Πορφυρογέννητος, -η, -ο (Ερμηνεία, ετυμολογία)

πορφυρογέννητος, -η, -ο < μεσαιωνική ελληνική πορφυρογέννητος < αρχαία ελληνική πορφύρα + γεννάω / γεννῶ. Αυτοκρατορικό προσωνύμιο που δηλώνει αυτόν που γεννήθηκε, όταν ο πατέρας του ήταν ήδη αυτοκράτορας, δηλαδή στην Πορφύρα, το πορφυρά διακοσμημένο δωμάτιο του παλατιού, όπου έρχονταν στο κόσμο τα παιδιά των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Επίθετο (ιστορία) (βυζαντινή περίοδος) τίτλος βασιλόπαιδος που γεννήθηκε … Συνεχίστε να διαβάζετε το Πορφυρογέννητος, -η, -ο (Ερμηνεία, ετυμολογία).