Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Με πιάσαν επί Μεταξά»: Ρεμπέτικα της Κατοχής και της Αντίστασης

Επιμελείται και παρουσιάζει ο Ειρηναίος Μαράκης //

Φόρεσε αντάρτη τ άρματα
ζώσου και το σπαθί σου
και σύρε για τον πόλεμο
η λευτεριά μαζί σου
(Μπαγιαντέρας-1942)

 

Οι Ρεμπέτες, οργανικό κομμάτι του λαού μας, σάρκα από τη σάρκα του, προλετάριοι, λούμπεν, ερωτικοί και εξεγερμένοι, δεν μπορούσαν να μην τραγουδήσουν τους αγώνες και τα πάθη αυτού του τόπου μέσα στην Κατοχή και φυσικά, την Αντιστασιακή εποποιία.

Αλλά τα έργα τους δεν έγιναν ευρύτερα γνωστά γιατί ακόμα και στα νεότερα χρόνια τα αντιμετώπισαν ως προϊόν υποκουλτούρας. Επίσης, τα έργα τους δεν έγιναν γνωστά για τον ίδιο λόγο που οι επίσημες αρχές προτιμούν να γιορτάζουν την έναρξη του πολέμου αντί για την Απελευθέρωση, γιατί η Απελευθέρωση ήταν έργο της Αντίστασης την οποία ματοκύλισε το μεταπολεμικό κράτος αγκαλιά με τους συνεργάτες του φασισμού – πως λοιπόν, η ρεμπέτικη μουσική και στιχουργική τέχνη να παρουσιαστεί ως εκείνη η τέχνη που συμβάδισε με τους αγώνες του λαού μας; Καλύτερα (για την άρχουσα τάξη, βέβαια), τα ελαφρά άσματα, που και αυτά έχουν την σπουδαιότητα τους, που όμως δεν αγγίζουν και πολύ τα ευαίσθητα ζητήματα της περιόδου.

Η μεταξική λογοκρισία και καταστολή

Έτσι κι αλλιώς το Ρεμπέτικο ποτέ δεν γνώρισε την αναγνώριση από την πλευρά της αστικής εξουσίας, αντίθετα γνώρισε σκληρές περιόδους διώξεων και καταστολής και φυσικά, ελεύθερο και άφοβο όπως ήταν, σήκωσε και εκεί το ανάστημα του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το σατυρικό τραγούδι η «Βαρβάρα» του Παναγιώτη Τούντα που πολύ κυνηγήθηκε από την μεταξική λογοκρισία κι αυτό γιατί θεωρήθηκε ότι περιείχε πονηρούς υπαινιγμούς για την ζωηρή κόρη του δικτάτορα. Ηχογραφήθηκε το 1936 και απαγορεύτηκε από τη λογοκρισία της δικτατορίας και οι δίσκοι καταστράφηκαν. Ο Τούντας και ο Στελλάκης Περπινιάδης που το ερμηνεύει οδηγήθηκαν σε ποινική δίκη από την οποία αθωώθηκαν, ο Τούντας όμως πλήρωσε χρηματικό πρόστιμο. Την ίδια τύχη είχε και η παραλλαγή του με τον τίτλο «Η Μαρίκα η δασκάλα» και μόνο όταν κυκλοφόρησε σε τρίτη παραλλαγή με τίτλο «Μανωλιός και Δημητρούλα» γλίτωσε τις διώξεις. Την ίδια χρονιά, 1936, ηχογραφήθηκε στην Αμερική από τον Τέτο Δημητριάδη.

 

Η Βαρβάρα κάθε βράδυ στη Γλυφάδα ξενυχτάει
και ψαρεύει τα λαβράκια, κεφαλόπουλα, μαυράκια
Το καλάμι της στο χέρι, κι όλη νύχτα στο καρτέρι
περιμένει να τσιμπήσει το καλάμι να κουνήσει

Ένας κέφαλος βαρβάτος, όμορφος και κοτσονάτος
της Βαρβάρας το τσιμπάει, το καλάμι της κουνάει
Μα η Βαρβάρα δεν τα χάνει τον αγκίστρωσε τον πιάνει
τον κρατά στα δυο της χέρια και λιγώνεται στα γέλια

