Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ: Η Ελλάδα δεν τον πλήγωσε μόνο.… τον αγάπησε και πολύ …!!

Γρά­φει η Ηλέ­κτρα Στρα­τω­νί­ου* //

Ο Γιώρ­γος Σεφέ­ρης ή Γιώρ­γος Σεφε­ριά­δης όπως είναι το πραγ­μα­τι­κό του όνο­μα γεν­νή­θη­κε στην Σμύρ­νη στις 29/2 ‘η 13/3 του 1900. Ήταν το πρώ­το παι­δί μιας αστι­κής οικο­γέ­νειας με υψη­λή μόρ­φω­ση, πνευ­μα­τι­κές  ανη­συ­χί­ες και πολ­λά ενδια­φέ­ρο­ντα. Ο πατέ­ρας του υπήρ­ξε εξαί­ρε­τος νομι­κός, έγρα­φε ποί­η­ση και μετέ­φρα­ζε αρχαί­ους τρα­γι­κούς και έργα ξένων ποι­η­τών όπως του Λόρ­δου Βύρω­να. Η μητέ­ρα του ευαί­σθη­τη και καλ­λιερ­γη­μέ­νη ξεχώ­ρι­ζε με την ιδιαί­τε­ρη  προ­σω­πι­κό­τη­τα της. Η έναρ­ξη του Β΄Παγκόσμιου πολέ­μου ανα­γκά­ζει  την οικο­γέ­νεια να μετα­κο­μί­σει από την Σμύρ­νη στην Αθή­να, εκεί ο πατέ­ρας του γίνε­τε καθη­γη­τής Διε­θνούς Δικαί­ου στο Πανε­πι­στή­μιο. Μετά από μερι­κά χρό­νια και ενώ είχε προη­γη­θεί η εγκα­τά­στα­ση  της οικο­γέ­νειας του στο Παρί­σι ο Γ. Σεφέ­ρης φεύ­γει για να κάνει σπου­δές στην Νομι­κή Σχο­λή όπως ήταν η επι­θυ­μία του πατέ­ρα του.

Σε νεα­ρή ακό­μη ηλι­κία από τα 14 χρό­νια του ο Γ. Σεφέ­ρης άρχι­σε να γρά­φει στί­χους και λογο­τε­χνία, κατά τα φοι­τη­τι­κά του χρό­νια η επι­θυ­μία  και η ανά­γκη της συγ­γρα­φής μεγα­λώ­νει μέσα του ! Ερω­τεύ­ε­ται με πάθος την Ζακλίν μία Γαλ­λί­δα πια­νί­στρια και για δέκα και πλέ­ον χρό­νια η ερω­τι­κή του ποί­η­ση είναι μόνον γι αυτήν και ίσως το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος όλων των ερω­τι­κών του ποι­η­μά­των να απευ­θύ­νε­τε σ’ αυτή την γυναί­κα, μιας και ο ίδιος του είπε κάπο­τε μιλώ­ντας γι την Ζακλίν …

… «Είναι μερι­κά αισθή­μα­τα στην ζωή μας που ποτέ δεν ξεθωριάζουν «…

Η επι­στρο­φή του στην Αθή­να   γίνε­τε το 1925 και διο­ρί­ζε­τε στο διπλω­μα­τι­κό σώμα, αμέ­σως μετά πεθαί­νει η μητέ­ρα του και αυτή η απώ­λεια τον βυθί­ζει  στην μονα­ξιά και την μελαγ­χο­λία, περ­νά­ει μια δύσκο­λη κατάσταση.…

Το 1928 δημο­σιεύ­ει τη μετά­φρα­ση του Βαλε­ρί «Μια βρα­διά με τον Κο Τεστ» και υπο­γρά­φει σαν Γεώρ­γιος Σεφε­ριά­δης. Το 1931 εκδί­δε­ται η «Στρο­φή» με 13 ποι­ή­μα­τα, ένα απ’ αυτά ο «Ερω­τι­κός Λόγος» είναι εμπνευ­σμέ­νο από τη Ζακλίν . Αμέ­σως μετά διο­ρί­ζε­τε υπο­πρό­ξε­νος στο Λον­δί­νο και φεύ­γει για την Αγγλία. Ακο­λου­θούν τα έργα του .

«Μυθι­στο­ρή­μα­τος» 1935
«Γυμνο­παι­δία» 1936
«Τετρά­διο γυμνα­σμά­των» 1940
«Ημε­ρο­λό­για Κατα­στρώ­μα­τος Α’ « 1940 (λογο­κρι­μέ­νο δικτα­το­ρία Μεταξά)
«Ημε­ρο­λό­για Κατα­στρώ­μα­τος Β’ « 1944
«Κίχλη» 1947

Με την εισβο­λή των Γερ­μα­νών στην Ελλά­δα ο Σεφέ­ρης φεύ­γει στην Αίγυ­πτο με την Ελλη­νι­κή Κυβέρ­νη­ση, κάνο­ντας καριέ­ρα ως διπλω­μά­της δεν έχει στα­θε­ρό τόπο δια­μο­νής, έτσι του δίνε­τε η ευκαι­ρία να ζήσει σε πολ­λά μέρη όπως Λον­δί­νο, Κορυ­τσά, Αλε­ξάν­δρεια, Ν. Αφρι­κή, Άγκυ­ρα, Λίβα­νο και από το 1957–1962 πάλι Λον­δί­νο σαν πρέ­σβης, τα χρό­νια που η Κύπρος  έγι­νε ανε­ξάρ­τη­το κράτος.

Η αξία του συγ­γρα­φι­κού του έργου με τα χρό­νια είχε γίνει παγκο­σμί­ως γνω­στό και έτσι στις 10/12/1963 η Σου­η­δι­κή Ακα­δη­μία τον βρα­βεύ­ει με το Νόμπελ Λογο­τε­χνί­ας και είναι ο πρώ­τος Έλλη­νας που κατέ­χει αυτή την διά­κρι­ση! Στην ομι­λία του στην Ακα­δη­μία λαμ­βά­νο­ντας το Βρα­βείο, μετα­ξύ των είπε ..

«(…) Πιστεύω πως τού­τος ο σύγ­χρο­νος κόσμος όπου ζού­με, ο τυραν­νι­σμέ­νος από τον φόβο και την ανη­συ­χία, τη χρειά­ζε­ται την ποί­η­ση. Η ποί­η­ση έχει τις ρίζες της στην ανθρώ­πι­νη ανά­σα- και τι θα γινό­μα­σταν αν η πνοή λιγό­στευε; Πρέ­πει ν’ ανα­ζη­τή­σου­με τον άνθρω­πο όπου κι αν βρίσκεται».

Το δίπλωμα του βραβείου Νόμπελ που δόθηκε το 1963 στον Γιώργο Σεφέρη, που βρίσκεται στο Μουσείο Μπενάκη.

Το δίπλω­μα του βρα­βεί­ου Νόμπελ που δόθη­κε το 1963 στον Γιώρ­γο Σεφέ­ρη, που βρί­σκε­ται στο Μου­σείο Μπενάκη.

Η Φιλο­σο­φι­κή Σχο­λή του ΑΠΘ το 1964 τον ανα­κή­ρυ­ξε επί­τι­μο Διδά­κτο­ρα, το ίδιο έκα­νε και το Πανε­πι­στή­μιο της Οξφόρ­δης. Το 1966 εκδί­δει το «Τρία κρυ­φά ποι­ή­μα­τα» ένα από τα σπου­δαιό­τε­ρα έργα του!

Μετά από περί­που έναν χρό­νο το 1967 επι­βά­λε­τε στην Ελλά­δα Δικτα­το­ρία  και το έργο του Γ. Σεφέ­ρη βρί­σκε­ται υπό το καθε­στώς της «προ­λη­πτι­κής» λογο­κρι­σί­ας, ο πνευ­μα­τι­κός κόσμος είναι μου­δια­σμέ­νος, ανή­συ­χος και ψάχνει.

Ζώντας σε μια ζοφε­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα! Έχο­ντας από και­ρό κάποια σοβα­ρά προ­βλή­μα­τα υγεί­ας και μη μπο­ρώ­ντας άλλο να σιω­πά, κυκλο­φο­ρεί σε Ελλά­δα και εξω­τε­ρι­κό η «δια­κή­ρυ­ξη του» ενα­ντί­ον της χού­ντας των συνταγ­μα­ταρ­χών. Μόλις έγι­νε γνω­στή η δημο­σί­ευ­ση της δήλω­σης του στην Ελλά­δα τον παύ­ουν από πρέ­σβη επί τιμή και του αφαι­ρεί­τε το διπλω­μα­τι­κό του διαβατήριο!

Τελευ­ταίο του ποί­η­μα είναι «Επί ασπαλάθων».

Στις 20 Σεπτέμ­βρη του 1971 ο μεγά­λος μας Έλλη­νας ποι­η­τής Γ. Σεφέ­ρης  μετά από μια εγχεί­ρη­ση στο νοσο­κο­μείο, αφή­νει την τελευ­ταία πνοή του και δρα­πε­τεύ­ει στον ουρα­νό, μη αντέ­χο­ντας άλλο την ομί­χλη του φασι­σμού που σκέ­πα­ζε σαν κατά­ρα την χώρα του ! Το θλι­βε­ρό μαντά­το για τον θάνα­το του έκα­νε το γύρο της γης και απλώ­θη­κε σε όλη την Ελλά­δα σαν αστρα­πή, σαν κεραυ­νός!! Στις γει­το­νιές της Αθή­νας οι νοι­κο­κυ­ρές, στις αυλές των Πανε­πι­στη­μί­ων οι φοι­τη­τές, στα εργο­στά­σια και στα λιμά­νια οι εργά­τες, τρα­γου­δού­σαν …«στο περιγιάλι »..!.

Μια μυστι­κή, αόρα­τη συνεν­νό­η­ση δίχως λόγια, χωρίς κραυ­γές, μ’ ένα βου­βό θρή­νο ψυχής, γίνο­νταν από την στιγ­μή του θανά­του του ποι­η­τή ως την ώρα της ταφής, ανά­με­σα σ’ αυτούς τους ανθρώ­πους που ήταν άγνω­στοι μετα­ξύ τους.

Δύο ημέ­ρες μετά στις 22/9/1971 σε μια εκκλη­σία στην οδό Κυδα­θη­ναί­ων  χιλιά­δες λαού ήτα­νε εκεί να τον χαι­ρε­τή­σουν και να αφή­σουν λου­λού­δια! Ένα πολύ­χρω­μο ανθρώ­πι­νο ποτά­μι ακο­λου­θού­σε το φέρε­τρο του τιμη­μέ­νου ποι­η­τή, οι δικτά­το­ρες ανή­συ­χοι και σε πλή­ρη ετοι­μό­τη­τα με την αστυ­νο­μία από κοντά να παρα­κο­λου­θεί, τού­τη την απρό­ο­πτη και ίσως ανε­ξέ­λεγ­κτη κατά­στα­ση.! Φτά­νο­ντας η πομπή στην στην πύλη του Ανδρια­νού στα­μά­τη­σε και σαν τα χιλιά­δες στό­μα­τα ένα να ήταν ακούστηκε

 «στο περι­γιά­λι το κρυ­φό κι άσπρο σαν περιστέρι
…διψά­σα­με το μεση­μέ­ρι, μα το νερό γλυφό».

Το τραγικό στα μαθηματικά: Όποιον αριθμό, αν τον πολλαπλασιάσεις με το μηδέν, το γινόμενο θα είναι πάντα μηδέν. [Γιώργος Σεφέρης, ΜΕΡΕΣ, Γ, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1984, σ. 73.]

Το τρα­γι­κό στα μαθη­μα­τι­κά: Όποιον αριθ­μό, αν τον πολ­λα­πλα­σιά­σεις με το μηδέν, το γινό­με­νο θα είναι πάντα μηδέν. [Γιώρ­γος Σεφέ­ρης, ΜΕΡΕΣ, Γ, εκδ. Ίκα­ρος, Αθή­να 1984, σ. 73.]

Και αμέ­σως μετά… κεί­νες οι τρυ­φε­ρές φωνές, έγι­ναν οργι­σμέ­νες σαν ριπές πολυ­βό­λων, σήκω­σαν ως τα σύν­νε­φα τον πόθο τους για λευ­τε­ριά, δημο­κρα­τία, δικαιο­σύ­νη και φώνα­ξαν για ν’ ακου­στούν στη Μακρό­νη­σο , στον Αϊ ‑Στρά­τη, στη Λέρο και στην Ικα­ρία … « πότε θα κάνει ξαστε­ριά.. να πάρω το του­φέ­κι μου!!!..»

Όταν μετά από ώρες η πομπή έφτα­σε στο Α’ Νεκρο­τα­φείο και ο ποι­η­τής ξεκου­ρά­στη­κε στο μνή­μα του, οι χιλιά­δες του κόσμου που τον περί­με­ναν εκεί, ενώ­θη­καν με το πλή­θος που τον είχε συνο­δεύ­σει και όλοι μαζί κατη­φό­ρι­σαν στους κεντρι­κούς δρό­μους της πρωτεύουσας.!

Έτσι η 22 του Σεπτέμ­βρη γρά­φτη­κε στην ιστο­ρία σαν η πρώ­τη  μαζι­κή πορεία ενά­ντια στην χού­ντα των συνταγματαρχών !

Και μπο­ρεί μετά την δήλω­ση που έκα­νε το 1969 ο Γ. Σεφέ­ρης να είπε..

.. «και τώρα ξανα­γυρ­νώ στην σιω­πή μου»

αυτό δεν μπό­ρε­σε να γίνει..

Ακό­μη και νεκρός μίλη­σε.!! και θα εξα­κο­λου­θή­σει να μιλά­ει…  για­τί …«η Ελλά­δα μπο­ρεί να τον πλή­γω­σε… αλλά τον αγά­πη­σε και πολύ»..!!

 

* Η Ηλέ­κτρα Στρα­τω­νί­ου είναι ποι­ή­τρια, μέλος της Εται­ρί­ας Ελλή­νων Λογοτεχνών

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο