Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Εμίλ Ζολά, η τιμή της Γαλλίας και το μπόι της διανόησης

Ο Ζολά γεν­νή­θη­κε στο Παρί­σι το 1840 και πέθα­νε στην ίδια πόλη το 1902. Ηταν γιος μηχα­νι­κού που πέθα­νε όταν ο Εμίλ ήταν 7 ετών. Ο Εμίλ ποτέ δεν έγι­νε νομι­κός όπως τον ήθε­λε η μητέ­ρα του, εργά­στη­κε σε διά­φο­ρες εργα­σί­ες (υπάλ­λη­λος σε εκδο­τι­κό οίκο, λιμε­νερ­γά­της κ.ά.) και στη συνέ­χεια άρχι­σε να αρθρο­γρα­φεί για την τέχνη, την πολι­τι­κή, ενά­ντια στη θρη­σκεία και το ιερατείο.

Το πρώ­ι­μο λογο­τε­χνι­κό έργο του είναι επη­ρε­α­σμέ­νο από τον Β. Ουγκώ, ενώ χαρα­κτη­ρι­στι­κό του είναι η τόλ­μη στην ανα­πα­ρά­στα­ση της κοι­νω­νι­κής ζωής.

Μετά το 1868 ο Ζολά επε­ξερ­γά­στη­κε τα 20 μυθι­στο­ρή­μα­τά του, κάτω από το γενι­κό τίτλο «Ρου­γκόν — Μακάρ. Η φυσι­κή και κοι­νω­νι­κή ιστο­ρία μιας οικο­γέ­νειας στα χρό­νια της Δεύ­τε­ρης Αυτο­κρα­το­ρί­ας» τα οποία περι­γρά­φουν με ενάρ­γεια όχι μόνο τη βιο­λο­γι­κή πορεία της συγκε­κρι­μέ­νης οικο­γέ­νειας, αλλά, κυρί­ως, τις κοι­νω­νι­κές και πολι­τι­κές εξε­λί­ξεις στη Γαλ­λία — με αιχ­μή τη δια­μόρ­φω­ση της συνεί­δη­σης της εργα­τι­κής τάξης και την ανά­πτυ­ξη του κινή­μα­τός της. Σε δύο συνε­χό­με­να μυθι­στο­ρή­μα­τα («Η ταβέρ­να» και «Το ορυ­χείο») βλέ­που­με πολύ ξεκά­θα­ρα αυτή την πορεία: στο πρώ­το, η εργα­τι­κή οικο­γέ­νεια είναι ακό­μη βυθι­σμέ­νη στις ψευ­δαι­σθή­σεις της, στο όρα­μα ότι μπο­ρεί να αλλά­ξει ταξι­κή θέση και να περά­σει στην αστι­κή τάξη. Το όρα­μα αυτό συν­θλί­βε­ται από τους δυσβά­στα­χτους όρους ζωής και τον αλκο­ο­λι­σμό. Στο δεύ­τε­ρο μυθι­στό­ρη­μα, ο γιος της ίδιας οικο­γέ­νειας δρα­στη­ριο­ποιεί­ται συν­δι­κα­λι­στι­κά και πολι­τι­κά και πρω­το­στα­τεί στις μεγά­λες κινη­το­ποι­ή­σεις των εργα­τών του ορυ­χεί­ου που δου­λεύ­ει. Σε αυτό το έργο, ο Ζολά δίνει και μια από τις πιο σκλη­ρές εικό­νες της ζωής του προ­λε­τα­ριά­του που μας έχει δώσει η παγκό­σμια λογοτεχνία.

Σε αυτή τη σει­ρά — που απο­τε­λεί μια ανα­το­μία της γαλ­λι­κής καπι­τα­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας — εντάσ­σε­ται και το «Χρή­μα».

Επί­σης με τη σει­ρά «Οι τρεις πόλεις» (1894–1898), που ακο­λού­θη­σε, ο Ζολά ασχο­λεί­ται με την εκμε­τάλ­λευ­ση της αμά­θειας και το εμπό­ριο θαυ­μά­των από την εκκλη­σία και υπο­βάλ­λει τη χρι­στια­νι­κή πίστη σε επι­στη­μο­νι­κή κριτική.

Ενώ η σει­ρά «Οι 4 ευαγ­γε­λι­στές» (1889–1902) απο­τε­λεί τετρα­λο­γία-περι­γρα­φή μια μελ­λο­ντι­κής κοι­νω­νι­κής ουτο­πί­ας όπου θριαμ­βεύ­ουν η λογι­κή και η εργασία.

Ο Εμίλ Ζολά είχε ενερ­γό συμ­με­το­χή στα κοι­νω­νι­κά και πολι­τι­κά πράγ­μα­τα της Γαλ­λί­ας. Χαρα­κτη­ρι­στι­κές υπήρ­ξαν οι θέσεις του κατά του Ναπο­λέ­ο­ντα και του ιερατείου.

Στη δια­δρο­μή του ο Ζολά με αρθρο­γρα­φία του αντι­τά­χθη­κε στο Γαλ­λο­πρω­σι­κό Πόλε­μο, ενώ το 1898 δημο­σί­ευ­σε το «Κατη­γο­ρώ» όπου απο­κά­λυ­πτε τη σκευω­ρία της υπό­θε­σης Ντρέι­φους. Πολ­λά άρθρα του σε εφη­με­ρί­δες, λει­τουρ­γούν μέχρι σήμε­ρα ως δια­χρο­νι­κά υπο­δείγ­μα­τα μαχό­με­νης δημο­σιο­γρα­φί­ας και ως πολύ­τι­μες ιστο­ρι­κές μαρτυρίες

Κατηγορώ»…

Στα τελευ­ταία χρό­νια της ζωής του, ο Ζολά έμελ­λε να συντα­ρά­ξει συθέ­με­λα τη γαλ­λι­κή κοι­νω­νία με την ανοι­χτή επι­στο­λή του προς τον τότε Πρό­ε­δρο της Δημο­κρα­τί­ας, η οποία δημο­σιεύ­τη­κε στο εξώ­φυλ­λο της εφη­με­ρί­δας «L’Aurore» υπό τον τίτλο «Κατη­γο­ρώ!» (1898), που αφο­ρού­σε στη γνω­στή υπό­θε­ση Ντρέιφους.

Κατη­γο­ρώ τον αντι­συ­νταγ­μα­τάρ­χη Πατύ ντε Κλαμ, για­τί υπήρ­ξε ο σατα­νι­κός δρά­στης της δικα­στι­κής πλάνης…

Κατη­γο­ρώ τον στρα­τη­γό Μερ­σιέ για­τί, το λιγό­τε­ρο από πνευ­μα­τι­κή ανε­πάρ­κεια, έγι­νε συνέ­νο­χος του μεγα­λύ­τε­ρου ανο­μή­μα­τος του αιώνα…

Κατη­γο­ρώ τον στρα­τη­γό Μπι­γιό, για­τί είχε στα χέρια του αναμ­φι­σβή­τη­τες απο­δεί­ξεις της αθω­ό­τη­τας του Ντρέι­φους και τις έπνιξε…

Κατη­γο­ρώ τον στρα­τη­γό ντε Μπουα­ντέ­φρ και τον στρα­τη­γό Γκονζ, για­τί υπήρ­ξαν συνέ­νο­χοι του ίδιου εγκλήματος…

Κατη­γο­ρώ τον στρα­τη­γό ντε Πελιέ και τον ταγ­μα­τάρ­χη Ραβα­ρί, για­τί έκα­μαν μια εγκλη­μα­τι­κή προ­α­νά­κρι­ση, με την πιο τερα­τώ­δη μεροληψία…

Κατη­γο­ρώ τους τρεις γρα­φο­λό­γους Μπε­λόμ, Βαρι­νιάρ και Γουάρ, για­τί συντά­ξα­νε ψεύ­τι­κες εκθέ­σεις απατεώνων…

Κατη­γο­ρώ το υπουρ­γείο Στρα­τιω­τι­κών και το Επι­τε­λείο, για­τί έκα­μαν στις εφη­με­ρί­δες ιδιαί­τε­ρα στην «Αστρα­πή» και στην «Ηχώ των Παρι­σί­ων», μια βδε­λυ­ρή και απα­ρά­δε­κτη εκστρα­τεία για να παρα­πλα­νή­σουν την κοι­νή γνώμη…

Κατη­γο­ρώ, τέλος, το πρώ­το Στρα­το­δι­κείο, για­τί παρα­βί­α­σε το Δίκαιο…

Το 1898 κατη­γο­ρή­θη­κε για συκο­φα­ντία και κατα­δι­κά­στη­κε σε ένα χρό­νο φυλά­κι­ση. Η υπό­θε­ση οδη­γή­θη­κε στο Εφε­τείο παρά τις αντι­δρά­σεις του υπουρ­γεί­ου Στρα­τιω­τι­κών. Ακο­λού­θη­σαν ταρα­χές ανά­με­σα στους υπο­στη­ρι­κτές και τους πολέ­μιους του Ντρέι­φους που οδή­γη­σαν στην πτώ­ση της κυβέρνησης.

Την απο­κά­λυ­ψη ακο­λού­θη­σαν δρα­μα­τι­κά γεγο­νό­τα που κατέ­λη­ξαν όχι απλώς στη δικαί­ω­ση του αθώ­ου, αλλά και στη μεταρ­ρύθ­μι­ση του συστή­μα­τος, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου του χωρι­σμού εκκλη­σί­ας και κράτους.

Πριν, όμως, δει αυτή την τελευ­ταία εξέ­λι­ξη, ο Εμίλ Ζολά βρέ­θη­κε νεκρός, στις 29 Σεπτεμ­βρί­ου του 1902, στο δια­μέ­ρι­σμά του. Επί­ση­μη αιτία θανά­του ήταν η δηλη­τη­ρί­α­ση από μονο­ξεί­διου του άνθρα­κα. Ωστό­σο, υπήρ­ξαν ψίθυ­ροι ότι για το θάνα­τό του, ευθύ­νο­νταν πολι­τι­κοί του αντί­πα­λοι. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν αποδείχτηκε.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο