Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τα γεγονότα τον Μάη του ’36, από τον Θέμο Κορνάρο (Α’ Μέρος)

Τα γεγονότα ματωμένου Μάη του 1936 εξελίχθηκαν από τις 29 Απριλίου, με γενική απεργία των καπνεργατών, που μετατρέπεται σε πανεργατική στις 8 Μαΐου, όταν και εξαπολύθηκε η πρώτη γενικευμένη επίθεση των δυνάμεων καταστολής εναντίον των απεργών (70 τραυματίες, μαζικές συλλήψεις).

Για δύο και πάνω εικοσιτετράωρα (9-11 Μαΐου) μετά τη σφαγή των εργατών (12 καταμετρημένοι νεκροί, 32 βαριά και 250 ελαφρότερα τραυματίες) η εξουσία είχε περάσει στα χέρια του λαού:

«Οι διαδηλωταί είχον γίνει κύριοι των συνοικισμών… ολοκλήρου της πόλεως… Ητο εκτός πάσης αμφιβολίας ότι ο λαός της Θεσσαλονίκης ήτο κύριος της καταστάσεως».

Τα γεγονότα καθώς και την ατμόσφαιρα των ημερών δίνει ο κομμουνιστής λογοτέχνης – δημοσιογράφος Θέμος Κορνάρος

Από το βιβλίο του «Θεσσαλονίκη 9-11 του Μάη 1936 (οι αγώνες του Λαού)» μεταφέρουμε την περιγραφή των γεγονότων από τις 7-9 Μάη του 1936:

kornaros 30

7 – 8 ΤΟΥ ΜΑΗ

Οι τροχιοδρομικοι κι οι σιδηροδρομικοι της Μακεδονίας, μπροστα σ’ αύτη την απροκάλυπτα δολοφονική επίθεση του κράτους, ενάντια όλου του εργαζόμενου λαού, αποφασίζουνε την απεργία τους.

Συνεπείς στη λαμπρή ιστορία τους, που έχει άφθαστες σελίδες αλληλεγγύης, ηρωισμού κι αυτοθυσίας, ρίχνουνε τον όγκο τους αποφασιστικά στο μεγάλο αγώνα της άμυνας.

“Η κυβέρνηση, μπροστα σ’ αυτή την παλλαϊκή κινητοποιηση, μπροστα στα πρώτα δείγματα θηριωδίας των οργάνων της εναντίον άοπλων, ανυπεράσπιστων γυναικών και παιδιών ανήλικων, δε συγκινιέται. Δε δισταζει να δώσει το σύνθημα της σφαγής.

Δεν έχει καμιά δικαιολογία που να την ξαλαφρώνει λιγάκι από την κατηγορία για δολοφονίες αμυνόμενων απεργών και σφαγές γυναικόπαιδων.

Δώδεκα σωστές ήμερες έχουνε περάσει από τοτε που κηρύχτηκε η απεργία των καπνεργατών.

Σ’ αυτές πρέπει να προστεθούνε και δυο ακόμα ήμερες πριν, που είχε προειδοποιηθεί η κυβέρνηση από τους απεργούς.

Όλος ο καιρός υπήρχε για να συζητηθούνε τα δίκαια αιτήματα των σκλάβων της εργασίας και των καπνεμπόρων.

Και η απόπειρα δικαιολογίας του Μεταξά πως: «μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα δεν μπορεί να υπάρξει ηρεμία ανάλογη για την εξέταση των αιτημάτων», πέφτει όπως καθετί το ψεύτικο και το βιασμένο.

Φως φανερό πως οι σφαγές και οι θηριωδίες ήτανε όλα αποφασισμένα. Ζητούσανε δικαίωση ανοιχτης δικτατορίας. Μα υπολογίζανε χωρίς το λαό.

kornaros 36a

Τα πρώτα αίματα των ηρωικών υφαντουργών σταθήκανε το γεφύρι που ένωνε όλες τις  παρτίδες του λαού εναντίον των δολοφονικών ορδών του μαινόμενου κυβερνήτη.

