Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Προσκύνημα στη Μακρόνησο

Φιλοξενούμενη η Γεωργία Λαγού //

12/5 Η Ελλάδα έχει για μια ακόμη φορά «επέτειο».
Σαν σήμερα το 1947 εγκαινιάστηκε επισήμως η Μακρόνησος.

Η φρίκη της Μακρόνησος δε χωράει σε βιβλία. Διαβάζεται μόνο μέσα στα μάτια των τρελών της.

Ψάχνοντας έναν ενδιαφέροντα τρόπο να αρχίσω αυτό εδώ το αφιέρωμα, η πρώτη αναζήτηση στην οποία  επιδόθηκα ήταν -κλασσικά- «Μακρόνησος – Βικιπαίδεια». Διαβάζοντας τα στοιχεία του λήμματος έμαθα πράγματα και ιστορίες που και εγώ η ίδια, που ακούω από τις πρώτες μέρες της ζωής μου για την Μακρόνησο στα νανουρίσματα του πατέρα μου, αγνοούσα. Ο τόπος αυτός δεν γνώρισε ποτέ το φως του ανθρώπου. Αποτέλεσε κολαστήριο απ’ όταν πρωτοπάτησε εκεί το πόδι της η Ωραία Ελένη είτε κατά την απαγωγή της από τον Πάρι, είτε κατά την επιστροφή της με τον Μενέλαο. Για αυτό και στην αρχαιότητα το νησί έφερε το όνομά της.

Γκρίζο, μαβί και άσπρο νεκρικό. Ένας ζωγράφος δε θα είχε να πει τίποτα. Θα τραβούσε μια τρομαγμένη πινελιά και θα ‘φευγε..

Το όνομα με το οποίο την γνωρίζουμε σήμερα το χρωστά στο επιμηκές σχήμα της (13 χλμ από τον Βορρά ως το Νότο και πλάτος 500 μέτρα). Τον 12ο αιώνα, ενόψει του διατάγματος του Ιωάννη Β’ Κομνηνού να κοπούν οι δαπάνες και τα κονδύλια για το Ναυτικό, το νησί αποτέλεσε ορμητήριο των Πειρατών για τις λεηλασίες που πραγματοποιούσαν στα παράλια της Αττικής αρπάζοντας υλικά αγαθά, ζώα, ανθρώπους που τους χρησιμοποιούσαν ως σκλάβους, βιάζοντας, βασανίζοντας, σκοτώνοντας.

Τη μέρα τα μεγάλα έργα φαίνονται πολύ μικρά, μα τα μικρά φαντάζουν μεγαλύτερα αν τα μυαλά που τα γεννούν είναι χαλασμένα.

Βαλκανικοί Πόλεμοι και το νησί αποκτά για μία ακόμη φορά βίαιη χροιά. Εκεί στιβάχτηκε μεγάλος αριθμός Τούρκων αιχμαλώτων μέχρι την υπογραφή ειρήνης με την Τουρκία και τη μεταφορά τους σε αυτή.

Όταν θα τελειώσουν για πάντα την σταδιοδρομία τους οι θεοί κι αρχίσουν να θεοποιούνται οι άνθρωποι, οι πρώτοι που θα πρέπει να θεοποιηθούν είναι οι μάρτυρες. Και τότε θα χρειαστεί να στηθεί σε αυτό το νησί ένα πελώριο άγαλμα.

Την περίοδο 1922-1923 λειτούργησε ως λοιμοκαθαρτήριο προσφύγων, Ποντίων κατά κύριο λόγο. Ο μεγάλος αριθμός των οποίων σε συνδυασμό και με τις απάνθρωπες συνθήκες «διαβίωσης» είχε ως αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς να αφήσουν εκεί την τελευταία τους πνοή. Χαρακτηριστική είναι η φράση «αυτοί φάγανε 40 χιλιάδες πρόσφυγες στην Μακρόνησο, στην Καραντίνα» που συναντάμε στο κεντρικό άρθρο του Ριζοσπάστη «Προς τις εργαζόμενες προσφυγικές μάζες» στις     8-12-1923.