Κοίταξε μωρή Βαρβάρα, μη σου μείνει η λαχτάρα
τέτοιος κέφαλος με νύχι, δύσκολα να σου πετύχει
Βρε Βαρβάρα μη γλιστρήσει και στη θάλασσα βουτήξει
βάστα τον απ’ το κεφάλι μη σου φύγει πίσω πάλι

Στο καλάθι της τον βάζει κι από την χαρά φωνάζει
έχω τέχνη έχω χάρη ν’ αγκιστρώνω κάθε ψάρι
Για ένα κέφαλο θρεμμένο όλη νύχτα περιμένω
που θα ‘ρθεί να μου τσιμπήσει το καλάμι να κουνήσει

Ρεμπέτικα τραγούδια γράφτηκαν όπως ήταν λογικό σχετικά και με τη φασιστική δικτατορία του Μεταξά και με τους διωγμούς από το συγκεκριμένο καθεστώς των εξόριστων αγωνιστών, όπως ακριβώς το περιγράφει ο Μιχάλης Γενίτσαρης στο τραγούδι του «Με πιάσαν επί Μεταξά» (1938, αλλά ηχογραφήθηκε μόλις το 1982). Ο Γενίτσαρης μάλιστα έκανε εξορία μαζί με τον Ανέστη Δελιά κι οι δύο τους χαρακτηρισμένοι ως «δημόσιοι επικίνδυνοι»:

Με πιάσαν επί Μεταξά χωρίς καμιά αιτία,
με βάλαν και υπόγραψα με στείλαν εξορία
σ’ ένα ξερόνησο στη Νιο που `χει εκκλησιές και μύλοι
και υποδοχή μου κάνανε ένα κοπάδι ψύλλοι.

Εκεί είδα τους εξόριστους γδυτούς και πεινασμένους
και ράισε η καρδούλα μου και έκλαψα ο καημένος,
αν είχα θα τους έδινα τάλιρα για να φάνε
να με θυμούνται αιώνια και να με συγχωρνάνε.

rembetiko1

 Η κατοχική επικαιρότητα

Πράγματι, σε σχέση με τα επιθεωρησιακά τραγούδια και το ελαφρό τραγούδι που αναφέρονται στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, τα ρεμπέτικα κι οι δημιουργοί τους συνέχισαν να γράφουν και κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Αντάρτικου αλλά και αναδεικνύοντας τις διάφορες αλλαγές και εικόνες που δημιουργήθηκαν με την αλλαγή της κατάστασης (τη δράση των χαφιέδων και την αντίσταση των σαλταδόρων, την γέννηση του αντιστασιακού κινήματος και την αναπόφευκτη χειραφέτηση των γυναικών καθώς και άλλα) με σοβαρό ή σκωπτικό χαρακτήρα. Οι στίχοι μάλιστα κάποιων τραγουδιών συγκλονίζουν με τον ρεαλισμό τους, εκφράζοντας με ιδιαίτερο τρόπο τα πάθη της εργαζόμενης πλειοψηφίας εκείνη την περίοδο – μάλιστα, κάποια όπως οι «Μαυραγορίτες», πάλι του Μιχάλη Γενίτσαρη, συγκλονίζουν και με την εκ των υστέρων νέα επικαιρότητα που εκφράζουν:

Μικροί μεγάλοι γίνανε
μαυραγορίτες όλοι
κι αφήσαν όλο τον ντουνιά
με δίχως πορτοφόλι

Ακόμα κι οι γυναίκες τους
τη μαύρη κυνηγάνε
τσάντες τσουβάλια κουβαλούν
κανέναν δε ψηφάνε

Πρωί και βράδυ τρέχουνε
στους δρόμους σαν κοράκια
πελάτες ψάχνουν για να βρουν
να γδάρουνε κορμάκια

Πουλήσαμε τα σπίτια μας
και τα υπάρχοντα μας
για δυο ελιές κι ένα ψωμί
να φάνε τα παιδιά μας.

Ο μαυραγοριτισμός, ισοδύναμος ή και χειρότερος του δωσιλογισμού, μπήκε αμέσως στο στόχαστρο της Εθνικής ή μάλλον και καλύτερα να πούμε της ελληνικής Εργατικής Αντίστασης και αυτοάμυνας – αυτό εκφράζει το τραγούδι «Οι λαδάδες» (του Μ. Γενίτσαρη κι αυτό) που δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης, η τιμωρία θα είναι σκληρή, είτε από τον πεινασμένο λαό, είτε από τη γερμανική κατοχική διοίκηση που βέβαια προσπαθούσε να δημιουργήσει ένα «θετικό» κλίμα υπέρ της, καθαρά για λόγους συμφέροντος:

Όσοι πουλάνε μαύρη αγορά
Οι παλιομασκαράδες
Θα τους κρεμάσουνε κι αυτούς
Όπως τους δυο λαδάδες

Που τους κρεμάσαν και τους δυο
Ψηλά σε μια κολόνα
Οι γερμανοί οι βάρβαροι
Και το θυμούμαι ακόμα

Προσέχτε οι υπόλοιποι
Μην το περνάτε αστεία
Γιατί θα σας κρεμάσουνε
στην ίδια την πλατεία

Γράφοντας παραπάνω για εκείνα τα ρεμπέτικα που έκφραζαν την αναγκαία χειραφέτηση των γυναικών εκείνη την περίοδο, αναφερόμαστε στις γυναίκες που αναγκαστικά ανέλαβαν εκείνες τις δουλειές που θεωρούνταν «αντρικές», αφήνοντας στην άκρη τις υποθέσεις του νοικοκυριού. Δεν μπορούμε μάλιστα να αγνοήσουμε ότι και στις μεγάλες βιομηχανικές χώρες οι γυναίκες δούλεψαν στα εργοστάσια της πολεμικής και όχι μόνο βιομηχανίας καθώς οι σύζυγοί τους αγωνίζονταν στο μέτωπο – αυτή μάλιστα η πραγματικότητα οδήγησε τις γυναίκες της εργατικής τάξης σε μια νέα, ιδιαίτερη συνειδητοποίηση αρνούμενες να γυρίσουν στην εκκλησία και στην κουζίνα με τη λήξη του πολέμου. Εδώ, ο Μάρκος Βαμβακάρης και ο Απόστολος Χατζηχρήστος ερμηνεύουν, με αρκετό κέφι και αφέλεια, το τραγούδι «Αν φύγουμε στον πόλεμο» σε μουσική του Μάρκου και στίχους του Κώστα Κοφινιώτη:

Αν φύγουμε στο(ν) πόλεμο, μικρό μου Χαρικλάκι,
θα κάνεις τον εισπράκτορα ή και το σοφεράκι,
θα κάνεις τον εισπράκτορα ή και το σοφεράκι,
αν φύγουμε στο(ν) πόλεμο, μικρό μου Χαρικλάκι.

Θ’ αφήσεις το νοικοκυριό, θ’ αφήσεις τη(ν) κουζίνα,
τραγιάσκα θα φορείς στραβά, θα σου πηγαίνει φίνα,
τραγιάσκα θα φορείς στραβά, θα σου πηγαίνει φίνα,
θ’ αφήσεις το νοικοκυριό, θ’ αφήσεις τη(ν) κουζίνα.

Θα κόβεις εισιτήριο, στο τράμ, για το Παγκράτι,
οι γέροι θα σου κλείνουνε, με πονηριά το μάτι,
οι γέροι θα σου κλείνουνε, με πονηριά το μάτι,
θα κόβεις εισιτήριο, στο τράμ, για το Παγκράτι.

Κι όσοι για τα ματάκια σου, τα μαύρα τσιμπηθούνε,
και ρέστα ‘πο χιλιάρικο, ποτέ δε θα ζητούνε,
και ρέστα ‘πο χιλιάρικο, ποτέ δε θα ζητούνε,
κι όσοι για τα ματάκια σου, τα μαύρα τσιμπηθούνε.

Το φιάσκο του Μουσολίνι

Φυσικά, το φιάσκο των φασιστικών ορδών του Μουσολίνι, οπωσδήποτε έμπειρων και εκπαιδευμενωνστα αστρατιωτικά πράγματα, δεν πέρασε απαρατήρητο και ασχολίαστο από τους ρεμπέτες μας. Από τη μία έχουμε τον Μπαγιαντέρα να εκφράζει την τόλμη των Ελλήνων στρατιωτών στο μέτωπο της Πίνδου, σε σχέση με την δειλία και την ατολμία του φασιστικού Γενικού Επιτελείου που συνεδρίαζε στα υπόγεια του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία» στην Αθήνα, δηλώνοντας πως «Τους Κενταύρους δεν φοβάμαι» (1940), όπου οι Κένταυροι ήταν μια επίλεκτη θωρακισμένη ιταλική μεραρχία, που γνώρισε θεαματική ήττα στο Καλπάκι:

Για ντουφέκι δεν με νοιάζει
ούτε βάζω πια μαράζι

Συντροφιά έχω τη λόγχη
τη γλυκιά μου ξιφολόγχη

Αγκαλιά μ’ αυτή κοιμάμαι
τους Κενταύρους δε φοβάμαι

Θαύματα με κείνη κάνω
στις βουνοκορφές απάνω.

Οι φρατέλοι σαν με ειδούνε
ψάχνουν δρόμο για να βρούνε

Μα τους στρώνω στο κυνήγι
και αυτοί όπου φύγει φύγει.

Χρειάζεται να σημειώσουμε όμως ότι ούτε στο ελάχιστο δεν ισχύει ο μύθος, που εκφράστηκε ποικιλοτρόπως, περί των Ιταλών «μακαρονάδων» που καλλιεργήθηκε συστηματικά και για λόγους προπαγάνδας από το μεταξικό καθεστώς – μάλιστα, κι οι Ιταλοί ακριβώς παρόμοια σχόλια έλεγαν για τα ελληνικά στρατεύματα, σκοπός και των δύο πλευρών η κατασκευή μιας αλλότριας εικόνας για τον αντίπαλο που εύκολα καταρρίφθηκε στο πεδίο της μάχης.

Συνεχιζοντας στο ίδιο μοτίβο και με περισσότερο σκωπτική διάθεση έχουμε τον Στελλάκη Περπινιάδη στο τραγούδι του «Άκου Ντούτσε μου τα νέα», εκδοχή της περίφημης «Βαρβάρας» του Παναγιώτη Τούντα, να σχολιάζει με εύθυμο τρόπο πως:

Ο Μπενίτο κάθε βράδυ, στο Παλάτσο ξενυχτάει,
για να μάθ’ έχει μανία, κάτι από την Αλβανία.

Το τηλέφωνο στο χέρι, όλη νύχτα στο καρτέρι,
πες μου φίλε Καβαλέρο, το τι γίνεται να ξέρω.

Άκου Ντούτσε μου τα νέα, φίνα, σοβαρά κι ωραία,
ένα μπρος και δέκα πίσω, πώς να σου τ’ ομολογήσω.

Τι χαμπέρια να σου στείλω, που μας ρήμαξαν στο ξύλο,
μας τσακώνουνε αράδα και μας στέλνουν στην Ελλάδα.

Κένταυροι και Βερσαλιέροι, όλος ο ντουνιάς το ξέρει,
πως κι οι τρομεροί μας Λύκοι κάθε μέρα και μια νίκη.

Τους τσακώνουνε κοπάδια οι τσολιάδες τα λιοντάρια
και τους πάνε στην Αθήνα κι έτσι την περνούνε φίνα.

Ο Μπενίτο χρώμα αλλάζει και τον Γκάιντα του φωνάζει,
βάλε μπρος τη μηχανή σου και την όμορφη φωνή σου.

Πες πως έχουμε μια νίκη και το μέλλον μας ανήκει,
μπρος γκρεμνός και πίσω ρέμα, μέσα στ’ άλλα κι άλλο ψέμα.

Αντίσταση, εκτελέσεις, σαλταδόροι

Όπως γράψαμε παραπάνω ρεμπέτικα τραγούδια γράφτηκαν και για την Κατοχή αλλά και για την Αντιστασιακή εποποιία. Αναφορικά με το Μπλόκο της Κοκκινιάς από του ναζί του Χίτλερ στις 13/8/1944, έχουμε το τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη, «Μπλόκος (βγήκανε νωρίς τα’ αστέρια)» που ηχογραφήθηκε το 1978, στο δίσκο του «12 νέες λαϊκές δημιουργίες». Εκείνη την περίοδο ο Τσιτσάνης ζούσε και δημιουργούσε στη Θεσσαλονίκη. Στο κέντρο της πόλης, στην οδό Παύλου Μελά 21, διατηρούσε το περίφημο «Ουζερί Τσιτσάνης», όπου έγραψε μερικά από τα ωραιότερά τραγούδια του.

