Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το δουλοκτητικό σύστημα σε Ελλάδα και Ρώμη – Οι ελεύθεροι πολίτες (Δ’ Μέρος)

Της Αναστασίας Αβραμίδου* //

Οι ελεύθεροι πολίτες:

Στην κλασική Αθήνα υπολογίζονται στους 40.000. Μετά το 451 π.Χ. με νόμο του Εφιάλτη (ο οποίος αργότερα δολοφονήθηκε από τους πολιτικούς του αντιπάλους) και του Περικλή μπορούν να αποκτήσουν αυτή την ιδιότητα μόνο όσοι ήταν γνήσιοι Αθηναίοι από μάνα και πατέρα. Είναι οι μόνοι που μπορούν να κατέχουν γη και έχουν πολιτικά δικαιώματα. Γι’ αυτό είναι και οι μόνοι που μπορούν να μπουν στο οριοθετημένο δυτικό κομμάτι της αρχαίας Αγοράς, εκεί που βρίσκονταν τα δημόσια κτίρια της πόλης. Οι παραβάτες τιμωρούνταν. Από αυτούς εκλέγονται ή κληρώνονται όσοι θα ασκήσουν ένα αξίωμα της πόλης. Η πολιτική, η ενασχόληση με τα κοινά, είναι ευκταία σε αντίθεση με τους ιδιώτες που δεν χαίρουν εκτίμησης. Αν υπολογίσει κανείς, ωστόσο,  ότι για πολύ σοβαρά ζητήματα της πόλης –κήρυξη πολέμου, οστρακισμός- αρκούσαν 6.000 εκκλησιαστές, και ότι από τα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου προβλέπονταν και χρηματική αποζημίωση για τη συμμετοχή στην Εκκλησία του Δήμου, καταλαβαίνουμε ότι τα κοινά ενδιέφεραν εκ των πραγμάτων κυρίως τα ανώτερα στρώματα, τον αστικό πληθυσμό και τους πολύ ενεργούς πολίτες. Έτσι εξηγείται γιατί οι δημόσιοι δούλοι-αστυνόμοι κύκλωναν μέσα σε ένα σκοινί αλειμμένο με μίνιο όσους βρίσκονταν στην αγορά για να τους οδηγήσουν στην Πνύκα. Και ήταν ατιμωτικό να έχεις το κοκκινάδι στα ρούχα σου. Για τους πολίτες που ζούσαν εκτός άστεως, από τις Ελευθερές έως το Σούνιο και τον Ραμνούντα έως την Ελευσίνα, ήταν δύσκολο να μετακινηθούν τουλάχιστον σαράντα φορές το χρόνο, όσες περίπου και οι συνεδριάσεις της Εκκλησίας του Δήμου. Οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις των γαιοκτημόνων, ο πλούτος της γης, που κρατούσε τα δικαιώματα από τη γενιά, και ο νεότερος πλούτος, του εμπορίου και της βιοτεχνίας, που κατείχε τον κινητό πλούτο, ο αστικός πληθυσμός και οι αργόσχολοι συμμετείχαν κυρίως στην πολιτική ζωή.  Αν εξαιρέσει κανείς τους μικροκαλλιεργητές, η Αθήνα παρουσίαζε μια τάση να περιορισμού των πολιτών της από όλα τα επαγγέλματα, ενώ από την άλλη  η πολιτική γίνεται η συνηθισμένη απασχόληση. Ενδεικτικά αναφέρω τις εργασίες στο Ερέχθειο, όπου υποτίθεται οι ναοί στην Ακρόπολη θα δόξαζαν τη την πόλη: μόνο είκοσι από τους εβδομήντα έναν εργάτες και εργολάβους ήταν  πολίτες. Όλοι οι άλλοι  μέτοικοι και δούλοι.

Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι οι ελεύθεροι πολίτες αναλαμβάνουν με δικά τους έξοδα και ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση να εξοπλίζονται, ως οπλίτες, ψιλοί, ιππείς κ.λπ., γιατί θέλουν να προστατέψουν τη δημόσια γη. Αυτή η υποχρέωση διατηρήθηκε μέχρι και την εποχή του Αυγούστου. Μετά προσλήφθηκαν μισθοφορικά σώματα. Άλλωστε το σημαντικότερο αξίωμα του Στρατηγού, που για πολλές θητείες το κατείχε ο Περικλής, είχε εκπροσώπους και από τα γένη και από τους εμποροκράτες.

Αυτοί που δούλευαν για την Αθήνα και πρωτοστάτησαν στην οικονομική της ανάπτυξη ήταν οι δούλοι και ο ενδιάμεσος κρίκος μεταξύ ελεύθερων και δούλων, οι μέτοικοι. Αυτοί ήταν που με την ακάματη εργασία και επιχειρηματικότητα έκαναν την Αθήνα πανίσχυρη, χωρίς να διστάζουν να ασχοληθούν με οποιοδήποτε τομέα. Αν και αρχικά, όπως και στις άλλες πόλεις της Ελλάδας, οι ξένοι αντιμετωπίζονταν με καχυποψία, περιφρόνηση και εκδίωξη, βλ. Σπάρτη και το θεσμό της ξενηλασίας, στην Αθήνα σχετικά γρήγορα δημιουργήθηκε εκείνο το θεσμικό πλαίσιο που ευνοούσε την αθρόα εγκατάσταση πολλών Ελλήνων, αλλά και πολλών ξένων. Τον 5ο αι π.Χ. υπολογίζονται στους 20.000. Προέρχονταν από τη Φρυγία, την Αίγυπτο, τη Φοινίκη και την Αραβία. Κατοικούσαν στο άστυ, όπου αναπτύσσεται η εμποροβιοτεχνική δραστηριότητα. Αποκλείονταν γι’ αυτούς το δικαίωμα κατοχής της γης, γι’ αυτό δεν τους εκχωρήθηκε το δικαίωμα εξόρυξης στα μεταλλεία του Λαυρίου. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει κατοχή γης. Σταδιακά απέκτησαν το δικαίωμα κατοχής του κτιρίου της βιοτεχνίας τους μαζί με την κατοικία τους. Εξαίρεση εργολαβικής δραστηριότητας στο Λαύριο απέκτησαν λίγοι, όπως ο Σωσίας από τη Θράκη που είχε εκεί χίλιους δούλους. Δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα και πλήρωναν έναν συμβολικό φόρο, 12 δρχ. οι άνδρες και 6 δρχ. οι γυναίκες, όταν το μεροκάματο ήταν 2 δρχ. Αναλάμβαναν σχεδόν όλες τις λειτουργίες της πόλης (φορολόγηση σε είδος των πλούσιων της Αθήνας) εκτός από την τριηραρχία, γιατί ο τριήραρχος κυβερνούσε το πλοίο και καταλαβαίνετε ότι δε θα άφηναν τα πολεμικά πράγματα στα χέρια ξένων. Επίσης στρατεύονταν ως βοηθητικά σώματα, ως οπλίτες ή ως κωπηλάτες. Η οικονομική ζωή της πόλης, και όχι μόνο στην Αθήνα, βρίσκεται στα χέρια τους, καθώς και σε χέρια απελεύθερων δούλων. Αυτή, σύμφωνα με το Μαρξ, ήταν και η βαθύτερη αιτία που δεν πολιτογραφήθηκαν πλήρως, γιατί θεωρήθηκαν επικίνδυνοι για την πόλη. Σπάνιες εξαιρέσεις είχαμε σε μετοίκους που για την προσφορά τους στην πόλη τους δόθηκε το δικαίωμα του πολίτη. Τέτοια περίπτωση αποτελεί ο  Λυσίας, ο γιος του Συρακούσιου μέτοικου Κέφαλου, που απασχολούσε εκατοντάδες δούλους στην παραγωγή ασπίδων. Για τον Κέφαλο ως και ο Πλάτωνας στην Πολιτεία του μιλάει επαινετικά. Του Λυσία λοιπόν του δόθηκε ο τίτλος του πολίτη, όταν συνέβαλε στην αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 403 π.Χ.

