Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

 Ο Παλαμάς και η επικαιρότητα στην Τέχνη

Της Ελλης Αλεξίου //

Πολλές συζητήσεις γίνανε στα περασμένα, όταν ζούσε ακόμα ο Παλαμάς, κι εξακολουθούν να γίνονται για το ποιες είναι οι άξιες πηγές έμπνευσης των συγγραφέων: από πού αντλώντας έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες  ευτυχίας. Από τα παλιά και ξεπερασμένα ή από τα σύγχρονα και τα φλέγοντα; Γιατί υπάρχουν μερικοί που υποστηρίζουν πως μια έμπνευση, για να τη ρίξεις στο χαρτί πρέπει να περιμένεις να χάσει την ομοιότητά της, και να μεταβληθεί σε υποβλητική ανάμνηση. Νομνίζουμε πως θα βοηθούσε σε μια βασισμένη απάντηση η εξέταση των πηγών έμπνευση των πιο αξιόλογων δόκιμων συγγραφέων μας. Του πιο μεγάλου, Παλαμά λόγου χάρη.

Ο Παλαμάς υπήρξε ένα από τα σπάνια παραδείγματα που, παίρνοντας δεκαεξάχρονος το μονοπάτι της τέχνης, είχε ξεκαθαρίσει μέσα του πώς η τέχνη είναι φαιν΄΄ομενο κοινωνικό. Πως ο ποιηής είναι κοινωνικός  λειτουργός, προωθητής του λαού στα ωραία και τα υψηλά. Όταν πρωτοεμφανίστηκε, καθαρευουσιάνος,  ακόμα, στον πρόλογο του τόμου «Τα μάτια της ψυχής μου», έβαζε κιόλας καθήκοντα στον ποιητή. Δεν τον έβλεπε σαν αηδόνι ξεκομμένο από το δάσος. «…ο ποιητής, έλεγε ο Παλαμάς, μοιραίως, χωρίς να το συλλογίζεται, εκλήθη για να χορτάσει του ανθρώπου την δίψαν…

Ο ποιητής δεν ακολουθεί, προηγείται, δίδει το σύνθημα, είναι η φλοξ που ανάπτει τα ξηρά ξύλα». Αυτά τα είπε το 1890. Μα θα τα επαναλάβει ξανά και ξανά, άλλοτε σαν απόψεις του κι άλλοτε έμπραχτα, με ο έργο του. «Οι πατρίδες », δώδεκα υπέροχα σονέτα, που εκδόθηκαν τα Χριστούγεννα του 1895, είναι ξεχείλισμα φιλοπατρίας. Παρόμοια συναισθήματα θα τον δονήσουν και στους «Βωμούς»… τριπλή διάθεση φαίνεται ως δούλεψε για τον ερχομό των ποιημάτων αυτών, μας εξομολογείται ο ίδιος. Πρώτα μια διάθεση ερισσότερο επική, ύστερα μια διάθεση καθαρότερα λυρική, κι ύστερα πάλι μια διάθεση μαζί επική και λυρική για να ταιριάσει τη συγκίνηση του υποκειμένου προς το τρομαχτικά πράγματα των τωρινών καιρών, που συμπλέκονε σε πόλεμο μικρούς και μεγάλους, έθνη και φύλα, πατρίδες και πολιτείες, ή που κρατούν από πάνω τους το ατίναχτο αστροπελέκι του κινδύνου και του ολέθρου…».

Και είναι το δέσιμο του Παλαμά με τα σύγχρονα γεγονότα τόσο ισχυρό, που φτάνει στο σημείο να διερωτάται, αν αρκεί να συντρέχει ο ποιητής με μόνο το έργο του τα υψηλά ιδανικά, ή αν πρέπει να γίνεται κι ο ίδιος μαχητής με το όπλο στο χέρι. Κι αφού εξετάσει τις αντίθετες απόψεις καταλήγει πως κι ένα άξιο ποιητικό έργο παροτρύνει και βοηθάει. «…Πόσο υπέροχη, πόσο σπουδαιότερη είναι αγνάντια στην τέχνη και στην ποίηση η τέχνη και η ποίηση που γίνονται όργανα για να σαρκωθεί ένα ευεργετικό της κοινωνίας ιδανικό… και μάλιστα όταν υψωθεί ίσα με την καταφρόνεση του θανάτου» και καταλήγει: «πιστεύω πως και μόνο με το τραγούδι του ένας ποιητής και στα κρίσιμες στιγμές που αποφασίζεται γύρω του η τύχη μιας πατρίδας, ενός κόσμου, κι όταν δεν μπορεί να αφιερώσει και τα χέρια του στη δούλεψή τους, άξια κι αποτελεσματικά την υπηρετεί. Ο Σολωμός που τραγουδούσε, όταν οι άλλοι πολεμούσαν, και μας έδωσε τον ύμνο της ελευθερίας, κι ο Μαβίλης που μας έπαψε το τραγούδι του, για να μας δώσει τη ζωή του πολεμώντας, δεν εξισώνονται τάχα στο κριτήριο της ιστορίας για την ίδια ηθική τους βαρύτητα;».