Βγήκανε νωρίς τ’ αστέρια, βγήκανε και τα μαχαίρια
για να μας καρφώσουν –Ωχ! μανούλα μου
έφτασαν τα καραβάνια με σπαθιά και με γιορντάνια
για να μας σταυρώσουν –Ωχ! καρδούλα μου

Εμείς το ξέραμε μια μέρα πως θα γίνει μπλόκος
Ωχ! Μανούλα μου
κι είναι πολλοί αυτοί που χρόνια μας σταυρώνουν χρόνια
Ωχ! καρδούλα μου
κράτησε σφιχτά τα χέρια- την καρδιά σου κάνε πέτρα μην πονάς

Μία χούφτα παλικάρια πολεμάν σαν τα λιοντάρια
μέσα στην αντάρα, μέσα στη σκλαβιά
το θεριό στα δυο να κόψουν και τον τύραννο να διώξουν
όλα θα τα δώσουν για τη λευτεριά.

Άλλο εμβληματικό τραγούδι της περιόδου είναι το «Χαϊδάρι» του Μάρκου Βαμβακάρη, τραγούδι το οποίο δεν δισκογραφήθηκε αλλά που οι στίχοι του δημοσιεύτηκαν σε περιοδικό το 1947. Το τραγούδι αυτό μαζί, με το χαμένο και άγνωστο σε εμάς, επίσης αντιστασιακό, «Στην Κοκκινιά την κόκκινη» , δείχνουν επίσης ότι η Αντίσταση του λαού μας οδήγησε σε μία νέα πρωτότυπη και δυναμική κοινωνική συνειδητοποίηση σπάζοντας κυριολεκτικά τα ιδεολογικά δεσμά και στεγανά χρόνων – ο ίδιος ο Συριανός ρεμπέτης δηλώνει ότι κατά τη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού σε βασιλικούς και βενιζελικούς (1915-1936), ο συνθέτης ήταν φιλοβασιλικός αλλά στη διάρκεια της Κατοχής, ενθουσιασμένος από την Εθνική Αντίσταση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, μετακινήθηκε αριστερότερα, όποτε και σύνθεσε τα δύο τραγούδια:

Τρέξε μανούλα όσο μπορείς
τρέξε για να με σώσεις
κι απ’ το Χαϊδάρι μάνα μου
να μ’ απελευθερώσεις

Γιατί είμαι μελλοθάνατος
και καταδικασμένος
δεκαεφτά χρονών παιδί
στα σίδερα κλεισμένος

Απ’ την οδό του Σέκερη
με πάνε στο Χαϊδάρι
κι ώρα την ώρα καρτερώ
ο Χάρος να με πάρει

Να δεις του Χάρου το σπαθί
μανούλα πως τα φέρνει
αχ και την ζωή του καθενός
μάνα πώς θα την παίρνει.

Τα πρόσωπα των αγωνιστών της Κατοχής και της Αντίστασης που ξεχώρισαν με τη θυσία τους επίσης έχουν τα τραγούδια τους. Θα κλείσουμε αυτό το αφιέρωμα με τα τραγούδια «Στέλιος Καρδάρας» κι «Ένας λεβέντης χάθηκε». ξεκινώντας με το «Στέλιος Καρδάρας» του Μ. Γενίτσαρη. Ο Στέλιος Καρδάρας ήταν ένας απ’ τους ηρωικότερους σαμποτέρ της Εθνικής Αντίστασης κατά των Γερμανών. Ανατίναζε αυτοκίνητα, αποθήκες, σαλταδόρος με καρδιά, άρπαζε τρόφιμα και άλλα αγαθά από τους Γερμανούς και τα μοίραζε στο φτωχό κοσμάκη που πέθαινε απ’ την πείνα. Η φήμη του σαν αγωνιστή ήταν μεγάλη και οι Γερμανοί τον καταζητούσανε με λύσσα, χωρίς να καταφέρουν να το πιάσουν. Ότι δεν κατάφεραν οι φασίστες το κατόρθωσαν χαφιέδες, οι γνωστοί ταγματασφαλίτες. Ήταν καλοκαίρι και πήγε να πιει νερό και να πλυθεί σε μια στέρνα στα περβόλια στον Άγιο Γιάννη Ρέντη. Εκεί του την είχανε στημένη, τον πιάσανε τον πήγανε στον Άγιο Διονύση στη Δραπετσώνα κοντά και τον εκτελέσανε. Τέτοιο μίσος του είχανε που του έκοψαν και τα γεννητικά όργανα. Τον άδικο χαμό του 18χρονου λεβέντη θρήνησε όλος ο Πειραιάς, μαζί και ο Γενίτσαρης που έκανε το θρήνο του τραγούδι. Σχολιάζει χαρακτηριστικά την απήχηση που είχε το τραγούδι στον σκλαβωμένο πολίτη: «Μόλις έβαλα μουσική και το ‘παιξα λίγες φορές, το μάθανε παντού. Το μάθανε όλοι οι σαμποτέρ, οι αγωνιστές, οι αντάρτες, όλοι. Το μάθανε και ήρθανε και με πήρανε ΕΑΜίτες και αντάρτες, και με πήγανε στην πλατεία στην Κοκκινιά. Πέντε χιλιάδες κόσμος και παραπάνω μαζεύτηκε. Με βάλανε και το ‘παιξα και το τραγούδησα. Πριν αρχίσω, κρατήσαμε ενός λεπτού σιγή στη μνήμη του ήρωα. Όταν το τραγουδούσα όλος ο κόσμος έκλαιγε».

Πενθοφορεί η Αγιά Σοφιά
Παλιά και Νέα Κοκκινιά
κλάψε κι εσύ τώρα ντουνιά
πιάσαν το Στέλιο τα σκυλιά

Τον πιάσαν Γερμανόφιλοι
και ταγματασφαλίτες
το Στέλιο τον Καρδάρα μας
στο Ρέντη οι αλήτες

Δεμένο τον επήγανε
μπρος τον Άγιο Διονύση
δέκα τουφέκια του ρίχνανε
ώσπου να ξεψυχήσει

Άδικα τον σκοτώσανε
λες κι ήτανε κατάρα
γιατί ήταν στην αντίσταση
το Στέλιο τον Καρδάρα.

rembetiko3   Και θα κλείσουμε με το τραγούδι «Ένας λεβέντης χάθηκε (1945)» σε στίχους του Ν. Μάθεση, με καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη, και μουσική του Μανώλη Χιώτη αφιερωμένο στον Άρη Βελουχιώτη. Η τελευταία στροφή του τραγουδιού γράφτηκε από τον Χιώτη. Δεν έγινε ποτέ δίσκος. Ο Μάθεσης μίλησε πρώτη φορά για την ύπαρξη του τραγουδιού το 1974 στον ερευνητή του ρεμπέτικου Κώστα Χατζηδουλή, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί την μελωδία. Κι ο Χιώτης είχε πεθάνει ήδη από το 1970. Έτσι οι στίχοι του Μάθεση δόθηκαν στον Μιχάλη Γενίτσαρη όπου και μελοποιήθηκαν ξανά ως ζεϊμπέκικο. Το τραγούδι ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά το 1980 με ερμηνευτή τον Γιώργο Νταλάρα κι είναι ένα τραγούδι, ένα υψηλό δείγμα λαϊκής ποίησης θα λέγαμε, που αναδεικνύει ποια είναι τα καθήκοντά μας και αυτή την περίοδο που ο τόπος μας βρίσκεται πάλι στα χαρακώματα και δημιουργεί καινούργια αντάρτικα, νέα πολιτικά τραγούδια και σε διάφορες μουσικές φόρμες σ’ έναν πόλεμο (γιατί όχι;) το ίδιο σκληρό κι ανελέητο όπως την περίοδο 1940-1945 κι αργότερα.

Αντιλαλούνε τα βουνά κλαίνε τα κλαψοπούλια
ο Βελουχιώτης χάθηκε ψηλά σε μια ραχούλα

Τι έχεις κλαψοπούλι μου και χαμηλά κοιτάζεις
για πες μου τι σε πλήγωσε και βαριαναστενάζεις

Μαράθηκαν τα λούλουδα χάθηκε το φεγγάρι
ένας λεβέντης έσβησε που τον ελέγαν Άρη

Κείνος δε θέλει κλάματα δε θέλει μοιρολόγια
θέλει αγώνες και χαρές αρματωσιές και βόλια.

 

Σημείωση: Στοιχεία για το άρθρο πάρθηκαν από σχετικές αναρτήσεις στο YouTube και από προσωπική έρευνα – οι εκτιμήσεις για το Ρεμπέτικο της Κατοχής και της Αντίστασης είναι καθαρά προσωπικές.