Διάσημοι μέτοικοι στην Αθήνα: Αριστοτέλης, ο Θάσιος ζωγράφος Πολύγνωτος, ο Ιπποκράτης, οι σοφιστές, ο Ιππόδαμος, κ.ά.

Αντίστοιχοι των μετοίκων της Αθήνας ήταν οι περίοικοι στη Σπάρτη.

Οι δούλοι στην Αθήνα

Οι δούλοι προέρχονται από τέσσερις  πηγές: τον πόλεμο, την πειρατεία τη γέννηση (στην αρχ. Ελλάδα παρέμενες στην τάξη που γεννήθηκες) και μετά από μια καταδικαστική απόφαση, κυρίως για χρέη. Συχνό φαινόμενο ήταν και η έκθεση των βρεφών, παιδιών των δούλων, γιατί ο κύριος δεν αναλάμβανε το μεγάλο κόστος ανατροφής. Αυτά τα βρέφη στην καλύτερη περίπτωση κατέληγαν δούλοι (σπάνια υιοθετούνταν από άτεκνα ζευγάρια).

Λειτουργούσε ένα πολύ κερδοφόρο δίκτυο δουλεμπόρων που ορμούσε μετά από έναν πόλεμο, κυρίως σε βαρβαρικές χώρες.  Κέντρα δουλεμπορίου ήταν η Χίος, η Έφεσος, το Βυζάντιο, η Θεσσαλία, η Ρόδος, η Δήλος στα ρωμαϊκά χρόνια κ.ά. Στην Αθήνα γίνονταν σκλαβοπάζαρα κάθε μήνα στην Αρχαία Αγορά και μια φορά το χρόνο στο Σούνιο που γειτόνευε με τα μεταλλεία του Λαυρίου.