Κι ένα πελώριο «Ευχαριστώ» στο άμορφο, άυλο και παντοδύναμο όν που έσωσε τα ανθρώπινα μυαλά, την περίοδο της Μεγάλης Φρίκης… Αυτή που σκόρπισε στον κόσμο η μορφή του φασισμού.

Περνά μια δεκαετία και κάτι και η ανθρωπότητα βρίσκεται μπροστά στην πιο μεγάλη της φρίκη. Στις περισσότερες χώρες ξεσπά το ζοφερό κύμα του φασισμού, κατάληξη  της μεγάλης οικονομικής κρίσης του ’29. Από την μικρή Ελλάδα και τη Μεταξική Δικτατορία, έως την Ιταλία του Μουσολίνι και –το απόγειο της δυσωδίας- τη Χιτλερική Γερμανία. Εξαπολύεται το πιο θρασύ κυνηγητό που γνώρισε η Ιστορία, ενάντια σε κάθε τι που δεν ήταν άριο. Κυνηγητό των πάντων. Των αθίγγανων, των ατόμων με ειδικές ανάγκες, των ομοφυλόφιλων, των Εβραίων αλλά κυρίως, των κομμουνιστών-αριστερών. Οι «προδότες», τα «αναρχοκομμούνια», οι «πράκτορες» ήταν αυτοί που έτρεμε περισσότερο από όλους κάθε αστική τάξη, κάθε χώρας, κάθε φασιστικό επιτελείο αυτής της χώρας, απ’ τον ίδιο τον Χίτλερ ως τον πιο μικρό δοσίλογο που στήριζε την ύπαρξή του στην προδοσία και στην αφοσίωσή του στον κατακτητή. Έτσι ο φασισμός ήρθε να πάρει τα δικά σου όμορφα πράγματα για να τα κάνει ταπείνωση και να ταίζει την σκοτεινιά του ενώ παράλληλα εξυπηρετεί και τα συμφέροντα των εκτροφέων του.

Όταν ο Β’ΠΠ χτύπησε την πόρτα της Ελλάδας, πέρα απ’ τα γνωστά «όχι» του Μεταξά, για τα οποία κόπτονται ΝΔ και ΧΑ στη Βουλή ποια θα τον έχει στο ιστορικό της, είχαμε και την παράδοση όλων των φυλακισμένων από την δικτατορία της 4ης Αυγούστου κομμουνιστών στα ναζιστικά στρατεύματα. Την κατοχή ακολούθησε το μεγαλύτερο έπος που έγραψε ποτέ ο λαός της Ελλάδας, την ΕΑΜική αντίσταση. Ωστόσο, μετά την τελική ήττα του φιδιού τον Μάη του ’45 από το πρώτο κράτος των εργατών, συναντάμε μια αδιατάραχτη εδραίωση των φασιστικών πρακτικών στην Ελλάδα. Το «κράτος» των τραμπούκων συνεχίζει να δρα ανενόχλητο και έτσι μπαίνουμε στην πιο σημαντική σελίδα της νεότερης ελληνικής ιστορίας, τον εμφύλιο πόλεμο 46-49.

Στη Μακρόνησο το παν ήταν να μπορέσεις να κάνεις αυτή την περίεργη γεωμετρική εξίσωση: Να κρατήσεις σε απόλυτα κάθετη στάση την ψυχή σου ακόμη και αν το κορμί σου βρίσκεται οριζόντια.

Στα πλαίσια του εμφυλίου και δια την πάταξιν των κομμουνιστοσυμμοριτών ιδρύεται το 1947 ο Οργανισμός Αναμορφωτηρίων Μακρονήσου (ΟΑΜ), ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης δηλαδή και εξορίας χιλιάδων πολιτών που οι Αρχές θεωρούσαν ύποπτα στοιχεία που χρήζουν πολιτικής-κοινωνικής αναμόρφωσης. Η λειτουργία του στρατοπέδου αποτέλεσε πρωτοβουλία του Γενικού Επιτελείου Στρατού με τη μορφή εισήγησης στο Υπουργείο Στρατιωτικών στις 19/2/1947. Επί λέξει το εισηγητικό σημείωμα ανέφερε : Αποφασίζεται ο περιορισμός των αριστερών στρατεύσιμων εις ορισμένα στρατόπεδα δια να υποστούν αποτοξίνωσιν. Όλες οι στρατιωτικές μονάδες δέον όπω εκκαθαρισθούν από αριστερίζοντες ή υπόποτους αριστερισμού. Όπου «ύποπτοι αριστερισμού» βλ. παιδιά, συγγενείς, ανθρώπων που είχαν πάρει μέρος στην αντίσταση.

Τα επίσημα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν στις 12 Μαίου ενώ οι πρώτοι σκαπανείς στάλθηκαν εκεί στις 26 του ίδιου μήνα, για να επαναφέρουν τους εαυτούς τους στους κόλπους της φίλτατης πατρίδας. Η Μακρόνησος λειτούργησε με αυτό τον τρόπο ως το 1958. Πολλά ειπώθηκαν περί Μακρονήσου από τους πολιτικούς της εποχής.
Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος (μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας ‘75-‘80) την όρισε ως «αναρρωτήριο ψυχών», «συνέχιση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού», «εθνική κολυμβήθρα» και «νέα Εδέμ στα μάτια της ελληνικής Ιστορίας».
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ανέφερε πως «στη Μακρόνησο αναγεννάται η Ελλάς ωραιοτέρα στην ψυχή των Ελλήνων», πως «ο οργανισμός της Μακρονήσου υπήρξε μια από τας λαμπροτέρας ηθικάς νίκας κατά το διάστημα των τελευταίων ετών, τιμημένος τόπος και Παρθενώνας του νέου ελληνισμού».
Για τον κεντρώο Κωνσταντίνο Ρέντη αποτέλεσε «νήσον ελευθερίας, προόδου και ηθικής και πολιτιστικής αναπλάσεως». 

Η Μακρόνησος υπήρξε ακραίο έργο της περιόδου. Δεν ήταν απλά ένας τόπος εξορίας αλλά ένα συντονισμένο σύστημα εξόντωσης  αν αναλογιστούμε το μέγεθος και τη βαναυσότητα των βασανιστηρίων που λάμβαναν χώρα εκεί. Από το απλό καθημερινό ξύλο, ως τις «βουτίτσες στη θάλασσα» όπου τους έδεναν πίσω από ένα καίκι με αποτέλεσμα να σέρνονται μια στον πάτο της θάλασσας και μια να τους ξεβράζει ο αφρός λιπόθυμους. Τα βασανιστήρια διαδέχονταν το ένα το άλλο μέχρι την αναμόρφωση ή την αιωνιότητα.

Οι χαλασμένοι αυτοί καιροί γέννησαν και τέτοιου είδους εγκλήματα. Δεν άρκεσε που άντεξες τους επτά κύκλους της κόλασης.. Δεν άρκεσε που -λίγο πριν την καταδίκη σου- σου πρόσφεραν άλλη μια φορά τη ζωή, με μόνο αντάλλαγμα την απαρνησιά.. Και δεν την δέχτηκες.. δεν άρκεσαν όλων των ειδών οι σωματικές και ψυχικές βίες.. Καθιέρωσαν τώρα και αυτή την τελευταία φωνή του πεπρωμένου. «Μπροστά σου είναι ανοιχτή η πόρτα της ζωής ή η πόρτα του τάφου. Διάλεξε.»

Μόνη επιλογή απέναντι στο συνεχιζόμενο μαρτύριο ήταν η υπογραφή δηλώσεων μετανοίας. Μετανοίας των μέχρι τώρα φρονημάτων, των αξιών, της δράσης τους. Οι δηλώσεις αυτές ήταν επιστολές αποκήρυξης του ΚΚΕ και των «παραφυάδων» του ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ που συνέτασσε ο ανανήψας  και απευθύνονταν στον δάσκαλο ή τον ιερέα του χωριού, αλλά και –το χειρότερο μέρος-  στους υπόλοιπους κρατούμενους, τους πρώην συντρόφους που μέχρι πριν λίγα λεπτά έτρωγαν το ίδιο ξύλο και τα ίδια βρασμένα με θαλασσόνερο ρεβίθια. Τις επιστολές αυτές ήταν υποχρεωμένοι να τις αναγνώσουν μπροστά στους υπόλοιπους φαντάρους διατρανώνοντας την μεταμέλειά τους και την πίστη τους στα ιδανικά της πατρίδας.

Μπορεί το Αναμορφωτήριο αυτό να αποτελούσε ακραίο έργο, δεν αποτελούσε όμως έργο ακραίων αντιδραστικών. Το κολαστήριο της Μακρονήσου στήριξε σύσσωμη η Εκκλησία και ολόκληρος ο αστικός πολιτικός κόσμος. Ενώ και μερικοί παράγοντες του Πολιτισμού χειροκρότησαν το εγχείρημα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Γεώργιος Παπανδρέου ο οποίος ζητώντας να υπογραφούν δηλώσεις μετανοίας υπογράμμιζε σε αναφορική εγκύκλιό του: Πας αφιέμενος ελεύθερος εξαιτίας υποβολής τοιούτων δηλώσεων έδει να περιβάλληται μετά στοργής και εμπιστοσύνης υπό των Αρχών Ασφαλείας, προτρεπόμενως επιδεξίως εις πράξεις εκδήλως προς το Κομμουνιστικόν Κόμμα εχθρικάς, ώστε να εκτείθεται ανεπανορθώτως είς την συνείδησιν των πρώην ομοιδεατών του.

 Από εκεί πέρασε ότι πιο δυνατό είχε (η ανθρωπότητα) σε πίστη κι ότι πιο ατρόμητο σε δύναμη. Αυτά τα σκοτεινά υπόγεια, τα γεμάτα μούχλα, ποντικούς, και ήρωες, μεταμορφώθηκαν σε Παράξενα σχολεία, όπου αντί να διδαχθούν οι μαθητές διδάσκονταν οι δάσκαλοι.

Ο αριθμός των κρατουμένων, σύμφωνα με την εφημερίδα Ελεύθερη Ελλάδα –επίσημο όργανο του ΕΑΜ-, έφτασε τις 15.000 συνολικά. Μεταξύ αυτών και γνωστές προσωπικότητες όπως ο λογοτέχνης Μενέλαος Λουντέμης, ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης, ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, ο ηθοποιός Μάνος Κατράκης, ο μεταλαβών την υποκριτικίν είς την εξορίαν Θανάσης Βέγγος, ο σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος, ο μεγάλος Μίκης Θεοδωράκης, ο Απόστολος Σάντας που ήταν ο ένας από τους δύο που κατέβασαν τη ναζιστική σημαία απ’ την Ακρόπολη και πολλοί πολλοί άλλοι.

Η Μακρόνησος ήταν ένα περίεργο μείγμα ανθρωπιάς και φρικαλεότητας. Τα χώματά της ποτίστηκαν από ηρωικό αίμα που μένει στις συνειδήσεις. Δεν ξεπλένεται. Όσο κι αν τα αστικά πολιτικά κόμματα προσπαθούν να ξεπλύνουν τις αιτίες και τους απογόνους αυτών που μοίρασαν τόσο θάνατο στην ανθρωπότητα. Δεν είναι και πολύ μακριά αν το αναλογιστούμε. Σίγουρα η γιαγιά μας, ο παππούς μας, η κάποια ξεχασμένη γειτόνισσα θα έχει μια ιστορία να διηγηθεί.

Καταλήγοντας.. σε μια εποχή που υψώνονται τείχη, σε μια εποχή που βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης αναπολούν τέτοιους Παρθενώνες σαν και τη Μακρόνησο, σε μια εποχή που την βλέπεις να γλιστράει μέσα απ’ τα χέρια σου και να πέφτει πάνω στην σπορά που εσύ θα φέρεις στον κόσμο, πώς ανέχεσαι να μένεις άπραγος; Πώς το δέχεται η αξιοπρέπειά σου να συνειδητοποιείς πόσο μικρός είσαι μπροστά στο μεγαλείο που άλλοτε άγγιξε η ανθρωπότητα;

Μια μέρα θα κριθεί η Ιστορία. Αλλά κι αυτή είναι ανάγκη να την περιμένουνε. Γιατί το χέρι της ακόμα τρέμει.

 

*Μενέλαος Λουντέμης – Οδός Αβύσσου Αριθμός 9