Στη διάθεση της αστυνομίας έθεσε η κυβέρνηση του Μεταξά το στρατό της Θεσσαλονίκης, με τα πολυβόλα, τις χειροβομβίδες και τα τανκς του.

Τα κρατητήρια κι οι φυλακές γεμίσανε από γυναίκες και παιδιά των απεργών.

Όλα τα μέσα της τρομοκρατίας μπήκανε σ’ ενέργεια.

Γριές γυναίκες, με την ψυχή στο στόμα, βγήκανε αργότερα απ’ αυτα τα νόμιμα κρατικά εκτελεστήρια, γεμάτες πληγές και σακατεμένες απ’ το ξύλο και τα λαχτίσματα.

Μια μικρή αφορμή γύρευαν οι αστυνομικοί για ν’ αρχίσουνε το ματοκύλισμα.

Από την Τεταρτη το μεσημέρι κιόλας, μεγάλες ομάδες χωροφυλάκων τριγυρίζουνε στους απόμερους δρόμους και τις συνοικίες και τρομοκρατούνε. Αποδοκιμάζονται από τον κόσμο. Ο λαός βγαίνει από τα καφενεία, από τα παράθυρα, από τα μαγαζιά κι αποδοκιμάζει το κράτος. Σ’ αυτές τις αποδοκιμασίες παίρνουνε μέρος γριές γυναίκες, επιστήμονες, έμποροι, δάσκαλοι, εργάτες.

Κι η αστυνομία προκαλεί. Συλλαμβάνει, δέρνει, πιστολίζει στη μέση του δρόμου, χωρίς διάκριση, γέρους, γυναίκες, παιδιά.

Την Παρασκευή το πρωί πια δε γυρεύει αφορμές.

kornaros 59

Λυσσασμένα ρίχνεται στο κάθε σπίτι, στο κάθε μαγαζί, στον κάθε διαβάτη.

Νομίζει κανείς πως βάρβαρες ορδές κυριέψανε την πόλη κι έχουνε σκοπό να κάμουνε γενικό ξεκαθάρισμα.

Η ζωή τ’ άνθρωπου δεν υπολογίζεται. Είναι το φτηνότερο είδος αυτή τη στιγμή.

Η λύσσα τούς έχει τυφλώσει.

Χαρακτηριστική είναι η περιπέτεια του γέρο Αναστάση. Τουφεξούδης είναι το επίθετο του και μπαουλάς το επάγγελμα.

Τονε συνάντησανς στο δρόμο της γειτονίας του. Ενας χωροφύλακας τον γνώριζε.

  • Έχεις κλειστά σήμερα; τονε ρωτά.
  • Ναι, κλειστά έχω, τ’ άπαντα.

Τίποτ’ άλλο δεν ειπώθηκε. Ο γέρος είναι 70 χρονώ.

Μα δεν έχει καμιά σημασία Η γεροντική μορφή κι Η αδυναμία. Φτάνει που είπε πως έχει κλειστό το μαγαζί. Η ομάδα των αστυνομικών τον άρπαξε. Τον ρίξανε χάμω, τον τσαλαπάτησανε, τον ξεσκίσανε, τον δείρανε, κι ύστερα τονε παρατήσανε λιπόθυμο στη μέση του δρόμου.

Όταν προχωρήσανε παρακάτω, μερικοί που είχανε δει τη σκηνή τρέξανε σε βοήθεια του γέρου.

Γυρίζει πίσω η αστυνομία, δέρνει, χτυπά με τους υποκόπανους όπου βρει, διώχνει τον κόσμο και ξαναπαίρνει τον κατατρομαριασμένο γέρο. Ενας  χωροφύλακας τον άρπαξε από το σβέρκο και τον τίναζε άγρια, έτσι που το κεφάλι του χτυπούσε πάνω στις πέτρες του δρόμου. Ένας άλλος φτέρνιζε σαν ερεθισμένο άλογο τα χέρια του γεροντάκου.

kornaros 62

Κι αν ο κόσμος δε μαζευότανε ν’ αρπάξει το γέρο απ’ το έχτελεστικό απόσπασμα, θά τον αποτελειώνανε εκεί. Αυτό φαίνεται ζητούσανε. Να δούνε τα μυαλά του κολλημένα στις πέτρες του δρόμου.

Εναν απ’ όλους που πρωτοστάτησε στην κίνηση για την απελευθέρωση του γέρου, τον απειλούσε ο επικεφαλής υπενωματάρχης έτσι:

—…Εσένα μπάστ… με την πράσινη ρεμπούμπλικα, εσένα το λέω. Θά πέσεις στα χέρια μου!…

Αυτά, την ώρα που το απόσπασμα έφευγε πανικόβλητο μπροστά στην οργή του λαού, που έτρεχε στον τόπο της εχτέλεσης.

Τώρα γυρίζει ο γέρος αυτός στη Θεσσαλονίκη σακάτης, ανίκανος για κάθε δουλειά και με σπασμένο το κόκαλο του αριστερού χεριού.

Τον συναντήσαμε, σωστό, αξιοθρήνητο ερείπιο, στα γραφεία της επιτροπής ερεύνης και προστασίας θυμάτων: Είχε συρθεί ως εκεί για να υποβάλει μήνυση εναντίο της αστυνομίας.

Από κάθε διεύθυνση φτάνει ως τ’ αυτιά σου ο θόρυβος μάχης σωστής. Κυριαρχεί το πιστόλι και το λιανοτούφεκο.

Κραυγές απειλής από δω, κραυγές τρομάρας από κει, κραυγές διαμαρτυρίας από παρακάτω.

Ατμόσφαιρα πολεμικού μετώπου, που μήτε η μυρωδιά του μπαρουτιού λείπει, μήτε τα ουρλιαχτά του τραυματισμένου, μήτε η αστραπή της φονικής σπάθας.

Όσο πάει οι πυροβολισμοί πυκνώνουνε και ο θόρυβος μεγαλώνει. Η μάχη γενικεύεται, σ’ όλη την πόλη νομίζεις.

Τι ακριβώς είχε συμβεί;

Ποιος έδωσε τo σύνθημα της γενικής επίθεσης εναντίον του λαού;

Τα πράγματα γίνανε έτσι: Έξω από το παγκαπνεργατικό σωματείο είχανε συγκεντρωθεί 7 με 10 χιλιάδες καπνεργάτες για ν’ ακούσουνε τις απόψεις της κυβέρνησης από τους ηγέτες τους.

Νεώτερα δεν υπήρχανε, εχτός από την πεισματωμένη επιμονή της κυβέρνησης να μη θέλει ν’ ακούσει τίποτε από την παράταξη των απεργών, πριν να λυθεί η απεργία.

Ο κόσμος αυτός, που δέκα μέρες δεχότανε τις δολοφονικές επιθέσεις και έβλεπε ολοφάνερα τούς καπνεμπόρους ταμπουρωμένους πίσω από την κυβέρνηση να τους χτυποένε εξ ονόματος του κράτους, εξαγριώθηκε.

Ζήτησε να βγει επιτροπή και να επιδοθεί τελευταίο ψήφισμα έντονης διαμαρτυρίας στη Γενική Διοίκηση για την άστοργη κρατική αδιαφορία. Κι όταν η δεκαπενταμελής επιτροπή ξεκίνησε για τη Γενική Διοίκηση, οι 10 χιλιάδες καπνεργάτες την ακολούθησαν για να την προστατέψουνε από τις επιθέσεις της αστυνομικής δύναμης που είχε καταλάβει τα πιο επίκαιρα σημεία των κεντρικών δρόμων της πόλης, έτοιμη ν’ ανοίξει «πυρ», στην πρώτη μετακίνηση των εργατικών μαζών.

Εξω από το καπνεργατικό σωματείο έμεινε απεργιακή φρουρά από 150 εργάτες.

Την ίδια ώρα, δυόμιση χιλιάδες υφαντουργίνες ξεκινούσανε από το Μπεχτσινάρ προς τη Γενική Διοίκηση, παρακολουθώντας και κείνες την απεργιακή επιτροπή, με σχετικό ψήφισμα για επίδοση.

Ο επικεφαλής αξιωματικός της χωροφυλακής, που βρισκότανε με τα τμήματα του στην οδό Εγνατίας, ετοιμάστηκε ν αντιμετωπίσει τις 10 χιλιάδες των άοπλων καπνεργατών μόλις βγήκανε από το δρόμο του καπνεργατικού κέντρου.

Έκαμε τούτο το στρατηγικότατο κόλπο: (Αυτό το τονίζουμε, γιατί έχει ιδιαίτερη σημασία. Προϋποθέτει ψυχραιμία, ορισμένο σχέδιο, προετοιμασμένο, και κα­μια σύγχυση την ώρα της ενέργειας.)

Επειδή νόμισε πως οι αρχηγοί των διαδηλωτών θα βρίσκονταν όλοι στην επιτροπή που είχε το ψήφισμα, αφήκε την επιτροπή να περάσει. Έτσι εχώρισε την επιτροπή από τη διαδήλωση, βέβαιος πως έκοβε την κεφαλή από το κύριο σώμα!…

Πιάνει τους 15. Και διατάσσει αυτοστιγμή γενική επίθεση εναντίον της άοπλης μάζας.

Πιστολια αδειάζουνε και ξαναγεμίζουνε, σπαθιά εφίππων στραφτοκοπούνε πάνω απ’ τα κεφάλια των διαδηλωτών, και ομοβροντίες από λογιώ λογιώ όπλα πέφτουνε μέσα στο πλήθος.

Άλογα κι άνθρωποι ανακατεύονται, χωροφύλακες και διαδηλωτές συμπλέκονται, σφαίρες σφυρίζουνε και πέτρες διασταυρώνουνται μέσα σ’ αυτή την τρομερή συμπλοκή. Και μέσα σ’ αυτή τη σύγχυση ακούγεται η φωνή του αστυνομικού διοικητή να δίνει κουράγιο στους χωροφύλακες : «Απάνω τους, παιδιά!!»

Μόλο τον κίνδυνο, ο κόσμος βγήκε στα μπαλκόνια και στα παράθυρα, σημάδευε με πέτρες, με μπουκάλια, με ποτήρια τους αστυνομικούς, ή έριχνε ολόκληρες γλάστρες κι ό,τι άλλο τύχαινε μπροστά του, από την καρέκλα ως το φλιτζάνι, ζητωκραυγάζοντας ταυτόχρονα τούς απεργούς και γιουχαΐζοντας την αστυνομία.

Πολλοί χωροφύλακες γυρίσανε τα όπλα προς τα μπαλκόνια  και  τα  παράθυρα.

Ή μια επέλαση διαδέχεται την άλλη. Οι απεργοί αμύνονται με τα χέρια και τις πέτρες.

Μια καπνεργάτρια είδε τον άντρα της να πέφτει γεμάτος αίματα κάτω από τα πέταλα των άλογων. Δεν ήξερε αν ήτανε τραυματίας ή σκοτωμένος.

Συγκεντρώνει τις δυνάμεις της, τον αρπάζει στα μπράτσα της, τον παραδίνει στους άλλους και χύμα μέσα στην πιο πυκνή συγκέντρωση των εφίππων.

Με μια τεράστια προσπάθεια τινάζεται πάνω στη σέλα, πίσω απ’ τον ιππέα χωροφύλακα.

Οι σφαίρες κι οι πέτρες βουίζουνε γύρω της.

Για μια ιδεατή στιγμή σταματούνε και κραυγές και πυροβολισμοί και καμαρώνουνε όλοι την τρομερή πολεμίστρα, την άγρια αμαζόνα. Τα μπαλκόνια χειροκροτούνε. Φρενίτιδα κυριεύει τα πλήθη. “Η επίθεση γίνεται πιο άγρια. Σπαθιά κομματιάζονται, χωροφύλακες γκρεμίζονται από τ άλογα τους και μάχες λυσσασμένες γίνονται γύρω από τραυματίες.

