειμενικής σχέσης στα έργα με τα οποία θα ασχοληθούμε, την Αντιγόνη του Σοφοκλή και του Μπρεχτ.

Η μεταγραφή-διασκευή  ενός λογοτεχνικού έργου έχει αξία και δυναμική όταν μπορεί να παρέμβει στο ιστορικό παρόν του μεταγραφέα. Ό,τι έγραψε ο Γ. Βελουδής για το ιστορικό μυθιστόρημα, τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών, ισχύει και για τη δική μας περίπτωση: « Το ιστορικό μυθιστόρημα μπορεί τότε μόνο να διασωθεί, όταν ο συγγραφέας του χρησιμοποιεί ενσυνείδητα το ιστορικό παρελθόν ως μιαν ειρωνική μάσκα για την κριτική ανατροπή του ιστορικού παρόντος, όπως έκαναν λ.χ. ο Εμμ. Ροΐδης («Η Πάπισσα Ιωάννα», 1866) και ο Β. Brecht («Οι μπίζνες του κυρίου Ιουλίου-Καίσαρος», 1938/39)».[4] Άρα, αυτός που μεταγράφει για τη δική του εποχή θέλει να μιλήσει. Διαφορετικά δεν θα υπήρχε λόγος για την παραπανίσια εργασία.  Άλλωστε και οι αρχαίοι τραγικοί γνωστούς μύθους μεταγράφουν. Εισάγουν όμως στοιχεία και προβληματισμούς από τη σύγχρονή τους ζωή, έστω και υπαινικτικά. Σ΄ αυτούς το διακείμενο είναι ο ίδιος ο μύθος.

Η Αντιγόνη είναι η μοναδική αρχαία τραγωδία που ο Μπρεχτ χρησιμοποίησε ως διακείμενο. Για να κατανοήσουμε όμως αυτή του την επιλογή θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να σταθούμε στην εποχή που γράφτηκαν οι δύο Αντιγόνες και να κατανοήσουμε τα δημιουργήματα ως πολιτικές και ιδεολογικές παρεμβάσεις των δύο συγγραφέων στην σύγχρονή τους ιστορική πραγματικότητα. Πώς αλλιώς θα μπορούσαμε, ειδικά στο Σοφοκλή και τον Μπρεχτ που ασχολήθηκαν με τα πολιτικά πράγματα[5], να ερμηνεύσουμε τη συγγραφική-θεατρική- λογοτεχνική παραγωγή, αν όχι ως συνειδητή παρέμβαση στην εποχή τους με ιδεολογικές διαστάσεις και στόχους; Αν και προσωπικά πιστεύουμε ότι, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, ο κάθε δημιουργός συμμετέχει και παρεμβαίνει ιδεολογικά μέσω και του έργου του στην κοινωνικοπολιτική του πραγματικότητα.[6]

Όταν γράφεται η Αντιγόνη του Σοφοκλή η Αθήνα ζει τις πιο λαμπρές της στιγμές, με τα χρήματα και των συμμάχων στον Ιερό Βράχο χτίζονται λαμπρά οικοδομήματα. Η πόλη ελκύει ξένους και Έλληνες για οικονομικούς και άλλους λόγους. Τότε ξεκινάει και η σοφιστική κίνηση, το ρεύμα της σχετικοποίησης των πραγμάτων και κυρίως της παράδοσης. Το πρώτο στάσιμο του έργου δεν μπορεί παρά να ερμηνευτεί ως αντίδραση του Σοφοκλή-μέσω του Χορού- στην αμφισβήτηση της παράδοσης, αφού υμνεί μεν την ασυγκράτητη ορμή του ανθρώπου για πρόοδο, αλλά και το κύρος των παραδοσιακών αξιών.[7] Ενώ ο Πρωταγόρας τονίζει τη σημασία της πολιτικής,- μιας και, κατ’ αυτόν, το ανθρώπινο γένος το σώζει ο Δίας όχι με τη γνώση της τεχνικής, αλλά προσφέροντάς του «πολιτικές αρετές»- ο Σοφοκλής επιμένει ότι «πάνω απ’ όλα στέκει έσχατο κριτήριο για την αξία ή την απαξία ενός ανθρώπου ο απαράβατος νόμος της πατρικής γης (είναι οι καθεστώτες νόμοι του στ. 1113) και το δίκαιο που πηγάζει από τους θεούς[8].

Από τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη είχαν περάσει αρκετές δεκαετίες και το πολίτευμα της δημοκρατίας είχε εδραιωθεί για τα καλά στην Αθήνα την εποχή που γράφεται η Αντιγόνη. Η αθηναϊκή δημοκρατία συνέχιζε όμως να μεριμνά και να προλαμβάνει τυχόν τυραννικά κινήματα. Ο συχνός εξοστρακισμός πολύ σημαντικών πολιτικών και στρατιωτικών προσώπων οφείλεται και σ’ αυτόν τον φόβο της αθηναϊκής κοινωνίας. Ο ποιητής Σοφοκλής στοχεύει διπλά με το έργο που μας απασχολεί: δεν υπερασπίζεται μόνο τους πατροπαράδοτους νόμους, αλλά θυμίζει ότι ο κίνδυνος μιας τυραννίδας πάντοτε καιροφυλακτεί και καλό είναι να έχουν οι πολίτες το νου τους. Γράφει για το σημείο αυτό ο Bowra: «Μπορεί (ο Κρέοντας) να είναι ολοκληρωτικά δοσμένος στην τάξη, η τάξη που αυτός όμως απαιτεί, απέχει λίγο από τη δουλεία. Η αληθινή του ιδιοσυγκρασία εξωτερικεύεται, όταν λέει για την Αντιγόνη:

«δεν μπορεί νά χει φουσκωμένο το μυαλό του όποιος άλλων σκλάβος είναι» (στ. 477-9)

Η λέξη «σκλάβος» ακούγεται άσχημα, όταν προέρχεται από στενό συγγενή για κάποιαν, που ο πατέρας της ήταν μόλις προ ολίγου βασιλιάς και θα ξυπνούσε ανήσυχα συναισθήματα στους Αθηναίους. Θα τους υπενθύμιζε ότι οι τύραννοι έβλεπαν τους υπηκόους τους σαν σκλάβους…»   συνεχίζει ο Bowra[9].

Όταν ο Μπρεχτ γράφει τη δική του Αντιγόνη, το 1947, ο γερμανικός λαός, αλλά και ολόκληρη η Ευρώπη, έχουν πολύ νωπές ακόμη τις τραγικές συνέπειες των φασιστικών θηριωδιών, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης,   τη φρίκη του φασισμού.

Ο Μπρεχτ χρησιμοποιεί στα έργα του πάρα πολύ συχνά ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα τα οποία σχεδόν πάντοτε ανασημασιοδοτούνται. Ειδικά για την Αντιγόνη σημειώνει: «δεν ενδιέφερε καθόλου το να ‘’αναβιώσει το πνεύμα της αρχαιότητας’’ με το έργο για το έργο, δεν ενδιέφερε καθόλου να εξυπηρετηθούν φιλολογικά ενδιαφέροντα. Ακόμη και αν αισθανόμασταν υποχρεωμένοι να κάνουμε κάτι για ένα έργο σαν την Αντιγόνη, μπορούσαμε να κάνουμε αυτό το κάτι μόνο αν βάζαμε το έργο να κάνει κάτι για μας»[10].

Από το πρωτότυπο έργο ο Μπρεχτ κρατά μόνο αυτά τα πρόσωπα που εξυπηρετούν τις ανάγκες του δικού του έργου: η Ευρυδίκη για παράδειγμα απουσιάζει εντελώς. Αντίθετα στην εισαγωγή του έργου του εισάγει δύο νέα πρόσωπα, δύο αδελφές εργάτριες, που δρουν στο τέλος του Β’ Π.Π. στη ναζιστική Γερμανία. Αυτές γίνονται μάρτυρες της μακάβριας εκτέλεσης του λιποτάκτη αδελφού τους από έναν άνδρα των Ες Ες. Λέει η Πρώτη:

Πρώτη: Είναι εκεί έξω, κρεμασμένος στο τσιγγέλι του χασάπη»

Δεύτερη: Τον κρέμασαν! Αυτός ήταν που μας φώναζε! …

Ένα μαχαίρι δωσ’ μου, ένα μαχαίρι, να κόψω το

σκοινί!…Θα τον ξαπλώσω εδώ, να τον ζεστάνω, να του

ξαναδώσω ζωή!…

Πρώτη: Άσε το μαχαίρι. Ό,τι κι αν κάνεις ο αδελφός μας

δεν θα ξαναζωντανέψει. Κι αν μας δουν κοντά του, η

ίδια μοίρα περιμένει κι εμάς!

Δεύτερη: Μη με βαστάς! Όταν τον κρέμαγαν, τι κάναμε

για να τον σώσουμε;[11]

 Με την εισαγωγή αυτή ο Μπρεχτ ορίζει  το ιστορικό πλαίσιο του έργου του. Η μεταγραφή του μύθου θα προσαρμοστεί στις τραγικές ιστορικές συνθήκες της Γερμανίας των Ναζί. Δε χωράει καμία αμφιβολία η υπόδειξη της ανάγνωσης.[12] Άλλωστε και ο φύλακας προσφωνεί τον Κρέοντα mein Führer και όχι mein König=Άνακτα.

Ο μύθος- ιστορία υφίσταται αλλαγές για να προσαρμοστεί στις σύγχρονες του Μπρεχτ περιστάσεις. Ο Κρέοντας κήρυξε πόλεμο στο Άργος επειδή αυτό διαθέτει μεταλλεία σιδήρου. Ο Πολυνείκης που μάχεται στο Άργος βλέποντας τον αδελφό του Ετεοκλή να ποδοπατείται από τα άλογα και να βρίσκει φρικτό θάνατο λιποτακτεί. Φτάνει στη Θήβα

…Μα ο τύραννος- που μένει ο ίδιος στο παλάτι του,

στέλνοντας το λαό στη μάχη με το καμουτσίκι-

τον αρπάζει ευθύς και κομματιάζει το κορμί του.[13]

Το κομματιασμένο σώμα του θα το φάνε τα κοράκια. Από δω και πέρα η ιστορία παραμένει πάνω κάτω η ίδια.

Στο άρθρο που έγραψε ο Μπρεχτ για την Αντιγόνη του, ξεκαθαρίζει ότι σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζει την Αντιγόνη με τους Γερμανούς αντιστασιακούς, αυτούς που διώχθηκαν από τους Ναζί, δολοφονήθηκαν, γέμισαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, και πρώτοι ανάμεσά τους οι συνδικαλιστές των εργατικών σωματείων και οι κομμουνιστές. (Άλλωστε  η Αντιγόνη, ως βασιλοκόρη, δε θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τον μαρξιστή Μπρεχτ ως τέτοιο σύμβολο).Γι’ αυτούς τους αγωνιστές, συνεχίζει ο Μπρεχτ, «το δικό τους ποίημα δε στάθηκε δυνατό να γραφτεί ακόμα, κι αυτό είναι ακόμα πιο λυπηρό, καθώς σήμερα γίνονται τόσο λίγα για να διατηρηθούν στην ανάμνηση και τόσα πολλά για να πέσουν στη λήθη»[14]. Στη συζήτηση που αναπτύχθηκε στη Γερμανία, αμέσως μετά τον πόλεμο, παίρνει μέρος και τοποθετείται με σαφήνεια και με την  Αντιγόνη του. Η κριτική που γίνεται από την πλευρά του, όπως σημειώθηκε και παραπάνω,   συμβάλλει στο ερώτημα που επικράτησε έντονα στη μεταπολεμική Γερμανία: «πώς αφήσαμε να γίνει  κάτι τέτοιο, πώς ως λαός επιτρέψαμε να γίνουν όλα αυτά;»[15]. Η Αντιγόνη του το λέει ρητά και το επαναλαμβάνει και ο Χορός, ότι ο γερμανικός λαός δεν αντέδρασε έγκαιρα και ανέχτηκε, ο καθένας για τους λόγους του, την άνοδο και την εξουσία ενός τυράννου, όσο αυτός δεν έθιγε ακόμη προσωπικά συμφέροντα. Με τον τρόπο αυτό ο Μπρεχτ διεισδύει και αναδεικνύει την ψυχολογία των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων της προπολεμικής Γερμανίας που είτε στήριξαν είτε ανέχτηκαν το ναζιστικό καθεστώς:

Αντιγόνη: …το σπίτι μας π’ αφήσαμε να καίγεται,

 ο τόπος όπου σκύψαμε με υποταγή[16]

και ο Χορός που είναι πιο αναλυτικός και ξεκάθαρος όταν αναφέρεται στη μέχρι τώρα στάση της Αντιγόνης:

Χορός:   … Αυτή ζούσε στον ίσκιο τους, καθόταν ήσυχη,

δίχως μιλιά- ως τη μέρα που ξανάρθε ο φόνος

πίσω στον τόπο, απ’ όπου είχε κινήσει.

Είδε τους δικούς της ν΄ αλαλιάζουν,

είδε τα ματοβαμμένα χέρια του θανάτου,

είδε τους δικούς της να τη σέρνουν.

Τότε μονάχα ανασηκώθηκε, τρέμοντας με οργή

κι ολόψυχα ταγμένη στο Καλό.

Τότε μονάχα ξύπνησε απ΄ το κρύο του σκληρού χειμώνα

μα προτού ξεσπάσει το στερνό το κρίμα,

η κόρη του Οιδίποδα δεν είχε σηκώσει

το πανάρχαιο πέπλο της μιζέριας, που σκέπαζε τα μάτια της,

για ν’ αντικρίσει θαρρετά τη συμφορά…[17]

Η ανοχή όμως του Χορού ερμηνεύεται και με τρόπο που εμβαθύνει και στην ουσία του ερωτήματος: Γιατί γίνονται πόλεμοι; Ποια είναι η βασική αιτία που οδηγεί στο να χυθεί τόσο αίμα αθώων; Ο Κρέοντας το λέει έξω από τα δόντια και κατηγορεί το Χορό ξεκάθαρα για την τωρινή του στάση. Συγχρόνως όμως ο Μπρεχτ κάνει σαφές ότι κοινός εχθρός της αστικής τάξης-Χορού είναι ο λαός. Ότι τα φασιστικά καθεστώτα εγκαθιδρύονται για να υποταχθεί πρώτα απ’ όλα ο λαός, όπως και έγινε στη ναζιστική Γερμανία,  και  κατά δεύτερον για να μπορέσει η εκάστοτε άρχουσα τάξη να αποκτήσει το «ζωτικό χώρο» που της είναι αναγκαίος για την ακόμη μεγαλύτερη ισχυροποίησή της. Όταν ξεσπάει επιτέλους η σύγκρουση Χορού-Κρέοντα λέει ο Χορός:

Χορός:… Γιε του Μενοικέα, πάντα σε υπακούαμε,

πάντα την τάξη σεβαστήκαμε. Μας γλίτωσες

από τους ντόπιους εχθρούς, αυτόν τον όχλο,

που πάντα του βαρυγκομάει και βρίζει,

είτε γιατί πληρώθηκε γι’ αυτό, είτε γιατί λεφτά δεν πήρε….

 Κρέοντας: Σαν κίνησα για το Άργος, το πρόσταγμα ήταν ένα

τα μεταλλεία σιδήρου να κερδίσουμε, χτυπώντας με το σίδερο.

…………………………………………………………………

Γιατί είναι το Άργος πλούσια χώρα, σ’ όλες τις πρώτες ύλες. [18]

 Και παρακάτω που ξεσπάει εναντίον της τωρινής στάσης του Χορού, που πριν τον στήριζε:

Αχάριστοι! Καταβροχθίζετε το κρέας,

μα του χασάπη η αιματηρή ποδιά

σας φέρνει αηδία!

Κλείνοντας, νομίζω πως όλοι μας θα συμφωνούσαμε ότι στις μέρες μας, όπου όλοι παρακολουθούμε ανήσυχα τους τρόπους και τις μεθόδους που επαναχρησιμοποιεί ο φασισμός προσπαθώντας  να σηκώσει ξανά κεφάλι, το έργο του Μπρεχτ είναι πολύ επίκαιρο. Ο σπουδαίος αυτός θεατρικός συγγραφέας, όπως άλλωστε σε όλα τα σημαντικά  θεατρικά έργα του, εκθέτει τις ανθρώπινες καταστάσεις και τα ανθρώπινα προβλήματα – δεν επιβάλλει, ούτε καν υποβάλλει, τη λύση τους. Στη λύση τους καλεί τους ίδιους τους θεατές και αναγνώστες του. Ως γνήσιος μαρξιστής ξέρει ότι τα κοινωνικά προβλήματα δεν μπορούν παρά να λυθούν έξω από την τέχνη και τη θεωρία: Στην ίδια την κοινωνική πράξη.[19]

 

 

[1] Α. Ζερβού, «Παιδική λογοτεχνία και διακειμενικότητα», στο Επιθεώρηση παιδικής λογοτεχνίας, τεύχος 8, Αθήνα 1993/α, σ. 18. Το άρθρο αυτό περιλαμβάνεται και στο έργο της Αλ. Ζερβού , Στη χώρα των θαυμάτων. Το παιδικό βιβλίο ως σημείο συνάντησης παιδιών – ενηλίκων, εκδόσεις  Πατάκη, Αθήνα 2004, σ. 165-170.

[2] J .Still και Μ. Worton, «Intertextuality, Theories and Practices»,  Manchester University Press, 1990, σ. 1-44, στο Άλως, τεύχος 3-4, Αθήνα, σ. 21-68.

[3] Α. Ζερβού, ό.π., σ.19.

[4] Γ. Βελουδής, Η επιστροφή του ιστορικού μυθιστορήματος, Ελευθεροτυπία 10.01.2009

[5] Βλ. A.  Lesky, Η τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 1987, σελ. 288-291

[6]  Ίσως το έργο του Σοφοκλή να μην έχει τόσες αναφορές στην πολιτική πραγματικότητα της πόλης του όπως στον Αισχύλο και τον Ευριπίδη, δεν παύει όμως να έχει. Και μάλιστα η Αντιγόνη του.

[7] A.  Lesky, ό.π.,  σελ. 342

[8] A.  Lesky, ό.π.,  σελ. 344

[9] C.M.Bowra, Οι τραγωδίες του Σοφοκλή, Αντιγόνη- Οιδίπους τύραννος, εκδ. Κώδικας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, σελ. 23

[10] Μπ. Μπρεχτ, Η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή,  Ο Μπρεχτ ερμηνεύει Μπρεχτ, Αθήνα 1977, Νέα Σύνορα, σελ. 259

[11] Μπ. Μπρεχτ, Αντιγόνη, μετάφραση Αλ. Σολομός, εκδ. «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννενα 1995, σελ. 17.

[12] Βλ. Γ. Γκότσης, Η Αντιγόνη του Σοφοκλή ως διακείμενο της Αντιγόνης του Ανούιγ, της Αντιγόνης του Μ. Μπρεχτ και της Αντιγόνης ή Νοσταλγίας της Τραγωδίας της Μ. Λαμπαδαρίδου- Πόθου, στο Από το αττικό δράμα στο σύγχρονο θέατρο, εκδ. Αιγόκερως, Αθήνα 2008.

[13] Μπ. Μπρεχτ, ό.π., σελ. 20.

[14] Μπ. Μπρεχτ, Η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή,  Ο Μπρεχτ ερμηνεύει Μπρεχτ, Αθήνα 1977, Νέα Σύνορα, σελ. 259

[15] Γ. Λαδογιάννη, Μπ. Μπρεχτ, Η Αντιγόνη, Επική μεταγραφή της σοφόκλειας τραγωδίας, Επιστημονικό συνέδριο του ΚΚΕ, εκδόσεις Συγχρονη Εποχή, Αθήνα 2014, σελ. 293.

[16] Μπ. Μπρεχτ, Αντιγόνη, μετ. Αλ. Σολομός, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννενα 1995, σελ. 45.

[17] Ό.π., σελ. 71-72.

[18] Ό.π., σελ. 79-80.

[19] Γ. Βελουδής, Μπ. Μπρεχτ, H πρόσληψη του έργου του στην Ελλάδα, Εφημερίδα Το Βήμα, 13. 08.2006 .

 

* Μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ενωσης Φιλολόγων