Η αναγκαιότητα και η νομιμότητα της δουλείας καθορίζουν τη νομική του κατάσταση. Ο  δούλος είναι έμψυχο όργανο, δεν έχει προσωπικότητα, δεν έχει όνομα πραγματικά δικό του, αλλά αυτό που του δίνεται, δεν διαθέτει το σώμα του και απέναντι στη δικαιοσύνη δεν έχει καμία υπόσταση χωρίς τον κύριό του. Οποιαδήποτε αγαθά απολαμβάνει είναι ανά πάσα στιγμή ανακλητά. Στο δικαστήριο μαστιγώνεται για να ομολογήσει.  Για τον Αριστοτέλη είναι «όργανο», για τον Πλάτων «κτήνος», γιατί  η φιλοσοφία δεν επιζητούσε βελτίωση της θέσης τους. Ένας δούλος δεν μπορούσε να ασκηθεί στην παλαίστρα. Στην Αθήνα αποτελούσαν περιουσία του αφέντη τους (ή του κράτους), που μπορούσε να τους μεταχειριστεί όπως έκρινε σωστό. Μπορούσε να τους δώσει, πουλήσει, νοικιάσει ή κληροδοτήσει. Ένας δούλος μπορούσε να παντρευτεί και να αποκτήσει παιδιά, αλλά μια τέτοια οικογένεια δεν ήταν αναγνωρισμένη από την πολιτεία, και ο κύριός τους μπορούσε να σκορπίσει τα μέλη της αν ήθελε. Οι δούλοι είχαν ελάχιστα δικαιώματα στις δίκες και πάντα αντιπροσωπεύονταν από τον κύριό τους σε τέτοιες περιστάσεις. Κάποιο παράπτωμα που θα τιμωρούταν με πρόστιμο για έναν ελεύθερο πολίτη, για κάποιο δούλο θα σήμαινε μαστίγωμα. Η αναλογία φαίνεται πως ήταν ένα χτύπημα ανά δραχμή. Με μικροεξαιρέσεις η κατάθεση ενός δούλου δεν είχε νομική ισχύ εκτός κι αν ήταν απόρροια βασανιστηρίων. Οι δούλοι βασανίζονταν σε διάφορες περιστάσεις κατά τη διάρκεια κάποιας δίκης, αντί του κυρίου τους.  Παρόλα αυτά, ειδικά στην Αθήνα, αλλά και γενικότερα στην Ελλάδα εν συγκρίσει με τη Ρώμη, μπορούμε να μιλήσουμε για μια σχετική φιλανθρωπία έναντι των δούλων. Για παράδειγμα είναι θεσμός της πόλης τα λεγόμενα άσυλα, όπως ο βωμός των δώδεκα θεών στην Αγορά, όπου ο δούλος αντιμετωπίζεται ως άνθρωπος. Η Αθήνα επίσης διέθετε ένα νόμο που καθιστούσε απαγορευτικό το χτύπημα ενός δούλου: αν κάποιος βιαιοπραγούσε κατά κάποιου που έμοιαζε με δούλο, κινδύνευε να χτυπήσει κάποιον πολίτη, καθώς πολλοί από αυτούς δεν ντύνονταν και πολύ καλύτερα. Και η Εκάβη του Ευριπίδη λέει για την Αθήνα: «σε σας ο ελεύθερος άνθρωπος και ο δούλος προστατεύονται παρόμοια από τους νόμους για την ανθρωποκτονία». Η φιλανθρωπία που αναφέρθηκε παραπάνω δεν έχει να κάνει τόσο με το νόμο όσο με τις ανθρώπινες, τις ιδιωτικές σχέσεις. Ο δούλος που έμπαινε στο σπίτι μυούνταν στην οικιακή λατρεία. Η   οικοδέσποινα τον  έραινε με ξερά σύκα, καρύδια και σπόρους, ώστε να γίνει και αυτός αποδεκτός στη θρησκευτική κοινότητα που αποτελεί ο οίκος. Οι δούλοι λάμβαναν μέρος στις περισσότερες πολιτικές και οικογενειακές τελετές. Λάμβαναν μάλιστα πρόσκληση συμμετοχής στο δείπνο για τις Χοές, κατά τη δεύτερη μέρα των Ανθεστηρίων ενώ επιτρεπόταν να λάβουν πρόσκληση στα Ελευσίνια Μυστήρια.

Χτυπητή εξαίρεση αποτελούν όσοι δούλευαν εξοντωτικά στα μεταλλεία του Λαυρίου, γι’ αυτό και οι μοναδικοί στην Αττική που εξεγείρονταν.  Π.χ. όταν μπήκαν οι Σπαρτιάτες  στην Αττική στη διάρκεια του Πελ/κού Πολέμου  λιποτάκτησαν 20.000 μαζικά.

Ένας μέσος Αθηναίος διαθέτει από 3-12 δούλους. Οι πλούσιοι Αθηναίοι περισσότερους, μέχρι και 1000, αλλά ποτέ δεν έφτασαν στη επιδεικτική σπατάλη που επιδείκνυαν οι Ρωμαίοι στις βίλες τους. Αντίθετα για τους φτωχούς γεωργούς που δεν άντεχαν τη συντήρηση ενός δούλου έλεγε ο Αριστοτέλης: «στους φτωχούς το βόδι επέχει θέση δούλου». Ο αριθμός τους για την Αθήνα ποικίλει: από 600.000 έως το διπλάσιο αριθμό των ελεύθερων. Για να δούμε κάποιες εργασίες των δούλων πέρα από τους απάνθρωπα εργαζόμενους στο Λαύριο. Ήταν οι δούλοι στα σπίτια, κυρίως γυναίκες, που ασχολούνταν με τα πάντα κάτω από τις εντολές της κυράς, οι παιδαγωγοί-δούλοι, οι παλλακίδες, οι ιερόδουλες,( ο Σόλωνας σε νόμο του προέβλεπε ότι τα πρώτα πορνοστάσια θα στελεχώνονταν με δούλες),  οι ειδικευμένοι σε σχολές μαγείρων για τα πλούσια γεύματα των πλουσίων (να  πούμε ότι ποτέ δεν έφτασαν στην υπερβολή των Ρωμαίων), οι ενοικιαζόμενοι δούλοι στα κτήματα, οι «χωρίς οικούντες», που ζούσαν ξέχωρα από τον κύριό τους και του έδιναν ένα καθορισμένο ποσό από τις εργασίες τους ως  τεχνίτες, έμποροι και αργυραμοιβοί, οι δούλοι στα ιερά και οι δημόσιοι. Η θέση των τελευταίων ήταν ιδιαίτερα προνομιούχα και συνήθως δουλεύανε έναντι αμοιβής. Πρόκειται για τους Σκύθες τοξότες και αστυνομικούς, τους ραβδούχους  στα θέατρα, τους κήρυκες, τους αγορανόμους, τους γραφείς, τους δήμιοι, κ.τ.λ. Ορισμένοι  κατορθώνουν να γίνουν απελεύθεροι είτε με εξαγορά είτε μετά από ιδιαίτερες υπηρεσίες. Στους Δελφούς υπάρχει ένας αναλημματικός τοίχος με 800 ψηφίσματα απελευθερώσεων δούλων (3ος-2ος αι. π.Χ.)

Οι μόνοι που αμφισβήτησαν τη δουλεία στην αρχαιότητα ήταν οι σοφιστές και οι κυνικοί φινόσοφοι. Ο Αλκιδάμας,  (4ος αι. π.Χ.) ρήτορας και σοφιστής από την Ελαία της Μικράς Ασίας και  μαθητής του Γοργία, έλεγε: «Ο Θεός μας δημιούργησε ελεύθερους, η φύση δεν κάνει δούλους».

Τι είδους τάξη είναι οι δούλοι;

Ο Λεκατσάς δεν τους χαρακτηρίζει καν ως τάξη (σ. 11), γιατί δεν προήλθαν από μια προηγούμενη οργανική κοινωνική διαφοροποίηση, σε αντίθεση π.χ. με τους είλωτες. Ο Παπαρήγας τους ορίζει ως κάτι μεταξύ ανθρώπινου κοπαδιού και κοινωνικής τάξης. Πρόκειται για λογής έθνη, γλώσσες, πίστεις, αντιλήψεις και θρησκείες. Και ενώ αποτελούν το μεγαλύτερο όγκο του πληθυσμού, η ανομοιογένειά τους, η απειρία τους σε ζητήματα πολέμου, σε ζητήματα συντονισμού και συνεννόησης, η μη συνειδητοποίηση από πλευράς τους ότι είναι τάξη ξεχωριστή, καθώς και η πολιτική απειρία τους έναντι του ελεύθερου πολίτη, συνέβαλαν στο να μην έχουμε πολλά κινήματα και εξεγέρσεις. Στις σπάνιες περιπτώσεις εξεγείρονται, αυτό συμβαίνει  γιατί υπάρχει συγκέντρωσή τους σε ένα μέρος, π.χ. οι δούλοι του Λαυρίου που συνωστίζονταν κατά χιλιάδες στα ορυχεία ή στη ρωμαϊκή Ιταλία που η αγροτική της ανάπτυξη απαιτεί πλήθος συγκεντρωμένων δούλων. Και συνήθως εκμεταλλεύονταν τις συγκυρίες για να ξεσηκωθούν.

 

 

* Μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων

Το δουλοκτητικό σύστημα σε Ελλάδα και Ρώμη (Α’ Μέρος)

Το δουλοκτητικό σύστημα σε Ελλάδα και Ρώμη – Φυλετικό κράτος (Β’ Μέρος)

Το δουλοκτητικό σύστημα σε Ελλάδα και Ρώμη – Πόλη- κράτος (Γ’ Μέρος)