Το μεγάλο ποσοστό της δημιουργίας του Παλαμά είναι ένα σάλπισμα μέσα στο οποίο διαφαίνονται οι γύρω απηχήσεις. Προ του 1890 είναι ακόμα νέος με μικρή πείρα ζωής, και στην Ελλάδα δεν έχουν ξεσπάσει μεγάλες καταιγίδες. Τα ποιητικά του οράματα είναι τα κλειστά γεννήματα της φαντασίας, πολλά με ιστορικές της αφετηρίες. Από το 1890 κι ως τον αιώνα μας βλέπουν το φως το καθαυτό λυρικα΄ποιητικά του δημιουργήματα. Όσοι αγάπησαν τον Παλαμά, τον υποκειμενικό και πένθιμο τόνο, προτιμούν τα παλαμικά ποιήματα αυτής της περιόδου. Εκεί περιλαμβάνονται «Ο τάφος», οι «Ίαμβοι κι ανάπαιστοι», «Η φοινικιά». Μα από την εθνική συμφορά του 1897 και μετά την έκδοση της «Ασάλευτης ζωής», ο Παλαμάς σχεδόν εγκαταλείπει τον παθητικό λυρικό τόνο, γίνεται πολεμικός, μαχητικός, ασυγκράτητος. Στο επόμενο διάστημα γράφονται και εκδίδονται η «Η τριλογία του θυμού, ο «Γκρεμστής», ο «Δωδεκάλογος», τα «Σατιρικά γυμνάσματα».

Η εθνική κατάντια είναι μόνιμος καημός του. Δεν αναγνωρίζεται πια ο λεπτεπίλεπτος Παλαμάς:

Ζαγάρια και τσακάλια και κοκόροι,
σηκωτοί κάθε τόσο στο ποδάρι,
μόρτηδες, λούστροι, αργοί, λιμοκοντόροι.

Στον αφέντη χαρά που τούς λανσάρει!
Και ποια είναι τα σωστά, ποια τα μεγάλα;
που την ορμή τούς δίνουν και τη χάρη;

Προδότες οι Τρικούπηδες. Κρεμάλα!
Κι οι Ψυχάρηδες; Γιούχα! Πλερωμένοι.
Να η Ελλάδα! Αρσακιώτισσα δασκάλα,

με λογιότατους παραγιομισμένη.

Κι έτσι θα συνεχίσει. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι, θα του δώσουν πολλές αφορμές καθώς και η Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Παλαμάς από το ίδιο το έργο του μπορεί να ονομαστεί ένας στρατευμένος. Ενας ποιητής σφιχτά δεμένος με τη ζωή. Τα γεγονότα, που κάθε φορά τραυμάτιζαν την εθνική ψυχή, βαρύτερα, λες τραυμάτιζαν τον ίδιο. Με τόσο βαθύ πόνο θα γείρει στο «τραγούδι των προσφύγων» πάνω από το τραγικό δράμα του ξεριζωμού του ελληνισμού της Ασίας, το 192 κι όταν η ειρήνη γίνει πανεθνική ανάγκη, θα την επικαλεσθεί:

Ειρήνη, εσύ ω πασίχαρη και ω πλουτοδότρα Ειρήνη,

ο ξάστερος εσύ ουρανός και η ξεδιψάστρα η κρήνη,

τον όλβο τον καλείς εσύ, την τύχη εσύ την κάνεις,

καλότυχος θνητός ή λαός που θα τον ξανασάνεις.

Στα πόδια σου άνεργη σπαράζει από τα καταχθόνια

και η καταλύτρα των εθνών η φάγοσσα η Διχόνοια

Ευλογημένοι όσοι για σε δουλεύουν και «σαρκώσου»

κράζουν με χέρια ικετικά

Ο Παλαμάς  έλεγε: «η ποίηση μας θ’ αποδώσει τα πολυτιμότερα λουλούδια της αν ακολουθήσει την παραγγελία του Βαλαωρίτη, αν ακουμπίσει στην ιστορία την εθνική». Κι αλλού: «τα έργα τόσο είναι ζωντανότερα και ωραιότερα, και τόσο πιο δική τους έχουν την αιωνιότητα, όσο περισσότερο, ή σιγά μας ψυθιρίζουν, ή μας σαλπίζουν και τα καθήκοντα, σαν αγάπες».

Ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία της ποίησης του Παλαμά, που συντέλεσαν να του χαρίσουν την αιωνιότητα, είναι που πάλλονται στον παλμό του έθνους. Στις κρίσιμες στιγμές της ιστορίας μας, ο παλαμικός λόγος, άλλοτε σαν ψίθυρος κι άλλοτε σαν σάλπισμα, σατίριζε ή χτυπούσε, συνόδευε ή συνδαύλιζε, μα πάντα ζούσε τα σύγχρονα γεγονότα και τα λαϊκά ξεσπάσματα.

 

Χειρόγραφο σημείωμα της Έλλης Αλεξίου για ραδιοφωνική εκπομπή αφιερωμένη στον Κωστή Παλαμά (11/41959) στον ελληνικό σταθμό του Βουκουρεστίου.