Είναι η μεγάλη στιγμή του λαού που υπερασπίζεται την ελευθερία και την τιμή του.

Οι πυροβολισμοί της οδού Εγνατίας ήτανε το σύνθημα της επίθεσης για όλα τα στρατιωτικά τμήματα της Θεσσαλονίκης.

Ετσι ήτανε κανονισμένα τα πράματα. Γι’ αυτό κι οι αστυνομικές δυνάμεις που βρίσκονταν στην περιοχή των υφαντουργών, μόλις ακούσανε το συμφωνημένο σύνθημα, χωρίς καμιά προσπάθεια ειρηνικής διάλυσης των απεργών γυναικών, χωρίς την ελάχιστη προειδοποίηση, πέφτουνε απάνω αφρίζοντας από τη λύσσα.

Είκοσι λεπτά της ώρας οι υφαντουργίνες – 14 ως 20 χρονώ κορίτσια – αποκρούσανε μ’ απερίγραπτο ηρωισμό τις αλλεπάλληλες επελάσεις, παλέψανε στήθος με στήθος μέ τις αστυνομικές ορδές.

kornaros 64

Το σύνθημα τους ήτανε:

  • Ενισχύσετε.

Μ’ αυτό καλούσανε τον κόσμο στον αγώνα τους. Κι ο κόσμος όλος, από τον ασπρομάλλη γέρο του τζακιού ως τη γριά ετοιμοθάνατη γυναίκα κι ως το μωρό του δημοτικού σκολειού, ξεχύθηκε στους δρόμους, ενώθηκε με τ’ αγωνιζόμενα κορίτσια του λαού, πήρε ορμή και θάρρος από την ορμή και την παλικαριά των παιδιών του κι έγινε ό τρομερός στρατός των συνοικιών που καταλεί Βαστίλες και γκρεμίζει πύργους και κάστρα φεουδαρχικά.

Τέσσερις φορές διαλύσανε το ξίφος και οι σφαίρες τον ηρωικό στρατό των γυναικών. Και τέσσερις φορές ξανασυγκροτήθηκε ως που κατάφερε να φτάσει από την οδό Μοναστηριού στο διοικητήριο, βουτηγμένος στα αίματα, με μαλλιά ξέπλεκα, ρούχα σκισμένα, κουρελιασμένα, όψη άγριου, αποφασισμένου πλήθους, που ‘εχει πάρει την απόφαση να μην επιτρέψει σε κανένα να καταλύσει τις ελευθερίες και τα δικαιώματα του.

Γύρω από το Διοικητήριο έχουνε φτάσει, πολεμώντας στήθος με στήθος, κι άλλες χιλιάδες απεργών.

Όταν φανήκανε οι υφαντουργίνες, στην κατάσταση που περιγράψαμε παραπάνω, ξεκοκκινισμένες, άγριες, ζητώντας εκδίκηση για το αίμα αδερφών που χύθηκε, δεν μπορεί να παρασταθεί με λόγια ή εντύπωση που προξενήσανε.

Οι άλλοι τις σηκώνουνε στα χέρια, αγκαλιάζονται αναμεταξύ τους, ζητωκραυγάζουνε όλοι, κι έτσι υποδέχονται τις ηρωικές κοπέλες του λαού, τις αυριανές μανάδες του λεύτερου κόσμου.

Στρατός κι αστυνομία – πεζή κι έφιππη – φρουρούνε το Διοικητήριο.  Η εντολή είναι να διαλύσουνε με κάθε τρόπο τούς απεργούς.

Μα ποιος να κινηθεί αύτη τη στιγμή; Η απόφαση είχε παρθεί. Ητανε η σειρά του στρατού να επιτεθεί.

Αλλά οι φαντάροι, κατασυγκινημένοι από το θέαμα των 2.500 γυναικών που φτιάσανε καταματωμένες, μα έτοιμες για νέα επίθεση, άφοβες, περήφανες, με την άγρια όψη του νικητή, δεν μπορέσανε να κρύψουνε τη συγκίνησή τους.

Πολλοί στρατιώτες μάλιστα δε νοιάζονται καθόλου κι αφήνουνε τα δάκρυα να τρέξουνε, κι άλλοι γελούνε, σα να ‘ναι δική τους η νίκη αυτή.

Σ’ όλα τα τμήματα του στρατού παρατηρείται αυτή η συγκίνηση. Αλλά δεν είναι μόνο οι φαντάροι. Κι αξιωματικοί, κατώτεροι αξιωματικοί, με τα μαντίλια στο χέρι, κάνουνε αγώνα για να κρύψουνε τα βουρκωμένα μάτια τους σ’ αυτή την ώρα.

Κάποιος αξιωματικός της χωροφυλακής, σαρκάζοντας, πέταξε κάποιο πειραχτικό λόγο για τους αξιωματικούς του στρατού.

Από το μέρος των φαντάρων, ακούστηκε τούτη η φωνή:

  • Τ ι χαχανίζεις, ρε! Εμείς δεν ήρθαμε για να σφάξουμε!!…

Αυτό στάθηκε αφορμή για ν’ αρχίσει βαριά λογομαχία μεταξύ των αξιωματικών των δύο σωμάτων και ανοιχτός καυγάς μεταξύ στρατιωτών και χωροφυλάκων.

Οι χιλιάδες των απεργών ξεσπούνε σε χειροκροτήματα και σε ασταμάτητες ζητωκραυγές; «Ζήτω τ’ αδέρφια μας! Ζήτω ο στρατός!»

Για να δοθεί ένα τέλος σ’ αυτές τις χαρακτηριστικές σκηνές και για να προληφθεί σύγκρουση χωροφυλακής και στρατιωτών, δίδεται ή διαταγή να γίνει συνδυασμένη επίθεση εναντίον των εργατών.

Στην διαταγή υπάκουσε η αστυνομία. Το τμήμα των εφίππων προετοιμάζεται. Οι πεζοί γεμίζουνε,

Κι ένας υπολοχαγός μπαίνει μπροστά. Προχωρεί προς το μέρος των απεργών. Πλησιάζει κοντά, πολύ κοντά και τους  λέει:

  • Παιδιά, για όνομα του Θεού, διαλυθείτε. Ή πρέπει να πάω σε στρατοδικείο, ή πρέπει να σας χτυπήσω.

Οι απεργοί ξεσπούνε πάλι σε ζητωκραυγές για το στρατό.

Η αστυνομία κάνει την πρώτη επέλαση. Αποκρούεται. Οι πέτρες σχηματίζουνε σύννεφο. Σαν γυμνασμένοι στρατιώτες μάχονται γυναίκες κι άντρες. Όταν οι πυροβολισμοί ακούγονται, οι απεργοί πέφτουνε πρηνηδόν, μπροστά στους σωρούς από πέτρες και σκύρα που βρίσκονται στην πλατεία του Διοικητηρίου. Και ρίχνουνε μόνο οι πλάγιες ομάδες.

Ο ίδιος υπολοχαγός λαβαίνει εντολή να ενισχύσει την αστυνομία με τον λόχο του.

Στέκεται μια στιγμή διασταχτικός. Απότομα γυρίζει και δίδει με δυνατή φωνή ετούτη την περίεργη διαταγή στους στρατιώτες του:

  • … Ό ποιος θέλει   ας   ακολουθήσει!…

Τέσσερις  πέντε  φαντάροι τον ακολουθήσανε. Μπήκανε μέσα στις μάζες των εργατών και εκεί που η αστυνομία χτυπούσε με σπαθιά και πιστόλια, οι φαντάροι  κι  ο  αξιωματικός λέγανε στους απεργούς:

  • Βαράτε μας, παιδιά! Όσο μπορείτ ε, παιδιά, βαράτε μας!

Οι απεργοί καταλάβανε. Ούτε μια τρίχα των φαντάρων δεν πειράχτηκε.

Όλοι είχανε καταλάβει πως οι στρατιώτες κι 6 αξιωματικός τους ζητούσανε αφορμή να υποχωρήσουνε, για να δηλώσουνε πως δεν επαρκούνε να καταστείλουνε την εξέγερση.

Δε θέλανε τα τίμια αυτά παιδιά του επαναστατημένου λαού να βάφουνε τα χέρια τους μ’ αίμα αδελφικό…

Στη μια μεριά πολεμούσανε, συμπλέκονταν χωροφυλακή κι απεργοί και στην άλλη βρίζονταν στρατός και χωροφυλακή. Δόθηκε και δεύτερη διαταγή να προχωρήσει ο στρατός.

Σαν μάρμαρα στέκονταν οι φαντάροι στη θέση τους…

Σ’ ενίσχυση των χωροφυλάκων έφτασαν οι αντλίες.

Γελοία μέσα για το σβήσιμο ενός ηφαιστείου.

Θα μείνει μάλιστα μεταξύ των εργατών αξέχαστη τούτη η φράση ενός καπνεργάτη: «Ό,τι χρειαζότανε, ρέ παιδιά! Μόνο που το νερό είναι λίγο!…»

Σε τέτοια άγρια ώρα, μόνο από ήρωα στόμα μπορεί να πεταχτεί αυτός ο σαρκασμός προς τον εχθρό.

Απ’ αυτή την ώρα κι έπειτα, δεν μπορεί κανείς να μιλήσει γι’ απομονωμένες συμπλοκές και μάχες. Ολόκληρη η Θεσσαλονίκη είναι ‘ένα πεδίο μάχης.

Από τη μια μεριά ο λαός κι από την άλλη η αστυνομία ενισχυμένη από Τριεψιλίτες και χαφιέδες.

Κάθε συνοικία ένας πολεμικός τομέας. Σε κάθε δρόμο άλλη πεισματωμένη, άγρια μάχη…

Η νύχτα της Παρασκευής προς το Σάββατο είναι μια πραγματική νύχτα Αγίου Βαρθολομαίου. Οι άντρες κι οι γυναίκες  βρίσκονται στους δρόμους. Στα σπίτια μένουνε μόνο τα μικρά παιδιά, οι άρρωστοι και οι γέροι, στα σκοτεινά.

Η αγωνία τουυς πνίγει, ο φόβος για τη ζωή των ανθρώπων τους έχει κορυφωθεί. Και μέσα σ’ αυτή την αναστάτωση, μπουκάρουνε και τ αστυνομικά όργανα κι οι εθελοντές Τριεψιλίτες.

Απειλούνε με το πιστόλι ακουμπισμένο στο κεφάλι, γέρους ανήμπορους ανθρώπους, στραβές, κατάκοιτες γριές, αν δε μαρτυρήσουνε τούτο και κείνο!…

Κάνουνε έρευνες, αναστατώνουνε τα σπίτια, σέρνουνε άρρωστους και γέρους και παιδιά στα κρατητήρια, μέσα από τα σπίτια τους, πάνω από τα κρεβάτια τους, χωρίς καμιά δικαιολογία. Μόνο για εκδίκηση. Εκδίκηση εναντίο ποιανού; Κανενός! Φτάνει που είναι συνοικία και χαμόσπιτα. Δεν μπορεί να μην είναι με το μέρος των απεργών.

Κάθε χωροφύλακας κι  ένας σατράπης. Κάθε χαφιές έχει δικαίωμα ζωής και θανάτου απάνω σου.

Κάθε λερωμένο, σκοτεινό υποκείμενο, αντικαθιστά το κράτος. Σκοτώνει, δέρνει, φυλακίζει, τρομοκρατεί, χωρίς να ‘χει να δώσει λόγο σε κανένα.

Καθεμιά τουφεκιά που ακούγεται είναι και μια ξεχωριστή τραγωδία. Κάθε θόρυβος, κάθε φωνή, σημαίνει και μια δολοφονική επίθεση εναντίον άοπλων ανθρώπων. Ολη η νύχτα θα περάσει έτσι…

Ο Μεταξάς επιμένει με νυχτερινές δηλώσεις του, πως… πρέπει να σωθεί ηαξιοπρέπεια του κράτους!

(Συνεχίζεται)